Μπορεί την τελευταία δεκαετία να είναι κλεισμένος στα hi-tech εργαστήριά του ετοιμάζοντας 3 ή 82 σίκουελ του Avatar, που δεν ζήτησε κανείς, και να τον έχουμε ξεχάσει λίγο, αλλά στην ιστορία του σινεμά λίγοι δημιουργοί είχαν το άγγιγμα του Μίδα όπως ο Τζέιμς Κάμερον. Facts are facts, δεν φταίμε.
Οι δύο Εξολοθρευτές καθόρισαν τη γλώσσα της κινηματογραφικής περιπέτειας όπως την ξέρουμε σήμερα (δίνοντας νέο νόημα στη φράση «έγινε ένα με το πάτωμα»), το Aliens ήταν μια από τις σπάνιες συνέχειες που ξεπέρασε το θρυλικό original κι αν θυμάστε κι εκείνη την ταινία με το πλοίο… ε, τα είχε πάει καλά. Όμως από το 2009 ο Κάμερον δεν έχει δείξει πρόθεση να ασχοληθεί με την σκηνοθεσία ταινίας που δεν περιλαμβάνει τη λέξη “Avatar” κι έναν αριθμό στον τίτλο, εγκαταλείποντας ακόμα και το passion project του Αλίτα: Ο Άγγελος της Μάχης, την κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού manga του Γιουκίτο Κισίρο, με την οποία φλέρταρε για τουλάχιστον 20 χρόνια. Σαν την Ρόουζ στην αμφιλεγόμενη σανίδα, όμως, ο Κάμερον είπε “I’ll never let go” στο υλικό και έτσι έδωσε τα ηνία της σκηνοθεσίας στον Ρόμπερτ Ροντγρίγκεζ (που ακόμα εξαντλεί την καλή θέληση του Sin City), διατηρώντας τη θέση του παραγωγού και του συν-σεναριογράφου (μαζί με την Λέτα Καλογρίδη). Και γι’ αυτό το Αλίτα: Ο Άγγελος της Μάχης είναι με ταινία του Τζέιμς Κάμερον σε όλα, εκτός από τα χαρτιά: ένα απρόσμενα χορταστικό υπερθέαμα, τόσο ενθουσιώδες που σε κάνει να παραβλέπεις την ανέμπνευστη πλοκή.
Η εμμονή του Κάμερον με την τεχνολογία συγκρίνεται μόνο με την εμμονή του με το βυθό (τα πρόσφατα σχόλιά του για το ρεαλισμό του Aquaman είναι πιο διασκεδαστικά από οποιονδήποτε διάλογο έχει γράψει στο Αλίτα) και δεν τσιγκουνεύεται MB στο χτίσιμο της φουτουριστικής δυστοπικής σκουπιδούπολης στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία. Η χρονιά-τραπεζικό pin είναι το 2563 και κλασικά η Γη έχει σχεδόν αφανιστεί μετά από μια τεράστια μάχη. Ό,τι έχει απομείνει συγγενεύει με μια διασταύρωση του κόσμου του Ready Player One και του Wall-E, με μια ιπτάμενη πρωτεύουσα-Ιθάκη (που με τη σειρά της θυμίζει τις πρόσφατες Φονικές Μηχανές) για όλους τους άτυχους που έχουν εγκλωβιστεί κάτω, που κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια τους και τους υπενθυμίζει συνεχώς τι θα μπορούσαν να είχαν αν δεν ήταν τόσοι φτωχοί, σαν να σου απαγορεύεται η είσοδος στο Bloomingdale’s την Black Friday.
Στην αρχή της ταινίας, ο Δρ. Ίντο (Κρίστοφ Βαλτς) βρίσκει σε μια χωματερή την Αλίτα (Ρόζα Σάλαζαρ), ένα ανθρωποειδές που επισκευάζει δίνοντάς της το σώμα της νεκρής του κόρης. Η Αλίτα δεν θυμάται τίποτα για το παρελθόν της, ούτε μπορεί να εξηγήσει πώς διαθέτει εξωπραγματικές ικανότητες στη μάχη σώμα με σώμα. Αναζητώντας την πραγματική της ταυτότητα, γνωρίζει τον τοπικό μηχανόβιο Χιούγκο (Κίαν Τζόνσον, της υποκριτικής σχολής «ποιανού ανιψιός είσαι εσύ;») και της συστήνει το ακραίο παιχνίδι Motorball (ένα υβρίδιο Κουίντιτς, roller derby κι αγώνων NASCAR), στο οποίο η Αλίτα γίνεται αστέρι. Επίσης, υπάρχει μια σκοτεινή συνωμοσία που υποκινεί ο Βέκτορ, ένας επιχειρηματίας που υποδύεται ο Μαχέρσαλα Άλι σε μια ακόμη πιο σκοτεινή συνωομοσία που κάθε χρόνο θέλει έναν ηθοποιό φαβορί για το επερχόμενο Όσκαρ ερμηνείας (εδώ για το Πράσινο Βιβλίο) να βάζει αυτογκόλ παίζοντας φρικτά σε μια εμπορική ταινία.
Κι όμως, παρά το χιλιοχρησιμοποιημένο στις δεκάδες young adult ταινίες των τελευταίων ετών μονοπάτι του και την κλισέ αναζήτηση για το «πεπρωμένο», το Αλίτα συναρπάζει. Όχι μόνο με την κεντρική ερμηνεία της Σάλαζαρ που συναγωνίζεται τον κάθε Άντι Σέρκις στο motion capture παίξιμο με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της και την τεχνικά άψογη «μεταμόρφωσή» της, αλλά κυρίως με τις ασύλληπτες σκηνές δράσης του – μίνι συμφωνίες ρυθμού, κίνησης και θεάματος είτε πρόκειται για το ξύλο στο κακόφημο μπαρ, είτε για το μεγάλο αγώνα Motorball, είτε για τους άφθονους ακρωτηριασμούς (ηρεμήστε, για ρομπότ μιλάμε), είτε για κάθε φορά που η Αλίτα αποφασίζει ότι κάποιος της σπάει τα νεύρα άρα θα του σπάσει το κεφάλι.
Παρά την προβλέψιμη εξέλιξή του και τη βιασύνη του, μέσα στη δίωρη διάρκειά του, να αναγγείλει την άφιξη ενός νέου franchise, το Αλίτα σχεδόν ξύπνησε το ρομαντικό θεατή μέσα μας με το πόσο επιβεβαιώνει την ανάγκη της επιβίωσης της σκοτεινής αίθουσας.
N*****x could never.