Στον έξοχο «Αστερισμό Ζωτικών Φαινομένων» (κυκλοφόρησε και στη γλώσσα μας το 2013), αναγνωρίσαμε στον Anthony Marra μια από τις σημαντικές λογοτεχνικές φωνές του νεαρού αιώνα μας. Στο πρώτο αυτό μυθιστόρημά του, ο Αμερικανός συγγραφέας βυθίζεται μέσα και συνοψίζει την ιστορία της ταλαιπωρημένης Τσετσενίας, με τρόπο που κανένας άλλος δεν έχει κάταφέρει.
Το πολυαναμενόμενο δεύτερο βήμα του ανοίγει τον φακό για να περιλάβει μια ευρύτερη εικόνα της αχανούς Ρωσίας, από το Λένινγκραντ του 1937 ως την Αγία Πετρούπολη του 2000. Υπάρχουν κι εδώ οι πολλές, χαρακτηριστικές του Marra, φιγούρες που συνοψίζουν τα στοιχεία της χώρας: ο λογοκριτής του Σοβιετικού καθεστώτος που πρέπει να αφαιρεί από πίνακες, φωτογραφίες και λοιπά αναμνηστικά τα ανεπιθύμητα πρόσωπα με τον αερογράφο και αποφασίζει να ζωγραφίσει στη θέση τους τον αδερφό του, η πρίμα μπαλαρίνα που ανεβάζει τη Λίμνη των Κύκνων σε ένα στρατόπεδο εργασίας, ο διευθυντής του Τουριστικού Γραφείου του διαλυμμένου από τον πόλεμο Γκρόζνι που φτιάχνει ένα μουσείο στο διαμέρισμά του, η καλονή από τη Σιβηρία που κερδίζει έναν διαγωνισμό ομορφίας, παντρεύεται έναν δισεκατομμυριούχο και γίνεται αστέρι του κινηματογράφου, μέχρι που μια λάθος κουβέντα της στα ΜΜΕ θα την ξαναστείλει στο χωριό της χωρίς τίποτα, οι νεαροί που γίνονεται μισθοφόροι, για να αποφύγουν την ανεργία και καταλήγουν να ζουν ως δούλοι των ανταρτών, ενώ θεωρούνται επίσημα νεκροί από το κράτος, η κοπέλα που πήγε ως «νύφη του internet» στις ΗΠΑ και γύρισε πίσω ταπεινωμένη, για να βρει τη μητέρα της να επιβιώνει, εξυπηρετώντας τους εμπόρους ναρκωτικών και ο συνεκτικός δεσμός των ιστοριών, ένας πίνακας του Πιορτ Ζαχάροφ-Τσετσένιετς, του μοναδικού Τσετσενικής καταγωγής ζωγράφου της Ρωσίας του 19ου αιώνα.
«Ο Τσάρος της Αγάπης και της Τέκνο» είναι δομημένος όπως μια μουσική κασσέτα, σαν αυτές που γράφαμε τη δεκαετία του ’90. Οι ιστορίες των πρωταγωνιστών τους μοιράζονται σε δύο «πλευρές», όπως τα τραγούδια, που αν και γραμμένα ξεχωριστά, στο τέλος αποτελούν ένα σύνολο που βαθαίνει το πεδίο. Μια τέτοια κασσέτα παίζει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, καθώς συνδέει ιστορίες και πρωταγωνιστές, χωρίς καν να την ακούσει αυτός για τον οποίον δημιουργήθηκε (Ο Marra έχει φτιάξει και μια τέτοια «κασσέτα» στο spotify, για να συνοδεύει το βιβλίο).
Ο Marra είχε ολοκληρώσει τις ιστορίες ως ξεχωριστά κείμενα όταν ολοκλήρωσε τον «Αστερισμό» και θέλοντας να συνεχίσει να δουλεύει πάνω σε αυτό που ξεκίνησε εκεί, αποφάσισε να ενώσει τις ιστορίες και να δημιουργήσει ένα δεύτερο βιβλίο. Όπως και στον «Αστερισμό», έχουμε και εδώ την επιτυχημένη χρήση αντικειμένων ως σημείων αναφοράς (ο πίνακας, η κασέτα, οι φωτογραφίες, η βαλίτσα, κλπ) που ενώνουν και προχωρούν την πλοκή. Έχουμε, επίσης, την πικρή αλλά και «μαγικά ρεαλιστική» καταγραφή της πορείας μιας χώρας που από σοσιαλιστικό όραμα έγινε πραγματική αυτοκρατορία (με όλα τα αναπόφευκτα παρελκόμενά) και μετά απλά κατέρρευσε, αφήνοντας πίσω της ένα απροσμέτρητο κενό ως το μόνο συνεκτικό όλων των συντριμιών στο τεράστιο σώμα της.
Το πλέον χαρακτηριστικό «εργαλείο» του Marra είναι η ικανότητά του να δημιουργεί χαρακτήρες που καταφέρνουν να επιβιώνουν μέσα σε απάνθρωπες καταστάσεις, όχι τόσο παλεύοντας αλλά αποδεχόμενοι την παράνοια και προσπαθώντας να βρουν κάτι από το οποίο θα κρατηθούν ώσπου να περάσει αυτό που λέμε ζωή.
Ικανότατος στη δομή, ο Marra μας προσφέρει κι εδώ, μέσα από τις πολύπλευρες προσεγγίσεις των ποικίλων χαρακτήρων του, μια πολύπλευρη ανάγνωση της Σοβιετικής και Ρωσικής ιστορίας του 20ου αιώνα. Ακόμα και για τον αναγνώστη που αφού λάτρεψε τον «Αστερισμό», περίμενε κάτι «περισσότερο» από κάτι που μοιάζει με συλλογή διηγημάτων, ο «Τσάρος» επιβεβαιώνει τις δυνατότητες του Marra.