Πριν από είκοσι δύο χρόνια, ένας νεαρός υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων μετακομίζει με τη σύζυγό του και την κόρη της, στη γενέτειρά της, την επαρχιακή πόλη του Σαν Κριστόμπαλ, στην καρδιά της τροπικής ζούγκλας, όπου του έχει ανατεθεί να διευθύνει το πρόγραμμα για την ενσωμάτωση των ιθαγενών πληθυσμών.
Ενώ προσπαθεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της ζωής του, στην πόλη εμφανίζονται πολλά παιδιά αγνώστων στοιχείων, τα οποία περιφέρονται στους δρόμους και επαιτούν. Με ηλικίες ανάμεσα στα εννιά και δεκατρία, βρώμικα και γεμάτα θράσος, τα παιδιά επικοινωνούν σε μια ακατανόητη γλώσσα και κανείς δεν γνωρίζει πού μένουν και πού εξαφανίζονται τα βράδια.
Καθώς παιρνούν οι μήνες, η κατάσταση επιδεινώνεται ώσπου μια μέρα, σε ένα σουπερ-μαρκετ, ο φρουρός χτυπάει ένα από τα παιδιά. Έπειτα, μια ομάδα παιδιών μπαίνει στο μαγαζί για να προκαλέσει ζημιές και να μαχαιρώσει παρευρισκόμενους.
Το παράλογο και η βιαιότητα του απροσδόκητου γεγονότος, αλλά και η κατοπινή εξαφάνιση των παιδιών, κατατρίχουν την πόλη επί μήνες. Η αδιέξοδη κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, όταν παιδιά κατοίκων της πόλης εξαφανίζονται, οπότε είναι υποχρεωτική η διερεύνηση του μυστηρίου.
Η αστυνομία και οι άνδρες της πόλης θα μπουν στη ζούγκλα για να βρουν τα παιδιά, αλλά δεν θα βρουν παρά μόνο ένα, το οποίο πιάνει ο αφηγητής. Για να το κάνει να αποκαλύψει πού βρίσκονται τα υπόλοιπα παιδιά, ο αφηγητής του ασκεί το βασανιστήριο της στέρησης ύπνου και μαθαίνει ότι τα παιδιά ζούνε στους υπόνομους της πόλης, όπου, μέσα στο σκοτάδι, έχουν δημιουργήσει – χάρη σε καθρέφτες και σπασμένα γυαλιά – την φωτεινή τους πολιτεία. Όταν θα τα αναζητήσουν οι αρχές, θα ανακαλύψουν τα πτώματα τους, καθώς τα τριαντα δύο παιδιά πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να κρυφτούν πιο βαθειά στους υπονόμους.
Το «Φωτεινή Πολιτεία» (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι το δεύτερο βιβλίο του Andres Balba που μεταφράζεται στα ελληνικά, έπειτα από το «Χέρια Μικρά» που εκδόθηκε πέρυσι. Θεματολογικα και τα δύο κείμενα ασχολούνται με την παιδική ηλικία: στο «Χέρια Μικρά» παρακολουθούμε τη ζωή σε ένα ορφανοτροφείο θηλέων, ενώ στο «Φωτεινή Πολιτεία» της ομάδας παιδιών που αναστατώνουν την πόλη.
Αν σε σχέση με το «Χέρια Μικρά» περιμέναμε κάτι πιο ολοκληρωμένο, ο Ισπανός συγγραφέας μας το προσφέρει στο παρόν κείμενο. Εδώ έχει κατορθώσει να στήσει και να δικαιολογήσει ικανοποιητικά την αίσθηση του απροσδιόριστου κακού και του μυστηρίου, αφηγούμενος μια ιστορία που όχι μόνο γραπώνει τον αναγνώστη αλλά και του δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα.
Ερωτήματα κομβικά που εξετάζουν την έννοια της παιδικότητας, της στάσης της κοινωνίας απέναντι στο ξένο, της κοινωνικής συνοχής, της ανάγκης για λύση. Επιλέγοντας να αφηγηθεί την ιστορία με τη μορφή χρονικού υπο το βλέμμα του ενήλικου αφηγητή που πήρε ενεργό μέρος στα γεγονότα, ο Barba μας δηλώνει ότι επιλέγει ως ορθή προσέγγιση την αποστασιοποίηση και τον απολογισμό για τα γεγονότα καθαυτά, όσο πρωτοφανή και ακραία κι αν είναι. Διότι ο χρόνος αλλοιώνει τα πάντα, άρα και τότε η αλήθεια: «Σκέφτομαι εκείνες τις εβδομάδες και το μόνο που βλέπω είναι το πρόσωπο εκείνου του παιδιού. Ακόμα και σήμερα έχω τη φωτογραφία του, αλλά για κάποιο λόγο η εικόνα του φαντάζει διαφορετική απ’αυτή στις αναμνήσεις μου».
Η ανθρώπινη κοινωνία θεοποιεί τα παιδιά. Οι ζωές των ενηλίκων χτίζονται γύρω από τις επιθυμίες και τους στόχους τους για τα δικά τους παιδιά. Τι γίνεται όμως όταν έχει να διαχειριστεί τα παιδιά των άλλων; Ή τα παιδιά που δεν ανήκουν σε κανέναν;
«Όπως ακριβώς και ο Μικρός Πρίγκηπας, έτσι κι εμείς πιστεύαμε πως η αγάπη μας για τα παιδιά μας τα μεταμόρφωνε, ότι ακόμα και με δεμένα τα μάτια θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τις φωνές τους ανάμεσα σε χιλιάδες παιδικές φωνές. Αυτό το επιβεβαίωνε ίσως εκ του αντιθέτου κι ένα άλλο γεγονός: ότι εκείνα τα άλλα παιδιά που καταλάμβαναν σιγά σιγά τους δρόμους μας, δεν αποτελούσαν παρά περισσότερο ή λιγότερο αξεδιαλυτες εκδοχές του ίδιου αγοριού ή του ίδιου κοριτσιού, παιδιά που “έμοιαζαν με χιλιάδες άλλα παιδιά”. Που δεν τα χρειαζόμασταν. Που δεν μας χρειάζονταν. Και που, φυσικά, έπρεπε να τα εξημερώσουμε».
Το ερώτημα που τίθεται είναι: μπορούμε να ορίζουμε τις ζωές των ξένων παιδιών όπως ορίζουμε τις ζωές των δικών μας παιδιών; Και αν τα ξένα παιδιά δεν τηρούν τους κανόνες μας και συμπεριφέροντα «μη παιδικά», μπορούμε να τα αναγκάσουμε να προσαρμοστούν; «Η πραγματικότητα όμως είναι επίμονη κι ακόμα κι έτσι, δεν έπαυαν να είναι παιδιά. Πώς μπορούσαμε να το ξεχνάμε αυτό, αφού εκεί ακριβώς βρισκόταν η πηγή του σκανδάλου; Παιδιά. Και μια ωραία μέρα αποδείχθηκε ότι έκλεβαν. “Έδειχναν τόσο καλά!” αναφωνούσαν κάποιοι, πίσω απ’αυτά τα λόγια όμως κρυβόταν μια προσωπική προσβολή: “Έδειχναν τόσο καλά, αλλά μας κορόιδεψαν, αυτοί οι μικροί υποκριτές”. Ήταν παιδιά, ναι, αλλά όχι σαν τα δικά μας παιδιά».
Η απάντηση του συγγραφέα είναι: για όσο δεν μας ενοχλούν άμεσα, τα ξένα παιδιά η κοινωνία τα βλέπει ως παιδιά. Όταν όμως η κοινωνία απειληθεί από τα ξένα παιδιά, τότε η παιδικότητα τους παύει να είναι το κυρίαρχο μέλημα των ενηλίκων, καθώς λειτουργεί ο αυτοματισμός της ασφάλειας.
«Και τότε άρχισε να συμβαίνει. Άρχισαν να εξαφανίζονται τα παιδιά. Τα δικά μας παιδιά. Στην αρχή κανένας δεν μπορούσε να το πιστέψει, τα περιστατικά φάνταζαν μεμονωμένα και άσχετα. Όλοι περίμεναν ότι αργά ή γρήγορα θα εμφανίζονταν, ότι θα τηλεφωνούσε κάποιος αστυνομικός από ένα βενζινάδικο κρατώντας τα παιδιά απ’το χέρι ή ότι κάποιος θα τα έβρισκε έξω από κάποιο σπίτι και θα ενημέρωνε το δημαρχείο, αλλά οι ώρες περνούσαν και η αγωνία μεγάλωνε. Θα προτιμούσαμε να επρόκειτο για κάποιον απαγωγέα. Ακόμα και για έναν δολοφόνο. Για οποιοδήποτε είδος τρόμου που θα μας ήταν οικείο».
Όμως, μας λέει ο Barba, ο κανόνας του χρόνου που περνά είναι αδυσώπητος: όλα, ακόμα και τα πιο τραγικά, περνάνε και ξεχνιούνται. Για αυτό, εκείνος επιλέγει να «απολογηθεί» ο ήρωάς του, έστω για το δικό του μερίδιο της ευθύνης σε αυτή την τραγωδία για την οποία κανένας δεν πλήρωσε. Και το κάνει με ένα χρονικό, ακριβώς για να αντισταθεί στον χρόνο που φεύγει και καλύπτει τα πάντα: «Αν δεν υπήρχε το ημερολόγιο της Τερέτα Οτάνιο, μπορεί και να είχαμε ξεχάσει τελικά εκείνη τη σύντομη περίοδο της ανησυχίας, αλλά τα γραπτά μας κυνηγούν κι αυτά με τη σειρά τους. Όπως κι οι φωτογραφίες, έχουν την τραχιά και ανησυχητική επιμονή της μαρτυρίας».