Για ταινία με ήρωες δημοσιογράφους, σίγουρα ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν κάνει πολλές ερωτήσεις. Η νέα ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ, που στις καλύτερες σκηνοθετικές στιγμές του (Αφανισμός, Από Μηχανής) έχει υιοθετήσει τον ρόλο ενός sci-fi προφήτη, μας πετάει σε έναν κόσμο παραδομένο στο χάος και τη βία, σε ένα έθνος ρημαγμένο από τον εξτρεμισμό του πολιτικού του διχασμού. Πρόκειται για τις Η.Π.Α. του κοντινού μέλλοντος, όπου οι Δυτικές Δυνάμεις που αποτελούνται από την Καλιφόρνια και το Τέξας (μαζί με τη “Συμμαχία της Φλόριντα”, μια ομολογουμένως παράξενη συμμαχία) έχουν αποσχιστεί και έχουν κηρύξει πόλεμο στον αμερικανό Πρόεδρο (Νικ Όφερμαν).
Δύο ρεπόρτερ, η φωτογράφος Λι (Κίρστεν Ντανστ) και ο δημοσιογράφος Τζόελ (Βάγκνερ Μούρα), αποφασίζουν να ταξιδέψουν οδικώς ως την Ουάσινγκτον για να πάρουν συνέντευξη από τον Πρόεδρο πριν προλάβουν να τον φτάσουν οι Δυτικές Δυνάμεις. Διστακτικά δέχονται να πάρουν μαζί τους έναν δυσκίνητο συνάδελφο (Στίβεν Μακένλεϊ Χέντερσον) από “ό,τι έχει απομείνει από τους New York Times” και μια άπειρη αλλά πρόθυμη φωτορεπόρτερ (Κέιλι Σπέινι) που δηλώνει θαυμάστρια της θρυλικής στον χώρο Λι, μιας επαγγελματία που έχει γίνει μάρτυρας φρικιαστικών εικόνων κατά τη διάρκεια της καριέρας της και πλέον αντιμετωπίζει τα πάντα με κυνισμό.
Στην πορεία, γίνονται μάρτυρες φρικτών καταστάσεων και η καταγραφή τους υποκαθιστά οποιοδήποτε συναίσθημα ή ηθικό δίλημμα: τους απασχολεί η τεχνική της φωτογράφισης, ο ξέφρενος ανταγωνισμός με μια άλλη ομάδα ρεπόρτερ, η αποκλειστικότητα εν μέσω της ακραίας βίας και, τελικά, μια επίμονη ουδετερότητα που υιοθετεί και η ίδια η ταινία (απουσιάζει οποιαδήποτε εξήγηση των θέσεων και της ιδεολογίας των αντιμαχόμενων πλευρών, καθώς και η σαφής ύπαρξη “καλών” και “κακών”. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο το τι πιστεύει ότι θα συμβεί αν σε μια χώρα όπου ο μισός πληθυσμός έχει ελεύθερη πρόσβαση σε όπλα, ξαφνικά χάσει την ισορροπία του). Δίνοντας έμφαση στην απερισκεψία, τη δίψα για το κυνήγι της είδησης και τις μακάβριες ορέξεις των ρεπόρτερ, ο Γκάρλαντ θέτει ερωτήματα για την εξάρτηση από το θέαμα όχι μόνο των ίδιων, αλλά και του κοινού.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν έχει μεγάλες αφηγηματικές φιλοδοξίες. Οι αναφορές του, ειδικά από το κλασικό αντιπολεμικό Έλα Να Δεις του Ελέμ Κλίμοφ, κάνουν αρκετή από τη δουλειά που η ίδια η ταινία αρνείται. Οι χαρακτήρες του, ειδικά της Ντανστ που υποτίθεται ότι αποτελεί το κέντρο βάρους της ιστορίας (μέχρι το τέλος να δηλώσει κάτι διαφορετικό), είναι μονοδιάστατοι και σχηματικοί. Όμως ο ήχος κάθε σφαίρας μοιάζει σαν να σκίζει κάθε φορά την οθόνη, με κορυφαία δράση -ειδικά στην αγωνιώδη σεκάνς με τον Τζέσι Πλέμονς ως ψυχωτικό “πατριώτη” και το τρίτο μέρος στην Ουάσινγκτον- και ένα ταιριαστό soundtrack με τραγούδια από Skid Row, Suicide και De La Soul και ορχηστρικά κομμάτια από δύο Portishead. Αλλά η πραγματική μουσική της ταινίας είναι άλλη: κάθε κρότος αντισταθμίζεται αμέσως από το “κλικ” της φωτογραφικής μηχανής, σε μια απάνθρωπη συμφωνία που μένει μετέωρη πριν το χειροκρότημα.