Βόλτα Με Τον Μολιέρο (Alceste à Bicyclette) *****
Γαλλία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Philippe Le Guay
Πρωταγωνιστούν: Fabrice Luchini, Lambert Wilson, Maya Sansa
Διάρκεια: 104’
Δύο παλιοσειρές Γάλλοι ηθοποιοί θα ξαναβρεθούν μετά από χρόνια. Ο Gaulthier ακολουθεί σταθερά ανοδική πορεία πρωταγωνιστώντας σε μια πασίγνωστη σαπουνόπερα, ενώ ο Serge αποφάσισε να αποσυρθεί από την ηθοποιία και πλέον ακολουθεί τη ζωή του ερημίτη στην επαρχία. Ο Gaulthier ανεβάζει στο θέατρο το Μισάνθρωπο του Μολιέρου και θέλει ο παλιόφιλός του να παίξει το δεύτερο ρόλο. Οι αντίθετες προσωπικότητές τους θα τους οδηγήσουν σε έντονες συγκρούσεις και διάφορα ευτράπελα που θα τους κάνουν να ξανασκεφτούν τη ζωή τους. Ευχάριστη κομεντί, με ξεκάθαρο κωμικό χαρακτήρα και έντονες τις αποχρώσεις (και τις πιο μαύρες) του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα.
Το Βόλτα με τον Μολιέρο, αν και βασισμένο στη φιλοσοφία του Μολιέρου, δεν είναι μια ταινία που θα γίνει άμεσα κατανοητή από το ελληνικό κοινό. Και αυτό επειδή η γαλλική κουλτούρα, το χιούμορ, η αισθητική και η φλυαρία του δεν είναι προσιτή, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε το πώς τείνει η κομεντί να αποκρυσταλλωθεί στη συνείδηση των θεατών. Μπορεί πριν δύο χρόνια οι Άθικτοι να έγιναν μεγάλο χιτ στα καθ’ ημάς, μα αυτό έγινε επειδή η ιστορία που πραγματευόταν ήταν οικουμενικού χαρακτήρα. Όχι και στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως.
Η ταινία ιδιοποιείται το έντονο μαύρο χιούμορ του Μισανθρώπου και το φιλτράρει με τρόπο τέτοιο ώστε ο μη ψυλλιασμένος να μην καταλαβαίνει πλήρως που περίπου θέλει να κινηθεί. Αν θέλει να είναι μια ταινία για τη φιλία ανάμεσα σε δύο ιδιότροπους, εκκεντρικούς μεσήλικες νάρκισσους (που εν μέρει είναι), για τις δεύτερες ευκαιρίες στη ζωή (έχει και απ’ αυτό) ή μια ταινία που αφορά στο γνώθι σαυτόν με ανησυχητική ροπή προς την αποξένωση και τη μοναξιά. Αν δεν κατέχει από το θεατρικό γράψιμο του Γάλλου θεατρικού, δε θα ασπαστεί ούτε το στυλ των διαλόγων μα ούτε και το σκεπτικό της.
Στα καθαρά κινηματογραφικά χαρακτηριστικά της, όταν αφήνει στην άκρη την ολικά γαλλική ιδιοσυγκρασία, φανερώνει τα γνώριμα στοιχεία της γαλλικής κωμωδίας. Πολυλογία (όχι απαραίτητα κάτι το αρνητικό), υπέρμετρη αισθαντικότητα στο παίξιμο, όμορφη φωτογραφία με συναισθηματικό περιεχόμενο, μετρημένη έμφαση στη λεπτομέρεια, μα κυρίως, αυτό το χιούμορ που ή λάτρεις θα βρει ή ταγμένους εχθρούς. Ακροβατώντας κάπου μεταξύ λεκτικού, γλωσσοπλαστικού χιούμορ, σωματικής κωμωδίας και φαρσοκωμωδίας, θα αφήσει ένα μέρος του κοινού απόλυτα ικανοποιημένο και ένα άλλο να χασμουριέται περιμένοντας να δει αν θα γίνει κάτι αστείο. Η συναισθηματική αλλαγή του φινάλε, πάντως, γίνεται ευκόλως αντιληπτή και με αρκετά επιτυχημένα μέσα και η φωνή του Jimmy Fontana να τραγουδά το Il Mondo, αν και δεν έχει την ίδια γλυκύτητα με την αντίστοιχη χρήση που είχε στο About Time, την κάνει τη δουλειά της.
Για κάποιο λόγο μοιάζει σαν ένα πιο φινετσάτο μα όχι τόσο ικανό να μνημονευθεί, γαλλικό ξαδερφάκι του Withnail And I. Οι διάλογοι και τα ευτράπελα μεταξύ δύο συνομήλικων φίλων ηθοποιών είναι εκεί, μα τα λούμπεν στοιχεία έχουν αντικατασταθεί από τη μπουρζουάδικη χλιδή. Σαφώς και δε συγκρίνεται μαζί του, αλλά αξίζει μια ματιά από τους φίλους του γαλλικού κινηματογράφου και τους «εραστές» του Μολιέρου.
Wild Duck *****
Ελλάδα, 2012, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σακαρίδης
Πρωταγωνιστούν: Αλέξανδρος Λογοθέτης, Θέμις Μπαζακα, Γιώργος Πυρπασόπουλος
Διάρκεια: 88’
Ο Δημήτρης, ένας πρώην υπάλληλος μιας εταιρείας τηλεπικοινωνιών που είδε την επιχείρησή του να καταρρέει, καλείται να εξετάσει ένα σκάνδαλο υποκλοπών, το οποίο φαίνεται να έχει ως έδρα τη πολυκατοικία στην οποία εργαζόταν. Μια ένοικος που πάσχει από καρκίνο του τραβά την προσοχή, ενισχύοντας τις υποψίες του πως κάτι πιο επικίνδυνο υπάρχει πίσω από αυτήν την ιστορία. Οι αποκαλύψεις της έρευνάς του θα τον ταράξουν, προκαλώντας τον να νοιαστεί και για κάποιον άλλον εκτός του εαυτού του. Ανισομερής και όχι τόσο άμεση στο σκοπό που εξυπηρετεί, μα όταν λάμπει, δίνει τις καλύτερες εντυπώσεις.
Ο Γιάννης Σακαρίδης στην πρώτη μεγάλου μήκους απόπειρά του αφορμάται από το πεδίο του πολιτικού θρίλερ για να προχωρήσει σε ένα μάχιμο δράμα με κοινωνικές αιχμές. Δε χρησιμοποιεί περιστατικά επιστημονικής φαντασίας για να εκφράσει την καταγγελία του, μα περιστατικά που είναι απτά και αφορούν στον απλό άνθρωπο της καθημερινότητας και την αηδιαστική καταπάτηση των δικαιωμάτων του. Μα στην προσπάθεια να αφιερωθεί στις ψυχικές επιπτώσεις που τέτοιες πράξεις εξακολουθούν να έχουν στον πολίτη, χάνει το μέτρο και βυθίζεται στην περιπλοκή της χρήσης της εικόνας.
Μέχρι να φτάσουμε στο φινάλε, δεν είναι λίγες οι στιγμές που φλυαρούν άσκοπα υπερτονίζοντας το ήδη κατανοητό. Όταν κάτι γίνεται ξεκάθαρο (είτε η “πτώση” στο μηδέν, είτε η εσωτερική πάλη ανάμεσα σε συμφέρον και ηθική) μέσα σε ελάχιστες σκηνές και ο επόμενος χώρος μπορεί να καλυφθεί από την περαιτέρω ανάπτυξη των χαρακτήρων, οι επιπτώσεις της επανάληψης έχουν κόστος στο ρυθμό και την ποιότητα του νοήματος. Δύο χαρακτήρες που έχουν όλα τα φόντα να αγαπηθούν από το κοινό και αντ’ αυτού παραμένουν ομιχλώδεις και μερικώς συμπαθείς λόγω του περίπλοκου σεναρίου, δεν έχουν το κατάλληλο βάρος για να συμβολίσουν μια κατάσταση.
Αν σώζει κάτι την ταινία αυτή είναι η χρήση των λιτών και ουσιαστικών στιγμών, έξοχα φωτογραφημένων από τον Jan Foggel, οι οποίες και αμεσότητα έχουν μα και περιεχόμενο που σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν η βάση ενός αριστουργήματος. Το φινάλε, συγκεκριμένα, με το κορυφούμενο σασπένς και το συμπαγή ρυθμό είναι παράδειγμα προς μίμησιν για το σχεδιασμό ανάλογων σκηνών. Επιπλέον, οι καλλιτεχνικά άρτιοι συνδυασμοί εικόνας και ήχου, μα και οι αξιόλογες ερμηνείες του πρωταγωνιστικού καστ, δίνουν την απαραίτητη άφεση στην ανισομερή είσοδο του Σακαρίδη στα μεγάλου μήκους πλαίσια.
Για μια ακόμα φορά, το σενάριο είναι το πρόβλημα, αυτή τη φορά όχι με την “ανυπαρξία” και την προχειρότητά του, μα με την φλυαρία και τις ελλείψεις του. Αν ο δημιουργός καταφέρει να βρει τη γλώσσα του σε επόμενες προσπάθειες, είναι βέβαιο πως θα ξεχωρίσει. Σίγουρα, όμως, αξίζει τη στήριξη του κοινού.
Στην επόμενη σελίδα: Ανυπόφοροι Γείτονες & Η Άλλη Γυναίκα & Στο Νήμα