Ο Τζέϊμς Μπόλντουίν είχε ήδη προκαλέσει το ενδιαφέρον του αμερικανικού αναγνωστικού κοινού από το 1953 με το πρώτο βιβλίο του, το ημι-αυτοβιογραφικό «Go Tell It On The Mountain» που άγγιζε το δύσκολο θέμα της επίδρασης της Εκκλησίας στη ζωή των μαύρων αμερικανών. Το επόμενο βήμα του ήταν ακόμα πιο δραστικό: «Το Δωμάτιο Του Τζιοβάννι» κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα και θεωρείται ένα από τα πρώτα βιβλία που ασχολούνται ανοικτά με τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, σε μια εποχή που ο έρωτας μεταξύ ομόφυλων ήταν ακόμα ποινικό αδίκημα στις ΗΠΑ.
Ο Ντέϊβιντ περνάει μόνος του ένα άγρυπνο βράδυ σε ένα άδειο σπίτι στα νότια της Γαλλίας. Αναλογίζεται τους επεισοδιακούς πρόσφατους μήνες, κατά τους οποίους άλλαξε ριζικά η ζωή του. Είναι η ώρα που ο Τζιοβάννι οδηγείται στο ικρίωμα για τον φόνο του πρώην αφεντικού του. Ο Ντέϊβιντ επέλεξε να βρίσκεται όσο πιο μακριά γίνεται, τον εγκατέλειψε και τώρα το μετανιώνει. «Ο χρόνος είναι ένα κοινό πράγμα, είναι σαν το νερό για τα ψάρια. Όλοι είμαστε μέσα σ’αυτό το νερό, κανένας δεν βγαίνει έξω απ’αυτό, ή αν βγει, του συμβαίνει το ίδιο που συμβαίνει και στα ψάρια, πεθαίνει. Και ξέρετε τι συμβαίνει μέσα σ’αυτό το νερό, το χρόνο; Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Αυτό είναι όλο. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και ο ωκεανός δεν δίνει πεντάρα γι’αυτό».
Καθώς περνάει το βράδυ, ο Ντέϊβιντ αφηγείται την περιπέτειά του: νεαρός, αμερικάνος εμιγκρές στο Παρίσι σπαταλάει τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτα, περιμένοντας την Έλλα να επιστρέψει από την Ισπανία, όπου έχει πάει για να σκεφτεί αν θα αποδεχθεί την πρόταση γάμου που της έκανε. Καθώς έχει φάει όλα του τα λεφτά και ο πατέρας του στην πατρίδα δεν του στέλνει άλλα, τον διώχνουν από το ξενοδοχείο του και αναγκάζεται να πάρει τηλέφωνο έναν μεγαλύτερο, ομοφυλόφιλο φίλο του, για να του ζητήσει δανεικά. Η συνάντησή τους θα καταλήξει σε ένα κακόφημο μπαρ, στο οποίο θα γνωρίσει τον Τζιοβάννι, Ιταλό μετανάστη που δουλεύει ως μπάρμαν. Καθώς δεν έχει που να μείνει, ο Ντέϊβιντ θα μετακομίσει στο δωμάτιο του Τζιοβάννι, με στόχο να περάσει το διάστημα ως την επιστροφή της Έλλα.
Όμως, η ερωτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους, αλλάζει τα δεδομένα: ο αυτοκαταστροφικός Τζιοβάννι αρπάζεται από τον Ντέϊβιντ, ο οποίος όμως παλεύει να αποδεχθεί τον εαυτό του και τελικά δεν τολμά να παραδοθεί στην «παράνομη» πλευρά του. Το δωμάτιο λειτουργεί ως τόπος αγάπης και πάθους, αλλά για τον Ντέϊβιντ γίνεται φυλακή. Η επιστροφή της Έλλα φέρνει την απομάκρυνση των δύο ανδρών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την τελική καταστροφή του Τζιοβάννι. «Καταλάβαινα γιατί με ήθελε ο Τζιοβάνι και γιατί μ’είχε φέρει σ’αυτό το τελευταίο του καταφύγιο. Έπρεπε να το καταστρέψω αυτό το δωμάτιο και να δώσω στον Τζιοβάνι μια καινούργια και καλύτερη ζωή. Αυτή η ζωή δεν μπορούσε να είναι άλλη από τη δική μου, η οποία για να μεταμορφώσει τη ζωή του Τζοβάνι, έπρεπε πρώτα να γίνει αναπόσπαστο μέρος του δωματίου του Τζοβάνι».
Στο «Δωμάτιο Του Τζιοβάννι» ο Μπόλντουιν προσεγγίζει την κοινωνική απομόνωση. Ο Ντέϊβιντ θυμάται την πρώτη ομοφυλοφιλική επαφή του, στην εφηβεία του στην Αμερική, με έναν φίλο του, την οποία επέλεξε να αποσιωπήσει, στρεφόμενος κατά του φίλου του. Χρόνια αργότερα όμως, στο Παρίσι πια, βρίσκεται πάλι αντιμέτωπος με τον εαυτό του: γιατί απαγορεύεται ένας άντρας να αγαπάει έναν άντρα; Είναι αρκετά άντρας όταν το κάνει; Γιατί να έχει αυτή την «κλίση»; Γιατί να μην μπορεί απλά να είναι σαν τους άλλους, να παντρευτεί μια καλή κοπελίτσα και να ζήσει την ήσυχη ζωούλα του; Γιατί πρέπει να μην είναι αυτό που είναι, για να ταιριάξει στην κοινωνία;
Μέσα από την αναζήτηση του Ντέϊβιντ, ο Μπόλντουιν μας δίνει και μια ζωντανή εικόνα των gay bars του Παρισίου της εποχής: το ωμό συναίσθημα του σαρκικού έρωτα, οι αμαρτωλές περιπέτειες της νύχτας που το καθώς πρέπει Παρίσι επιλέγει να αγνοεί. Στο αρχαίο Παρίσι, που δεν απαγορεύει τον ομοφυλόφιλο έρωτα (σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Ιταλία), ο Τζιοβάννι ο Ιταλός και ο Ντέιβιντ ο Αμερικάνος θα μπορούσαν να ζήσουν ελεύθεροι, αν δεν είχαν το προαιώνιο βάρος του εθνικού τους παρελθόντος. «Η πόλη, το Παρίσι, που το αγαπούσα τόσο πολύ, ήταν τελείως ήσυχη. Φαινόταν να μην υπάρχει σχεδόν ψυχή στους δρόμους, παρόλο που ήταν ακόμη πολύ νωρίς. Κι όμως, κάτω από μένα – στις όχθες του ποταμού, κάτω από τις γέφυρες, στη σκιά των τοίχων, άκουγα σχεδόν τον συλλογικό, τρεμουλιαστό στεναγμό – υπήρχαν εραστές και ανθρώπινα ερείπια που κοιμούνταν, αγκαλιάζονταν, ζευγάρωναν, έπιναν, κοιτούσαν τη νύχτα που έπεφτε. Πίσω από τους τοίχους των σπιτιών που προσπερνούσα, το γαλλικό έθνος μάζευε το βραδινό τραπέζι, έβαζε τον μικρό Ζαν Πιέρ και τη μικρή Μαρί στο κρεβάτι τους, κατσούφιαζε με τα αιώνια προβλήματα του χρήματος, του μαγαζιού, της εκκλησίας, της αστάθειας του Κράτους. Εκείνοι οι τοίχοι, εκείνα τα παράθυρα με τα κλειστά παντζούρια τους περιέκλειαν και τους προστάτευαν από το σκοτάδι και τον μακρόσυρτο στεναγμό της μακριάς νύχτας. Ύστερα από δέκα χρόνια, μπορεί ο μικρός Ζαν Πιερ και η μικρή Μαρί να βρίσκονταν εδώ έξω δίπλα στο ποτάμι και να αναρωτιόνταν, σαν κι εμένα, πώς είχε γίνει κι είχαν πέσει από το προστατευτικό τους δίχτυ. Πόσο δρόμο, σκέφτηκα, έχω κάνει – για να καταστραφώ τελικά!».
Εκδόσεις Μεταίχμιο