Σκηνοθέτης, σεναριογράφος και αρχιτέκτονας. Ωραίος τύπος. Αυτό που λες «η ψυχή της παρέας». Εξαίρετος καλλιτέχνης της εικόνας επίσης. Οι ταινίες του προσφέρουν απλόχερα συναίσθημα, ανθρωπισμό και βαθιά εσωτερικότητα. Υπεύθυνος προγράμματος στο Διεθνές Σπουδαστικό τμήμα του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας. Από κει ξεκίνησε το 2014. Με την Προσευχή, την πτυχιακή του. Η οποία και βραβεύτηκε με τον Χρυσό Διόνυσο.
Και μετά ήρθε η μικρού μήκους ταινία του «Λεωφόρος Πατησίων» το 2018 με παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ της Βενετίας και τρία βραβεία στο Clermont- Ferand το μεγαλύτερο φεστιβάλ μικρού μήκους στον κόσμο. Και μετά ήρθαν κι άλλες «μικρές» ταινίες, το ίδιο σπουδαίες. Με μεγάλες καρδιές. «Sparkling candles» και «Route-3».
Και μετά, κάπου δηλαδή την προηγούμενη βδομάδα, ήρθαν οι Κάννες. Για να επιβραβεύσουν την τρέλα του. Και την αξιοσύνη του. Η παρουσία του κρίθηκε απαραίτητη στη δράση Focus CoPro 2022 της αγοράς του Φεστιβάλ. «Είναι μία δράση του τμήματος των μικρού μήκους», μου διευκρινίζει όταν τον ρωτάω γιατί βρέθηκε εκεί, «όπου επιλέγονται 7 κινηματογραφικά projects μεγάλου μήκους από όλο τον κόσμο, και η οποία υποστηρίζει νέους σκηνοθέτες που έχουν διακριθεί σε μεγάλα φεστιβάλ του κόσμου με τις μικρού μήκους ταινίες τους, κατά το πέρασμα τους στη μεγάλου μήκους φόρμα». Αν κρίνω από τα βίντεο και τις φωτογραφίες που ανέβαζε στα social αυτές τις μέρες -στιγμές από συναντήσεις, βόλτες και πολλά, πολλά πάρτι-, η αποστολή μάλλον επετεύχθη. Με τον καλύτερο και προφανώς απολαυστικότερο τρόπο.
Αν σου ζητούσα να διαλέξεις τρεις στιγμές από αυτό το ταξίδι, ποιες θα διάλεγες; Το Ελληνικό πάρτι στην παραλία της Κρουαζέτ! Ήταν το talk of the town! To «La Petit Majestic», που είναι το bar στις Κάννες που μαζευόμασταν όλοι οι filmmakers το βράδυ, μετά από τις προβολές. Και ότι είδα από (σχεδόν) κοντά τη Σάρον Στόουν. Θεά.
Ποια είναι η καλύτερη ιστορία που έζησες εκεί και πιστεύεις πως θα διηγείσαι για χρόνια μετά; Κυνηγάμε με δυο φίλους από την Χιλή ό,τι πάρτι υπάρχει το βράδυ. Μας πετάνε έξω από κάνα δυο, τελικά καταφέρνουμε και μπαίνουμε στο πάρτι του Δεκαπενθήμερου των Σκηνοθετών. Κλείνει κατά τις 2, και μας πετάνε και από εκεί έξω, σχεδόν με τις κλωτσιές. Τελικά δεν ξέρω πως τα καταφέρνουμε και βρισκόμαστε σε μία βίλλα πάνω στην Κρουαζέτ όπου πίνουμε τσάμπα ποτά και γνωρίζομαι με μία sales agent, που έρχεται και μου λέει, «λατρεύω το στιλ σου, με το κόκκινο μαλλί και τις στέκες, θέλω αύριο να έρθεις να κάνουμε ραντεβού να μου πιτσάρεις για το πρότζεκτ σου». Τελικά, είναι αυτή που μιλάμε πλέον για σοβαρή συνεργασία στην ταινία μου!
Οι Γάλλοι τελικά τι τύποι είναι; Στο Film Industry, είναι σούπερ κουλ και έχω πολλούς φίλους που αγαπώ. Οι υπόλοιποι και ειδικά αυτοί που βρισκόντουσαν στη εστίαση.. θεέ μου, σοβινιστές (δεν μιλούσαν αγγλικά), όπως και ολίγον ανάγωγοι!
Ποιας χώρας οι «καλεσμένοι» πιστεύεις πως είναι οι καλύτεροι για να κάνεις παρέα σε ένα τέτοιο φεστιβάλ; Οι Λατίνοι. Μοιάζουμε απίστευτα, ίδιο ταπεραμέντο, μένουμε τελευταίοι στα πάρτι και γενικά νιώθω σαν να γνωριζόμαστε από παλιά. Οι Έλληνες, επίσης, στο εξωτερικό κάνουμε πάντα το γκέτο μας και γινόμαστε μια μεγάλη παρέα. Οι λιγότερο διασκεδαστικοί είναι οι Σκανδιναβοί, για μένα.
Προλαβαίνει να κάνει κανείς και κάτι άλλο πέρα από το να βλέπει ταινίες; «Να βλέπει ταινίες»; (γελάει)…Δεν είδα καμία ταινία. Ούτε μισή. Δεν έχω πολλές τύψεις. Το είχα αποφασίσει αυτό από την πρώτη μέρα. Τα πρωινά έκανα ραντεβού στο μάρκετ (Marché du Film), το μεσημέρι αρχίζαν τα happy hour, που τα κυνηγάγαμε για ένα δωρεάν ποτό και κάποιο τυχαίο meeting. Και το βράδυ ξεκίναγαν τα πάρτι. Γυρίζαμε γύρω στις 5-6 το πρωί στο δωμάτιο (γιατί μέναμε και μισή ώρα με τα πόδια μακριά από το κέντρο). Και έπρεπε να ξυπνήσουμε το πρωί 9-10 πμ, για να είμαστε στο Focus CoPro.
Μέρα ή νύχτα; Τι αξίζει τελικά να ζήσει κανείς εκεί περισσότερο; Από το πρωί μέχρι το βράδυ έμοιαζε το ίδιο πράγμα. Δεν άλλαζε τίποτα. Με μια (τσάμπα) σαμπάνια στο χέρι όλη την ώρα. Απλά το βράδυ, χόρευες και λίγο. Ααα, παρεμπιπτόντως, σαν να μην υπήρχε covid ποτέ σε αυτόν τον κόσμο!
Λένε πως το ελληνικό πάρτι πήγε πολύ καλά. Τουλάχιστον όσοι μπορούν και το θυμούνται. Τι έγινε τέλος πάντων σε αυτό; (γελάει) Νομίζω φταίνε οι Έλληνες! Είχαμε διάθεση να διασκεδάσουμε, είχαμε και πολλά να γιορτάσουμε, είχε και καλό DJ. Κάποια στιγμή έβαλε «Τα κορίτσια ξενυχτάνε» της Αλέξιας! Τι άλλο θες από το να βλέπεις τους ξένους φίλους να τρελαίνονται με το τραγούδι και να το ακούνε την επόμενη μέρα στο repeat!
«Το Αγόρι με τα Γαλάζια Μάτια». Η πρώτη σου ταινία. Τίτλος πιασάρικος. Γιατί του αξίζει να γίνει τίτλος σε ταινία σου; Είναι ο Πέτρος. Το alter ego μου. Ένα αγόρι που ζει σε ένα απομονωμένο κόσμο στα βουνά της Ηπείρου. Έναν κόσμο που έχω φτιάξει στο μυαλό μου, έναν κόσμο που δεν αντέχει την διαφορετικότητα, είναι προληπτικός και γεμάτος δεισιδαιμονίες. «Το Αγόρι με τα Γαλάζια Μάτια» είναι μια ελληνική τραγωδία ενηλικίωσης για τη σεξουαλική αφύπνιση, την διαφορετικότητα και την αποδοχή.
Έχεις βραβευτεί σε διάφορα φεστιβάλ και έχεις λάβει μέρος σε ακόμη περισσότερα. Τι νιώθεις πως προσφέρει η αναγνώριση; Αν δεν την είχες, θα είχες το ίδιο ταξίδι; Είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται η δουλειά σου και να επιβραβεύεται και σίγουρα βοηθάει στο ταξίδι που αναφέρεις. Άρχισε σαν μια προσωπική επιβεβαίωση και μια ανάγκη για να ανήκω κάπου, αλλά πλέον αυτό που με ενδιαφέρει είναι η επικοινωνία με το κοινό. Αυτό είναι που μου δίνει ενέργεια και γι’ αυτό συνεχίζω να κάνω ταινίες. Δυστυχώς (ή ευτυχώς;), τα φεστιβάλ είναι το μέσο για να φτάσει το έργο μου στο κοινό.
Είσαι υπεύθυνος των διεθνών σπουδαστικών ταινιών που συμμετέχουν στο φεστιβάλ της Δράμας. Τις διαλέγεις με την ομάδα σου, τις φροντίζεις, τις αγαπάς. Από αυτές πολύ πιθανό να ξεκινήσουν οι μεγάλοι Έλληνες κινηματογραφιστές του αύριο. Ξεκίνησες μάλιστα παίρνοντας βραβείο με τη σπουδαστική σου ταινία. Είναι σαν να δίνεις ίσως πίσω με κάποιο τρόπο αυτό που σου έδωσαν τότε; Λατρεύω το ταξίδι που μου προσέφερε η Δράμα και χαίρομαι πάρα πολύ να βρίσκομαι εκεί. Εκεί που όλα ξεκινήσαν. Η σχέση μου με την Δράμα είναι καρμική. Από την άλλη, λατρεύω να βλέπω σπουδαστικές ταινίες, με εμπνέουν, προσφέρουν αυτό που με κάνει χαρούμενο σαν θεατή. Κάτι αυθεντικό, τελείως φρέσκο και πολλές φορές νιώθω ότι το μέλλον του σινεμά θα είναι λαμπρό, αν αυτοί οι καλλιτέχνες συνεχίσουν να παράγουν έργο. Μακάρι το κοινό να έρθει πιο κοντά στις μικρού μήκους ταινίες και αυτές να αποκτήσουν την σημαντικότητα που τους αξίζει.
Μόλις τελείωσες την νέα σου μικρού μήκους ταινία. Σε ποιο σημείο του ταξιδιού της βρίσκεται; Ναι, ολοκληρώνω την (τελευταία;) μικρού μήκους ταινία μου, την «Airhostess-737»! Ανυπομονώ να την επικοινωνήσω με το κοινό! Είναι η πιο αγαπημένη, πολύ προσωπική, ολοκληρώνεται και μία τριλογία μου με αυτή («Λεωφόρος Πατησίων», «Route-3»). Για μένα είναι το πιο σημαντικό μου έργο μέχρι τώρα. Ελπίζω να απελευθερωθεί σύντομα από πάνω μου και να ανήκει πλέον στο κοινό της.
Αρχές Σεπτεμβρίου που θα βρίσκεσαι; Δράμα ή Βενετία τελικά; (γελάει) …Αν το προσπαθήσεις, τα καταφέρνεις και τα δύο! Βενετία πρώτα για το γκλαμ, Δράμα για το φαν!