Ένα παιχνίδι μεταξύ θεάτρου και δικαστικού συστήματος στήνει απολαυστικά ο Φρανσουά Οζόν στην κομεντί με στοιχεία νουάρ «Το Έγκλημά Μου», δίνοντας μια ταινία που ανοίγει ωραία την καλοκαιρινή σεζόν, έστω και εν μέσω προεκλογικής και εξεταστικής περιόδου.

«Σε αυτούς τους καιρούς συλλογικής κατάθλιψης ένιωσα την ανάγκη για χιούμορ και ελαφρότητα για να καταπολεμήσω τις σκληρές πραγματικότητες του παρόντος», λέει ο Γάλλος δημιουργός και μας μεταφέρει στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30 μέσα από μια ιστορία, δυστυχώς πάντα επίκαιρη στο πέρασμα των δεκαετιών και των αιώνων: ένας διάσημος παραγωγός επιχειρεί να κακοποιήσει την όμορφη, νεαρή και άφραγκη ηθοποιό Μαντλέν που καταφέρνει να ξεφύγει από τη χυδαία αγκαλιά του. Όμως ο παραγωγός βρίσκεται νεκρός και η αστυνομία ερευνώντας τον θάνατό του φθάνει στην πόρτα της Μαντλέν, θεωρώντας πώς είναι η τελευταία που τον είδε ζωντανό.

Παρά το γεγονός ότι είναι αθώα, η Μαντλέν, συμφωνεί με την κολλητή, συγκάτοικό της κι επίσης άνεργη δικηγόρο Πολίν, να ομολογήσει ότι τον σκότωσε σε αυτοάμυνα, θεωρώντας ότι η έκταση που θα πάρει η σκανδαλώδης υπόθεση θα την βοηθήσει, αφού αθωωθεί, να γίνει επιτυχημένη και διάσημη. Όπως και γίνεται! Μία νέα ζωή, μακριά από την μιζέρια και την φτώχεια, ξεκινάει για τα δύο κορίτσια, όμως τα πράγματα παίρνουν άλλες διαστάσεις από εκείνες που είχαν υπολογίσει…    

Βασισμένος στο θεατρικό έργο των Georges Berr και Louis Verneuil, ο Φρανσουά Οζόν κράτησε μεν την παρισινή ατμόσφαιρα του ‘30 αλλά προσάρμοσε την υπόθεση, όπως λέει, ώστε «να συμβαδίζει με σύγχρονα προβλήματα που έχουν σχέση με την εξουσία και την πολιτική των φύλων». Η ταινία «Το Έγκλημά Μου» αποτελεί την τελευταία πράξη της τριλογίας που εξερευνά τον πολυσύνθετο κόσμο των γυναικών, μετά τις «8 Γυναίκες» («8 Femmes»-2002) και «Potiche» (2010). Ταινίες που με όπλο το χιούμορ, καταφέρνουν να μιλήσουν για σοβαρά θέματα στον θεατή. Η αλήθεια είναι πως εδώ ο Οζόν κλείνει κι ένα μάτι παραπάνω στις γυναίκες, υποκλινόμενος στην ευστροφία, την τσαχπινιά αλλά και την πονηριά του πολύπλοκου μυαλού τους και παρουσιάζει κάπως ως αφελείς καρικατούρες τους άνδρες, αλλά σε μία κομεντί η υπερβολή επιτρέπεται…  

© Carole Bethue

Η 27χρονη πρωταγωνίστρια Nadia Tereszkiewicz (Νάντια Τερέσκιεβιτς), η “Μαντλέν” της ιστορίας, έχει ήδη πίσω της μια ολιγόχρονη αλλά βραβευμένη παρουσία στο κινηματογραφικό στερέωμα. Γεννημένη στις Βερσαλλίες, από Φινλανδή μητέρα και Πολωνό πατέρα, ξεκίνησε την πορεία της από τον χορό αλλά, στα 20 της, την κέρδισε η υποκριτική.

Έχοντας ξεχωρίσει μέσα από την ταινία «Forever Young» της Valeria Bruni Tedeschi, που συμμετείχε στο Διαγωνιστικό Τμήμα του περσινού φεστιβάλ των Καννών, και πήρε το φετινό βραβείο Cezar για την πιο υποσχόμενη ηθοποιό, αναδεικνύεται με αυτήν την ταινία διεθνώς στο πλατύ κοινό. Χαριτωμένη και εύστροφη, όμορφη και συμπαθέστατη, η νεαρή Νάντια μιλάει στην popaganda για την εμπειρία που αποκόμισε δουλεύοντας πλάι στον διάσημο σκηνοθέτη και στα αστέρια του γαλλικού κινηματογράφου που κοσμούν την ταινία με την παρουσία τους σε υποστηρικτικούς ρόλους, όπως η, εξαιρετική για άλλη μια φορά, Ιζαμπέλ Υπέρ. Tονίζει πως δεν ονειρεύεται να γίνει διάσημη όπως η “Μαντλέν”, αλλά να λάμψει με βάθος και ουσία στον ουρανό του σινεμά. Και εύχεται να παίξει κάποτε σε ταινία του Γιώργου Λάνθιμου!

Όταν είδατε την ταινία πρώτη φορά ήταν όπως την περιμένατε; Τι σας άρεσε περισσότερο από όλα;

Πραγματικά την απόλαυσα, όταν την είδα! Έχει πολύ γοργό ρυθμό, το ήξερα βέβαια ότι θα ήταν έτσι, φαινόταν από το γύρισμα, αλλά ήταν πιο γρήγορη και αστεία από εκείνο που περίμενα. Φοβόμουν πριν την δω η αλήθεια είναι, αλλά τελικά την χάρηκα, μου άρεσαν τα χρώματα, οι εικόνες, ανακάλυψα σκηνές που δεν ήξερα. Μου άρεσε πάρα πολύ στο τέλος, η σκηνή που παίρνω το χέρι της Ιζαμπέλ (Υπέρ) και βλέπω το βλέμμα της Ρεβέκκας (Μαρντέ) να μας κοιτάζει με τόση αγάπη. Παρακολουθώντας την ταινία αντιλήφθηκα όλη την αγάπη που βγάζει προς την Μαντλέν ο χαρακτήρας της Πολίν που ερμηνεύει η Ρεβέκκα. Όταν, για παράδειγμα, μου ψιθυρίζει τα λόγια που πρέπει να πω στο δικαστήριο, επιθυμώντας τόσο πολύ να πετύχει και να πείσει η απολογία μου. Δεν αντιλαμβανόμουν ξεκάθαρα όλα αυτά τα βλέμματα την ώρα που παίζαμε – νομίζω είναι πραγματικά συγκινητικό!

Πώς ήταν η εμπειρία να δουλεύετε με τον Φρανσουά Οζόν και τεράστια ονόματα όπως η Ιζαμπέλ Υπέρ ή ο Αντρέ Ντισολιέ;

Ο Φρανσουά Οζόν είναι καταπληκτικός! Τον αγαπούσα από μικρή ως σκηνοθέτη, είχα… χορέψει με τις «8 Γυναίκες». Ήταν απίστευτο που μου πρότειναν να δουλέψω σε αυτήν την ταινία, η οποία μάλιστα διαδραματίζεται στην δεκαετία του ’30. Ήταν ένα όνειρο! Λάτρεψα τον τρόπο που δουλεύαμε, από τη μια τόσο συγκεντρωμένο, από την άλλη τόσο ευχάριστο και παθιασμένο. Ο Φρανσουά Οζόν αγαπάει τους ηθοποιούς, κινηματογραφεί πίσω από την κάμερα, οπότε δημιουργεί απόλυτη οικειότητα. Από την άλλη, ήταν υπέροχο να βλέπεις πώς τον αγαπάει κι ο κάθε ένας ηθοποιός ξεχωριστά και με πόση χαρά και ταπεινότητα συγχρόνως, ερχόντουσαν όλοι στο πλατό.

Στην αρχή ένιωθα φοβισμένη που θα συνεργαζόμουν με τέτοια ονόματα, γιατί είναι τόσο  εντυπωσιακοί, μιλάμε για μυθικές προσωπικότητες στη Γαλλία. Όμως, την ίδια στιγμή, είναι αληθινά απλοί. Μια μέρα ο Αντρέ Ντισολιέ είπε: «κάθε ηθοποιός πάντοτε ξεκινά από το μηδέν, όταν διαβάζει ένα σενάριο». Αλλά του απάντησα «όχι δεν είναι έτσι, γιατί εσύ είσαι ο Ντισολιέ, δεν είναι το μηδέν αυτό!». Ήταν τόσο χαρούμενοι που ήταν μαζί, κι έπαιρναν μέρος σε αυτή την ιστορία. Πραγματικά το εκτιμώ, ήταν πολύτιμο που δούλεψα μαζί τους. Αποτελούν βαθιά έμπνευση για μένα, δεν ήταν απλώς δουλειά, πέρασα φανταστικά!

© Carole Bethue

Με την Ιζαμπέλ Υπέρ συγκεκριμένα, και πάλι συναρπαστική στο ρόλο που ερμηνεύει, πώς νιώσατε;

Ώ, η Υπέρ είναι αληθινή έμπνευση, είναι η μεγαλύτερη ηθοποιός που υπάρχει! Την είδα χθες στο θέατρο, σε ένα έργο του Μπομπ Γουίλσον (σ.σ. «Mary Said What She Said»,  μονόλογος της Μαρίας Στιούαρτ πριν τον θάνατό της). Νομίζω είναι η Ιζαμπέλ και… οι άλλοι! Λάτρεψα τη συνεργασία μαζί της, είναι πολύ απλή στη δουλειά και δεν είχα ιδέα ότι είναι τόσο αστεία! Δουλεύει σκληρά και δεν το δείχνει ποτέ. Μια μέρα είπε ότι δεν νιώθει ποτέ πως δουλεύει, και αυτό είναι καταπληκτικό γιατί αγαπάει τόσο πολύ αυτό που κάνει. Και συγχρόνως ενδιαφέρεται για ό,τι κάνουν οι υπόλοιποι -ενδιαφέρθηκε για την κουλτούρα μου και την γλώσσα μου… Είναι αληθινή έμπνευση, ξαναλέω!

Είστε κόρη Φινλανδής μητέρας και Πολωνού πατέρα, που γεννηθήκατε στη Γαλλία. Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν για εσάς ως παιδί να ενταχθείτε στη γαλλική κοινωνία;

Ο πατέρας μου είναι στην ουσία Γάλλος, καθώς γεννήθηκε και ο ίδιος στη Γαλλία. Οι παππούδες μου ήταν Πολωνοί. Η μαμά μου όμως είναι Φινλανδή, ήρθε στα 30 της στη Γαλλία και με μεγάλωσε κυριολεκτικά σαν να ήμουν στην Φινλανδία! Διάβαζα στα φινλανδικά, η τηλεόραση ήταν στα φινλανδικά, τρώγαμε την ώρα που τρώνε στη Φινλανδία, στις 5 το απόγευμα. Ακριβώς σαν να ήμασταν εκεί! Είμαι επίσης Λουθηρανή, λόγω της φινλανδικής κουλτούρας. Δεν ένιωσα ποτέ μόνο Φινλανδή ή μόνο Γαλλίδα. Δεν αισθάνομαι Πολωνέζα όμως, γιατί δεν ξέρω Πολωνικά. Νιώθω πως το Παρίσι είναι η πατρίδα μου, βρήκα το μέρος μου σε αυτήν την πόλη, οι άνθρωποι με δέχθηκαν όπως είμαι. Όμως νιώθω πως τα φινλανδικά είναι η συναισθηματική μου γλώσσα. Είναι η γλώσσα που σκέπτομαι.

Nadia Tereszkiewicz. Δύσκολο επίθετο. Σκεφθήκατε ποτέ να το αλλάξετε σε ένα πιο “καλλιτεχνικό” που θα βοηθούσε ίσως περισσότερο στη διεθνή σας πορεία;

Όχι, δεν θέλω καθόλου να αλλάξω το επώνυμό μου. Προφέρεται Τερέσκιεβιτς. Αν είναι δύσκολο για τον κόσμο να το πει, προτιμώ να αλλάξω τη δουλειά μου! Είναι το όνομα του παππού μου, δεν το αλλάζω.

Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στον ρόλο σας; Έχετε κάποια κοινά στοιχεία με την “Μαντλέν” που υποδυθήκατε, πέρα από το γεγονός ότι είστε και οι δύο ηθοποιοί;

Το μεγάλο όνειρο της “Μαντλέν” είναι να είναι αληθινά μεγάλη ηθοποιός, με την ουσιαστική έννοια, κι αυτό αποτελεί το κοινό μας στοιχείο. Προσωπικά δεν νομίζω ότι ονειρεύομαι την επιτυχία, όπως εκείνη, οπότε διαφέρουμε σε αυτό. Είναι αυθόρμητη, παρορμητική, δεν σκέπτεται πολύ, αρπάζει την ευκαιρία, λέει ψέματα. Νομίζω ότι έχω πολλά πολλά τρωτά στον χαρακτήρα μου αλλά δεν είμαι χειριστική όπως εκείνη. Αγαπώ όμως το χιούμορ της και το “κόλλησα” λίγο. Έχει μια ειρωνεία που μου αρέσει.

H μεγάλη δυσκολία και πρόκληση που αντιμετώπισα στον ρόλο μου, ήταν η γλώσσα! Γιατί μιλούσαμε μια άλλη γλώσσα, «λογοτεχνική». Δεν ήταν εύκολο αυτό. Έπρεπε να δουλέψω πολύ με την άρθρωση και να το κάνω, εννοείται, πριν πάμε γύρισμα. Επίσης ήταν δύσκολη η «χορογραφία», ο ρυθμός που έπρεπε να ακολουθούμε.

Θα σας άρεσε να ζούσατε στην εποχή που διαδραματίζεται η ταινία, στη δεκαετία του ’30;

Όχιιι! Με τίποτα. Οι γυναίκες τότε δεν είχαν δικαιώματα. Ακόμη βέβαια έχουμε πολλά να κάνουμε, αλλά τα πράγματα ευτυχώς έχουν αλλάξει.

Πιστεύετε ότι ακόμη σήμερα στον 21ο αιώνα οι γυναίκες πρέπει να παλέψουμε πολύ διεκδικώντας τα δικαιώματά μας, πέρα από όσα έχουμε πετύχει;

Ναι, βέβαια! Δεν μπορώ να πω πως δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα, είμαστε σε μια γενιά που τα πράγματα διαρκώς αλλάζουν, οι γυναίκες έχουν όλο και περισσότερη δύναμη, μπορούν να μιλούν και να εκφράζουν τους εαυτούς τους. Αλλά είναι γεγονός, η ανισότητα είναι ακόμη εδώ…

Νομίζω πως μέσω του σινεμά, μπορείς να καταδείξεις με έναν πολιτικό τρόπο θα έλεγα, τόσο τα προβλήματα όσο και την πολυπλοκότητα των γυναικών και μέσω αυτού να θέσεις ερωτήματα, όχι απλώς να πεις αν είναι καλό ή κακό κάτι. Νιώθω πως βρισκόμαστε σε εποχή αλλαγών – και ευτυχώς! Για παράδειγμα εγώ έχω την δυνατότητα να μπορώ να επιλέγω. Και επιθυμώ να επιλέγω σκηνοθέτες που θέτουν ερωτήματα για τα θέματα κυριαρχίας των φύλων, για τα θέματα των σχέσεων στην κοινωνία μας. Στην ταινία γελάς με κάποια πράγματα που γίνονται γιατί είναι μια κωμωδία που διαδραματίζεται στη δεκαετία του ’30. Δεν θα γέλαγες μάλλον όμως αν εξακολουθούσαν να συμβαίνουν σήμερα, δεν θα ήταν αστείο…

Έχετε σκεφθεί ποτέ πώς θα αντιδρούσατε αν σας τύχαινε να ζήσετε ένα τέτοιο περιστατικό σεξουαλικής επίθεσης, όπως η “Μαντλέν” στην ταινία;

Αν κάποιος μου το έκανε αυτό, φυσικά θα το έλεγα, φυσικά θα αμυνόμουν και φυσικά θα υπεράσπιζα τον εαυτό μου με κάθε τρόπο, αυτό είναι σίγουρο. Δεν ξέρω πόσο μακριά θα μπορούσα να φθάσω, δεν είμαι η “Μαντλέν”. Εύχομαι να μην μου τύχει ποτέ τέτοια κατάσταση. Αλλά αν μου τύχαινε θα υπερασπιζόμουν τον εαυτό μου ως εκεί που δεν παίρνει. Βέβαια δεν έχω το “κουράγιο” να σκοτώσω, οφείλω να πω…

Κινηματογράφος ή θέατρο; Τι βρίσκεται περισσότερο στην καρδιά σας;

Μου πρότειναν να παίξω στο θέατρο φέτος, αλλά πιστεύω πως αυτό το διάστημα θέλω να συγκεντρωθώ στο σινεμά. Το αγαπώ τόσο βαθιά και εύχομαι μέσω αυτού να μπορώ να ταξιδεύω συνέχεια, να μου δοθεί η ευκαιρία να ανακαλύψω άλλες χώρες. Ονειρεύομαι να παίξω ωραίους ρόλους, να ταξιδεύω και να συναντώ ανθρώπους. Θα ήθελα πολύ να δουλέψω σε διάφορες χώρες στην Ευρώπη. Είναι ένας τρόπος να γνωρίζεις άλλες κουλτούρες, γλώσσες, πολιτισμούς, παραδόσεις. Και είναι πολλοί οι σκηνοθέτες άλλων χωρών που θα ήθελα να δουλέψω μαζί τους. Στην Ελλάδα, το όνειρό μου είναι να δουλέψω με τον Γιώργο Λάνθιμο!

Το σινεμά βρίσκεται σε κρίση. Οι πλατφόρμες νικούν την μεγάλη οθόνη. Είστε μια νέα ηθοποιός, ένας νέος άνθρωπος. Ποια η γνώμη σας για το θέμα; Προτιμάτε να παρακολουθείτε μια ταινία στη μεγάλη οθόνη ή στο laptop σας;

Πρώτα από όλα θέλω να πω πως νομίζω ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα. Αυτόν τον μήνα είχαμε στη Γαλλία το καλύτερο άνοιγμα από τότε που ξεκίνησε η πανδημία! Oπότε το σινεμά ξαναγυρίζει, ο κόσμος ξαναμπαίνει στους κινηματογράφους.

Νομίζω πως η εμπειρία του να πηγαίνεις στην αίθουσα δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτα, είναι κάτι πραγματικά πολύτιμο! Το λατρεύω το σινεμά. Υπήρχε ένας κινηματογράφος εδώ στη Γαλλία που πήγαινε να κλείσει και οι άνθρωποι αγωνιζόντουσαν να τον κρατήσουν ανοιχτό, και για να το πετύχουν ξυπνούσαν και πήγαιναν από τις 6 το πρωί και στέκονταν σε ουρά – 200 άτομα ουρά στις 6 το πρωί!- και καθόντουσαν και περίμεναν να μπουν να δουν ταινία της Κατρίν Ντενέβ, έτσι ώστε να σώσουν το σινεμά. Βέβαια, είμαι στο Παρίσι και το Παρίσι είναι η πόλη του σινεμά. Αλλά πιστεύω πως οι άνθρωποι θα καταλάβουν πόσο χρειαζόμαστε τους κινηματογράφους.

Φυσικά δεν λέω όχι στις πλατφόρμες, γιατί πιστεύω πως πρέπει επίσης να αποδεχθούμε ότι τα πράγματα αλλάζουν. Το πιο σπουδαίο πράγμα είναι να έχουν θέαση οι ταινίες. Έτσι αν υπάρχουν ταινίες στις πλατφόρμες και ο κόσμος τις βλέπει με αυτόν τον τρόπο, και αυτό επίσης καλό είναι.

Απλώς ελπίζω να υπάρχει πάντοτε το σινεμά, όπως ελπίζω και οι πλατφόρμες να παίζουν όλα τα είδη κινηματογράφου επίσης. Να υπάρξει ισορροπία. Μου αρέσει να βλέπω μια ταινία στο κρεβάτι μου το βράδυ όταν είμαι κουρασμένη, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα σταματήσω να πηγαίνω στο σινεμά. Είναι, κυριολεκτικά, εμμονή. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα όλο αυτό που συνέβη με τον κορωνοϊό, τότε που δεν μπορούσαμε να μπούμε στην αίθουσα…

«ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΜΟΥ» / «MON CRIME»
Στους κινηματογράφους
Σκηνοθεσία: François Ozon  / Παίζουν: Nadia Tereszkiewicz, Rebecca Marder, Isabelle Huppert, Fabrice Luchini, Dany Boon, André Dussollier, Félix Lefebvre
Παραγωγή: Mandarin & Compagnie (Mandarin Productions Cinéma & Télévision), Foz, Gaumont, France 2 Cinéma, Playtime Productions, Scope Pictures