Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Σπύρος Ιακωβίδης: «Είμαι σίγουρος πλέον ότι το σινεμά δεν σπουδάζεται»

Black Stone: Ο δημιουργός της μαύρης κωμωδίας που έχει σαρώσει τα βραβεία κοινού και παίζεται τώρα στα θερινά, μιλάει για την ελληνίδα μάνα, την οικογένεια, το σινεμά και την κοινωνία.
Black Stone

Τον Σπύρο Ιακωβίδη τον γνώρισα στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Βερολίνου / The Greek Film Festival in Berlin, ακριβώς πριν την προβολή του Black Stone και χωρίς καλά καλά να ξέρω ότι είναι ο σκηνοθέτης του – το οποίο πήρε και το βραβείο της διοργάνωσης. Στο Q&A που ακολούθησε την προβολή, στην οποία γέλασα, δάκρυσα και μπήκα για τα καλά στο πετσί της, όπως και άλλοι γύρω μου, τον ρώτησα γιατί σε μια τόσο ελληνική ταινία, σε μια ταινία που βλέπουμε φάτσα κάρτα (για να το πω πιο λαϊκά) την ελληνίδα μάνα (μας), την ελληνική οικογένεια (μας) και τον ελληνικό μικρόκοσμό μας, έβαλε αγγλικό τίτλο, αντί του τόσο γνώριμου και οικείου μας “μαύρη πέτρα” που θα την αντιπροσώπευε πλήρως: «Νιώθαμε ότι αν βάζαμε τον τίτλο στα ελληνικά, «Μαύρη Πέτρα», θα ακουγόταν πολύ βαρύς και ίσως να προϊδέαζε τον θεατή ότι η ταινία θα είναι ένα βαρύγδουπο δράμα. Οπότε είπαμε να το ελαφρύνουμε λίγο, με μια ελαφριά σατιρική διάθεση που άλλωστε ταιριάζει, κάνοντάς τον “Black Stone”», απάντησε.

Και είχε δίκιο. Το κατανόησα πλήρως τη δεύτερη φορά που είδα την ταινία, καθώς αν και είχα απομακρυνθεί από την έκπληξη που μου προκάλεσε η πρώτη, κατάφερε πάλι να με πάρει μαζί της. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει ήδη πίσω της τέσσερα βραβεία κοινού και σίγουρα θα ακολουθήσουν και άλλα. Το Black Stone που ο δημιουργός αφιερώνει στην μητέρα του Όλια, την οποία, καταλαβαίνω, αγαπούσε βαθιά, είναι -πριν από όλα τα άλλα θετικά του- ειλικρινές, τίμιο, από καρδιάς κυριολεκτικά φτιαγμένο, λέει έξω από τα δόντια όσα θέλει να πει και κυλάει σαν νεράκι παίρνοντάς σε μαζί του. Γεμάτο υποβόσκουσα τρυφερότητα και αγάπη, γεμάτο πηγαίο χιούμορ και αληθινή συγκίνηση, ρεαλιστικό όπως η κάθε μέρα μας αλλά και με κάποια διόλου αμελητέα σουρεάλ ψήγματα που απογειώνουν την κρυμμένη του “τρέλα”, καταφέρνει να σε κάνει να νιώσεις ότι είσαι κι εσύ μέσα σε εκείνο το σπίτι όπου συμβαίνουν πολλά από όσα συμβαίνουν σε μια μικροαστική οικογένεια που αγωνιά να επιβιώσει. Μια οικογένεια όπου η μάνα, η Χαρούλα, έχει αναλάβει θέλοντας και μη τα ηνία μετά τον θάνατο του άντρα της. Μην ξέροντας να κάνει κάτι άλλο στη ζωή της πέρα από το να είναι μάνα και νοικοκυρά, ασχολείται με την προστασία και φροντίδα του ανάπηρου γιου της Λευτέρη και στηρίζεται για τα προς το ζην στον μεγαλύτερο, δημόσιο υπάλληλο, Πάνο που ξαφνικά όχι μόνο εξαφανίζεται και τον αναζητά, αλλά μαθαίνει ότι κατηγορείται και για απάτη.

Η Ελένη Κοκκίδου σε μία εκπληκτική ερμηνεία –που έχει ήδη βραβευτεί και φυσικά είναι υποψήφια στα επικείμενα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (ΕΑΚ)- δίνει αυτήν την μάνα που έχουμε δει, ακούσει, συναναστραφεί, χιλιάδες φορές στη ζωή μας. «Με τα σεμεδάκια και τα πορσελάνινα», όπως λέει, κάποια στιγμή, ο Πάνος. Αλλά είναι και όλοι οι υπόλοιποι – ο Julio Γιώργος Κατσής, στον ρόλο του ανάπηρου Λευτέρη, ο Αχιλλέας Χαρίσκος, στον ρόλο του Πάνου, ο Kevin Zans Ansong (που τον ξέρουμε ως Νέγρο του Μοριά) σε πολύ ενδιαφέρον ερμηνευτικό ντεμπούτο, στον ρόλο του ταξιτζή που βοηθάει τη Χαρούλα να βρει τον γιο της, – που βάζουν το δικό τους μαύρο λιθαράκι για να κτιστεί τόσο απολαυστικά η μαύρη πέτρα. Η “πέτρα” που κάτω από τη μαυρίλα του σκληρού υλικού της κρύβει μια απαλή, σαν γούνα, καρδιά που τραγουδάει: «Αυτός ο κόσμος είναι αγάπη μου μικρός,/ μην περιμένεις τίποτα άλλο να μας δώσει. / Αυτός ο κόσμος είναι αγάπη μου μικρός,/ πολύ μικρός τόσο μικρός για να μας νιώσει…».

Black Stone

Ελένη Κοκκίδου, Γιώργος Κατσής στο Black Stone.

Γυρισμένο σε στυλ ντοκιμαντέρ, «ψευδο-ντοκιμαντέρ» όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, το Black Stone κινείται σε τρία επίπεδα – και αν είναι η μάνα στη βιτρίνα του, είναι η οικογένεια και η κοινωνία από κάτω. Όταν το είδα δεύτερη φορά – καθώς την πρώτη επικεντρώθηκα στο πρόσωπο της μάνας, τόσο έντονο και σαρωτικό-, συνειδητοποίησα πόσο “χτυπάει” το σαθρό οικοδόμημα του συστήματος της ελληνικής κοινωνίας, από το ολέθριο Δημόσιο σύστημα ως την καχυποψία και τον κρυφορατσισμό μας απέναντι στον “ξένο”, πόσο την ξεγυμνώνει.

Γεννημένος στο Λονδίνο, αλλά μεγαλωμένος στην Ελλάδα, ο Σπύρος Ιακωβίδης ξαναγύρισε στη βρετανική πρωτεύουσα για σπουδές κινηματογράφου. «Ο πατέρας μου εργαζόταν εκεί πολλά χρόνια, ήταν “βρετανοτραφής”, πηγαίναμε συχνά, έχουμε συγγενείς, είναι λίγο σαν δεύτερο σπίτι μου το Λονδίνο. Σπούδασα εκεί και αφού απέτυχα να βρω κάποια δουλειά σε ταινίες κι απλώς περνούσα επικίνδυνα καλά ξοδεύοντας πολύ περισσότερα χρήματα από αυτά που είχα» γελάει, «αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα και να δουλέψω στο σινεμά. Παράλληλα, γράφτηκα στην σχολή Σταυράκου για να έχω τη δυνατότητα να κάνω κάποιες μικρού μήκους», λέει όλο ζωντάνια, μεταμεσονύχτιες ώρες στο Βερολίνο μετά την προβολή της ταινίας, καθώς τρώμε γερμανικό junk food παρέα με τη σύντροφό του -την διαρκώς χαμογελαστή, παρά το τραυματισμένο, τότε, πόδι της και την πατερίτσα- Δάφνη και άλλους κινηματογραφιστές, κάτω από τις επικές ηλεκτρονικές μουσικές της καντίνας του τρομερού 70άρη που μας σερβίρει!   

Τον ξαναβρίσκω στην Ελλάδα πριν λίγο καιρό, ενώ η ταινία ήδη παίζεται στα θερινά, πάει πολύ καλά παρά τις βροχές και τις καταιγίδες και μπαίνει πλέον στην τρίτη εβδομάδα της, παίρνοντας πάλι το κοινό μαζί της. Σε λίγες μέρες μάλιστα κι ενώ θα προβάλλεται ακόμη, αναμένεται η τελετή των βραβείων Ίρις της ΕΑΚ όπου είναι υποψήφια για επτά διακρίσεις. Κι αν είναι κάτι που μου έμεινε πιο πολύ από όλα όσα είπαμε, μαζί με αυτό το έντονα θετικό vibe και το φωτεινό χαμόγελο του Σπύρου Ιακωβίδη, είναι μια μεγάλη κουβέντα: «Είμαι σίγουρος πλέον ότι το σινεμά δεν σπουδάζεται αλλά μαθαίνεται εμπειρικά. Αυτό που σου προσφέρουν οι σπουδές είναι ένα δημιουργικό περιβάλλον, πολλά ερεθίσματα και η δυνατότητα να κάνεις κάποιες ταινίες και να μάθεις από αυτές».

Σπύρος Ιακωβίδης

O Σπύρος Ιακωβίδης

Πώς γεννήθηκε το Black Stone;

Δύο αφορμές είχα για να κάνω αυτή την ταινία: Η πρώτη ήταν ο χαρακτήρας της κλασικής Ελληνίδας μάνας και το τεράστιο αποτύπωμά της στην ελληνική κοινωνία. Ανέκαθεν παρατηρούσα αυτόν τον χαρακτήρα και ήθελα να τον εξερευνήσω, να προσπαθήσω να τον καταλάβω. Πάντα ένιωθα ότι κανείς δεν τον έχει πιάσει πραγματικά, είναι ένα ταμπού, μία ιερή αγελάδα που κανείς δεν την εξερευνά βαθιά. Σκέφτηκα ότι είναι μία μεγάλη πρόκληση. Η δεύτερη ήταν ότι ήθελα να πω μια τραγική ιστορία μέσα από ένα σατιρικό ψευδο-ντοκιμαντέρ (mockumentary). Με ενδιαφέρει πολύ το κωμικοτραγικό, ο συνδυασμός του δράματος με το χιούμορ, τη σάτιρα, πιστεύω ότι και η ζωή είναι κωμικοτραγική και αυτή η παράξενη αντίφαση είναι που την κάνει τελικά και τόσο όμορφη.

Υπήρχαν κάποια προσωπικά βιώματα που μπήκαν στο σενάριο;

Παρόλο που η μητέρα μου δεν ήταν μια κλασική Ελληνίδα μάνα, ήταν Ελληνογαλλίδα και περισσότερο Γαλλίδα, η ταινία είναι βαθειά προσωπική με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα το τρίγωνο της μάνας με τους δύο γιούς. Μεγάλωσα σε ένα παρόμοιο τρίγωνο με κοινές καταστάσεις, όπως η απουσία του πατέρα και πολλά ακόμη που έχουν βγει από τα βιώματά μου στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 9 χρονών, μια τεράστια απουσία στη ζωή μου.

Ελληνίδα Μάνα. Θεωρείς πώς η υπερπροστατευτική παρουσία της πνίγει τα παιδιά, δεν τα αφήνει να αναπνεύσουν; Στην ταινία κάθε άλλο παρά την δικαιολογείς τελικά, ενώ αφήνεις να εννοηθεί πώς πέρα από την αγάπη υπάρχουν και άλλοι λόγοι που αναζητά τον χαμένο γιο της που τους συντηρεί… Δικαιούνται οι γονείς να απαιτούν από τα παιδιά τους να τους βοηθούν, όταν αυτά ενηλικιωθούν, και να στηρίζονται πάνω τους;

Πιστεύω ότι σε όλες τις οικογένειες υπάρχουν ρόλοι οι οποίοι δίνονται και παίρνονται, περισσότερο υποσυνείδητα, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η επιβίωση ενός σύνθετου οικογενειακού συστήματος. Η Χαρούλα, η μάνα, όντας χήρα και μη μπορώντας να συντηρήσει την οικογένειά της, δίνει στον πρωτότοκο γιο τον ρόλο του συζύγου/συντρόφου, δηλαδή αυτού που συντηρεί οικονομικά την οικογένεια, και στον μικρότερο γιο τον ρόλο του ανήμπορου παιδιού, για να διατηρήσει τη μητρική της ταυτότητα. Όλα αυτά δεν τα κάνει από συμφέρον, αλλά από ένα ιδιαιτέρως ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης, το ίδιο ένστικτο με το οποίο επιβίωσαν τόσες και τόσες Χαρούλες από προγενέστερες γενιές μέσα σε σκληρές πατριαρχικές κοινωνίες. Ο πρωτότοκος γιος αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο, ενώ ο μικρότερος στην ουσία κάνει την απόλυτη πράξη αυτοθυσίας, για να μπορεί διατηρήσει η μητέρα του τη μητρική της ταυτότητα, τον ρόλο της. Μέσα από αυτούς τους ρόλους γίνεται υποσυνείδητα μια άτυπη συμφωνία μεταξύ όλων των μελών, στον βωμό της επιβίωσης του σχήματος. Μέχρι τη στιγμή που ο στυλοβάτης πρωτότοκος σπάει την συμφωνία και εγκαταλείπει το σχήμα με πολλαπλές συνέπειες, καλές και κακές, για όλους. Αυτό είναι και το what if αυτής της ιστορίας, έτσι χτίστηκε ολόκληρη η ταινία.

“Μπορείς να δραπετεύσεις ποτέ τελικά από την ελληνική οικογένεια;”, αναρωτιέται το trailer. Yπάρχουν, πιστεύεις, πολλά μυστικά και ψέματα ανάμεσα στα μέλη της;

Το ζήτημα δεν είναι αν μπορείς να δραπετεύσεις από την ελληνική οικογένεια, αλλά πώς μπορεί η ελληνική οικογένεια να αλλάξει και να λειτουργεί λιγότερο ασφυκτικά, υποστηρίζοντας τα μέλη της μέσα από την ανεκτικότητα, την ελευθερία και τον σεβασμό στις προσωπικές επιλογές. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπήρχε η ανάγκη να δραπετεύσει κανείς. Μυστικά και ψέματα υπάρχουν σε όλες τις οικογένειες, το πρόβλημα είναι όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί ώστε να βγαίνουν στην επιφάνεια, με αποτέλεσμα να μένουν κρυμμένα σαν σκελετοί στην ντουλάπα.

Πέρα από την οικογένεια, καθρεφτίζεις και το σαθρό ελληνικό οικοδόμημα. Πόσο “πίσω” και έρμαιο των μέσων, οικογενειοκρατιών, παραδόσεων κλπ. σου φαίνεται η ελληνική πραγματικότητα στον 21ο αιώνα; Ακόμη κρατάει γερά αυτή η κολόνια ή επιτέλους έχει αρχίσει να “πνέει τα λοίσθια”; 

Η ελληνική κοινωνία είναι στην καρδιά της βαθειά συντηρητική, φοβική και καχύποπτη. Δεν εμπιστεύεται την εξουσία, το κράτος. Η ελληνική οικογένεια ήταν και είναι ανέκαθεν η απόλυτη προστασία απέναντι σε όλα αυτά και λειτουργεί πάντα με κίνητρο την επιβίωση. Όμως ο κόσμος αλλάζει και μαζί του οι κοινωνίες – κατά συνέπεια αλλάζει και η ελληνική κοινωνία και αυτό είναι καλό. Αλλάζει αργά αλλά σταθερά και εξελίσσεται, παρόλο που ο Έλληνας φοβάται τις αλλαγές, αντιστέκεται, νιώθει ανασφάλεια και γραπώνεται στα κεκτημένα του, δηλαδή σε αυτά που γνωρίζει. Είναι απολύτως φυσιολογική η συμπεριφορά αυτή και εξηγείται ιστορικά και κοινωνιολογικά. Εγώ είμαι αισιόδοξος πάντως.

Τα τελευταία χρόνια, πολλές ελληνικές ταινίες ασχολούνται με το θέμα «ελληνική οικογένεια» και γενικώς «οικογένεια». Αρκετές την σατιρίζουν ή την αποδομούν, άλλες δηλώνουν  πως πλέον οικογένεια δεν αποτελεί μόνο το πρότυπο «μαμά, μπαμπάς, παιδιά»…

Για μένα το πιο ενθαρρυντικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια πολλές ελληνικές ταινίες επιτέλους ασχολούνται με το σήμερα, τη νεοελληνική πραγματικότητα και ψυχή – και φυσικά την ελληνική οικογένεια. Για κάποιες δεκαετίες πολλοί από εμάς νιώθαμε ότι γινόντουσαν πολλές ταινίες που δεν μας αφορούσαν και δεν είχαμε από πουθενά να πιαστούμε. Αυτό άλλαξε με τον Γιάνναρη, τον Οικονομίδη, τον Λάνθιμο και άνοιξε ο δρόμος για αυτές τις ταινίες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μέρα που είδα το Σπιρτόκουτο… για μένα ήταν επανάσταση, ήταν σαν να πέθανε μια εποχή και να γεννήθηκε μια νέα, μου έδωσε τρομερή δύναμη και ενέργεια για το μέλλον.

Ποια η μεγαλύτερη δυσκολία και ποια η μεγαλύτερη χαρά που πήρες κάνοντας την ταινία; Τι θα σου μείνει αξέχαστο από την δημιουργία της;

Ήταν πολύ δύσκολο να κάνεις την ταινία μέσα στην καραντίνα, καθώς έπρεπε καθημερινά να κάνει τεστ όλο το συνεργείο και οι συντελεστές και αν έβγαινε έστω και ένας θετικός τα γυρίσματα σταματούσαν για μια εβδομάδα, γεγονός καταστροφικό για μια ταινία τόσο χαμηλού προϋπολογισμού όπως η δική μας. Ευτυχώς αυτό δεν συνέβη ποτέ. Η μεγαλύτερη δυσκολία λοιπόν, ήταν η ατελείωτη υπομονή που πρέπει να έχεις στα διάφορα στάδια ολοκλήρωσής της, όπως επίσης ο φόβος που βρίσκεται πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού σου, ότι μπορεί τελικά να καταφέρεις να την ολοκληρώσεις και να μη βρει ποτέ διανομή, να μην την επιλέξει κανένα φεστιβάλ και να μην τη δει κανείς, να μην πιάσει τόπο όλη αυτή η υπεράνθρωπη προσπάθεια. Αξέχαστες θα μου μείνουν οι σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ των ανθρώπων που δουλέψαμε μαζί για έναν κοινό σκοπό, όπως επίσης και οι πιο δύσκολες μέρες του γυρίσματος, οι μέρες που έπρεπε να υπερβούμε όλοι τους εαυτούς μας για να βγει η σκηνή.

Αχιλλέας Χαρίσκος, Black Stone

Αχιλλέας Χαρίσκος

Περίμενες όλα αυτά τα βραβεία; Όσο κι αν το χάρηκες, σε άγχωσαν ίσως για το επόμενο βήμα;

Ειλικρινά δεν περίμενα κανένα βραβείο, ένιωθα ότι είχαμε κάτι καλό στα χέρια μας αλλά ποτέ όλα αυτά τα βραβεία και κυρίως δεν περίμενα ποτέ την απίστευτη ανταπόκριση από το κοινό. Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πραγματικά πέσαμε από τα σύννεφα όταν ακούσαμε το όνομα της ταινίας στα βραβεία! Το επόμενο βήμα σίγουρα με αγχώνει, διότι τώρα έχει μπει ψηλότερα ο πήχης και η πρώτη ταινία είναι πάντα πολύ προσωπική από τη φύση της. Η δεύτερη δεν μπορεί να είναι τόσο προσωπική – άρα και αυτό είναι μια δυσκολία. Ο κανόνας για μένα είναι να ακολουθήσω τα ένστικτά μου πάλι και ότι βγει.

Ποιός είναι ο Ziad Semaan με τον οποίο συγγράφετε το σενάριο; 

Ο Ziad Semaan είναι Παλαιστίνιος αλλά γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ελλάδα μέχρι τα 20 του χρόνια. Μετά πήγε στον Καναδά και κατέληξε στο Λονδίνο όπου ζει και εργάζεται ως σεναριογράφος και είναι παντρεμένος με Ελληνίδα. Γνωριστήκαμε στο Λονδίνο όταν σπούδαζα και μετά βρισκόμασταν αραιά στην Ελλάδα ή στο Λονδίνο. Μετά τις μικρού μήκους ταινίες μου, ήμουν αποφασισμένος να μην γράψω το Black Stone μόνος μου. Ένα καλό σενάριο είναι το μεγαλύτερο εφόδιο για έναν σκηνοθέτη. Έτσι ξεκίνησα να ψάχνω σεναριογράφο. Μου πήρε ενάμιση χρόνο αυτό. Μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες, οι συγκυρίες με οδήγησαν στον Ziad με τον οποίο κολλήσαμε αμέσως. Δουλέψαμε το Black Stone εξ αποστάσεως για τέσσερα χρόνια και βάλε. Είναι απίστευτα ταλαντούχος και μου έλυσε τα χέρια. Αισθάνομαι ότι βρήκα τον άνθρωπό μου!

Γιατί επέλεξες ένα “ντοκιμαντερίστικο” στυλ για να κάνεις την ταινία; Επίσης, η μαύρη κωμωδία φαίνεται να σου ταιριάζει πολύΕίναι το αγαπημένο σου είδος;

Το ψευδο-ντοκιμαντέρ σου δίνει την ψευδαίσθηση του ρεαλισμού και της αληθοφάνειας. Δηλαδή, παρόλο που συνήθως ο θεατής ξέρει ότι βλέπει ένα ψεύτικο ντοκιμαντέρ, αν λειτουργεί η ταινία και τον τραβήξει μέσα της, ανεπαίσθητα αποδέχεται την ψευδαίσθηση ότι παρακολουθεί μια αληθινή ιστορία. Επίσης, χρησιμοποιώντας αυτό το είδος έχεις πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στο γύρισμα – και σκηνοθετικά αλλά και όσον αφορά τις ερμηνείες των ηθοποιών. Το δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο στην επιλογή του σατιρικού ψευδο-ντοκιμαντέρ είναι το χιούμορ, η σάτιρα. Πιστεύω ότι με το χιούμορ μπορεί κανείς να μιλήσει για τα πιο τραγικά θέματα χωρίς να χάνεται το βάρος. Ίσα ίσα που λόγω του χιούμορ γίνονται ακόμη περισσότερο προσβάσιμα στον θεατή – χιούμορ ίσον προσβασιμότητα γενικότερα στη ζωή. Αγαπώ το μαύρο χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, έχω μεγαλώσει με το βρετανικό χιούμορ, είναι βασικό μέρος της κουλτούρας μου. Και οι μικρού μήκους ταινίες μου έχουν ως κοινό παρανομαστή το μαύρο χιούμορ. 

Η μουσική παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ταινία, αν και δεν την “σκεπάζει”. Πώς επέλεξες τον Νέγρο του Μοριά να παίξει ρόλο πέρα από τα τραγούδια του;  

Λόγω της φόρμας του ψευδο-ντοκιμαντέρ επέλεξα να μην παίζει μεγάλο ρόλο η μουσική στην ταινία, με εξαίρεση το κομμάτι της Χαρούλας, το παλιό ελληνικό τραγούδι που ακούει στο ραδιόφωνο στην κουζίνα. Στην υπόλοιπη ταινία υπάρχει μουσική, αλλά η χρήση της γίνεται με οικονομία και όχι δραματουργικά. Δεν γνώριζα την ύπαρξη του Νέγρου του Μοριά και ούτε τη μουσική του. Έψαχνα να βρω έναν Ελληνοαφρικανό ταξιτζή και μια μέρα είδα μια φωτογραφία του στο ίντερνετ όπου φορούσε μια λευκή φανέλα και κρατούσε ένα κομπολόι και τότε ήξερα ότι αυτός είναι ο Μιχάλης της ταινίας. Γενικά λειτουργώ πολύ έτσι με το κάστιγκ, έχω ένα πολύ δυνατό ένστικτο και έχω μάθει να το εμπιστεύομαι. Το ίδιο συνέβη και με τον Γιώργο Κατσή στον ρόλο του Λευτέρη, είδα μια φωτογραφία του και ήμουν σίγουρος ότι αυτός είναι. 

Black StΟ Νέγρος του Μοριά στον ρόλο του ταξιτζήone:

Ο Νέγρος του Μοριά στον ρόλο του ταξιτζή

Γιατί άργησες τόσο να κάνεις την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου;

Οι λόγοι είναι κυρίως προσωπικοί. Η δημιουργικότητα για μένα είναι μια μεγάλη πάλη, παλεύω με την πίστη στον εαυτό μου, με τις ανασφάλειες μου και τελικά βγαίνει, αλλά βγαίνει δύσκολα. Συν του ότι με ενδιαφέρει πολύ να το κάνω καλά, να έχω ένα καλό σενάριο, να βρω τους σωστούς συνεργάτες, να βγει σωστά αυτό που έχω στο κεφάλι μου. Όλα αυτά παίρνουν πολύ χρόνο. Από την άλλη, χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθαν έτσι τα πράγματα και η ταινία έγινε τώρα, δεν θα είχε γίνει έτσι αν την είχα κάνει πριν δέκα ή είκοσι χρόνια, δεν θα είχα την ωριμότητα, την αντίληψη, τα βιώματα που έχω σήμερα. Ο καθένας έχει τον δικό του ρυθμό, την δική του ξεχωριστή πορεία και αυτό είναι πολύ όμορφο.

Τι ετοιμάζεις για το άμεσο μέλλον;

Ετοιμάζουμε την επόμενη ταινία με τον Ziad με τα ίδια θέματα: ελληνική οικογένεια, ελληνική πραγματικότητα και πάντα με συνδυασμό δράματος και χιούμορ. Επίσης γράφουμε και μια σειρά με βασικό θέμα το ελληνικό δημόσιο και με ένα twist τύπου Twilight Zone και Black mirror, με πολύ μαύρο χιούμορ!


Black Stone του Σπύρου Ιακωβίδη

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Σπύρος Ιακωβίδης / Σενάριο: Ziad Semaan, Σπύρος Ιακωβίδης / Διεύθυνση φωτογραφίας: Ανδρέας Λάσκαρης / Μοντάζ: Ιωάννα Πογιαντζή / Ήχος: Νίκος Έξαρχος / Παραγωγή: Steficon / Παραγωγοί: Μαρία Κοντογιάννη / Συμπαραγωγή: ΕΚΚ, ΕΚΟΜΕ, ΕΡΤ, Angry Intern Films / Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου / Σκηνικά: Δήμητρα Παναγιωτοπούλου / Μακιγιάζ: Αλεξάνδρα Μύτα / Πρωταγωνιστούν: Ελένη Κοκκίδου, Julio Γιώργος Κατσής, Αχιλλέας Χαρίσκος, Kevin Zans Ansong / 87’ / Ελλάδα, 2022

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.