The-Usual-Suspects

Τα plot twists είναι επικίνδυνα πράγματα. Οι ανατροπές του φινάλε, που γυρνάνε ολόκληρη την ταινία ανάποδα, μπορούν να αποδειχθούν θανάσιμες για την ταινία που έβλεπες, για τον σκηνοθέτη που εμπιστευόσουνα, για τη μιάμιση ώρα που επένδυσες για να σου πει μια ιστορία, απ’ την οποία η βασικότερη απαίτηση που είχες είναι να είναι πιστευτή. Οι ανατροπές του φινάλε μπορούν να χτίσουν καριέρες, αλλά μπορούν ακόμη πιο εύκολα να τις τερματίσουν –ρώτα τον M Night Shyamalan και το πώς απ’ την αποθέωση της Έκτης Αίσθησης / The Sixth Sense (1999) έφτασε στην καταβαράθρωση του Χωριού / The Village (2004). Στην καλύτερη, οι ολικές ανατροπές των φινάλε σού αποκαλύπτουν μια εντελώς καινούρια κι ολότελα συναρπαστική οπτική της ταινίας, την οποία σε κάνουν να θέλεις να δεις ξανά κι αμέσως. Στη χειρότερη σε κάνουν να νιώθεις τόσο εξαπατημένος, που πιθανότατα δεν θα θέλεις να δεις τον σκηνοθέτη τους μπροστά σου ξανά. Σε κάθε περίπτωση, οι ανατροπές των φινάλε είναι σα να πυροβολείς τον διάβολο στην πλάτη. Και πώς πυροβολείς τον διάβολο στην πλάτη; Κι αν αστοχήσεις; 

Στην περίπτωση του The Usual Suspects (1995), που στις 25 του μήνα κλείνει 20 χρόνια απ’ την πρώτη του προβολή στο φεστιβάλ του Sundance, o Bryan Singer πέτυχε τον πιο εύστοχο πυροβολισμό της ζωής του. Φρέσκος απ’ την πρώτη του μόλις ταινία (τον Lynch-ικό Δημόσιο Κατήγορο / Public Access (1983)) με τον παιδικό του φίλο και σεναριογράφο Christopher McQuarrie στο πλάι του, και μπόλικη απ’ την αυθάδεια και τη παράτολμη αμυαλοσύνη των 27 του χρόνων, κυνήγησε το δημιουργικό του ένστικτο του κι έφτιαξε ένα απ’ τα πιο μνημειώδη noir των ‘90s. Και μαζί μ’ αυτό, έφτιαξε μια ολόκληρη, άκρως πετυχημένη καριέρα για τον ίδιο, τον σεναριογράφο του, αλλά και τον κεντρικό του πρωταγωνιστή: έναν σχετικά άγνωστο ως τότε κινηματογραφικό δευτερορολίστα, με αμφίβολη γοητεία και αποφασιστικά υποχωρούσα τριχοφυΐα, ονόματι Kevin Spacey.

Ο Spacey συνάντησε τον Singer μετά από μια προβολή του Δημόσιου Κατήγορου, που εξίταρε τον ηθοποιό αρκετά για να ζητήσει απ’ τον πιτσιρικά να τον έχει υπόψιν του για ό,τι κάνει μετά. Και ω του θαύματος, ο Singer είχε ήδη κάτι κατά νου, μια ιδέα που του είχε έρθει απ’ τον τίτλο μιας στήλης στο περιοδικό Spy, εμπνευσμένη από μια απ’ τις τελευταίες ατάκες του Casablanca. «Συγκεντρώστε τους συνήθεις υπόπτους» είχε πει ο Αστυνόμος Renault όταν ο Rick είχε πυροβολήσει τον Ταγματάρχη των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στο ιστορικό νουάρ, και κάπως έτσι ήθελε να ξεκινήσει την ταινία του κι ο Singer, μαζεύοντας ένα τσούρμο ψημένους κακοποιούς σε μια αστυνομική γραμμή αναγνώρισης. Περίπου όπως όταν βάζεις μια χούφτα υπερδραστήριες ουσίες σ’ ένα δοκιμαστικό σωλήνα, έτσι και όταν βάζεις στο ίδιο κελί ένα μάτσο μούτρα σαν κι αυτά που ξεπήδησαν απ’ τη πένα του McQuarrie, η εκρηκτική αντίδραση είναι παραπάνω από δεδομένη.

http://youtu.be/9MjV4EwR7Mg

Η πλοκή του σεναρίου ήταν αρκετά φορμουλαϊκή: ένα τσούρμο εγκληματίες μαζεύονται για να κάνουν μια δουλειά, κι αυτή τους οδηγεί στην επόμενη, κι ύστερα ξαφνικά να συνειδητοποιούν ότι έχουν μπλέξει σ’ ένα δίχτυ που τους αγκαλιάζει με όλο και πιο σφιχτή κι ολέθρια δύναμη. Ένα δίχτυ του οποίου την άκρη κρατάει ένα πολύ μεγαλύτερο ψάρι απ’ αυτά που έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν, μια φιγούρα που απλώνει τον τρόμο με την εκφορά του ονόματός της και μόνο, ένας χαρακτήρας τόσο διαβόητος κι ανατριχιαστικός, που όλοι τον ξέρουν χωρίς να ξέρει κανείς ποιος είναι, και κανείς δεν είναι σίγουρος αν πιστεύει ότι στ’ αλήθεια υπάρχει. Όμως ο Keyzer Soze υπαρκτός, πολύ υπαρκτός. Για την ακρίβεια, περπατάει ανάμεσά τους. 

Η ιδιοφυΐα στο γράψιμο του McQuarrie, αλλά και στον τρόπο που διαχειρίστηκε το σενάριό του ο Singer στη σκηνοθεσία, φάνηκε κατ’ αρχήν όταν, ακόμη και μετά το τέλος των γυρισμάτων, όλοι οι ηθοποιοί πίστευαν πως ο Keyzer Soze θα είναι ο δικός τους χαρακτήρας. Η ιστορία λέει μάλιστα, πως όταν τελείωσε η προβολή του τελικού cut της ταινίας για τους συντελεστές, ο Gabriel Byrne, το μεγαλύτερο απ’ τα ονόματα ενός cast αποτελούμενο σχεδόν αποκλειστικά από δευτερορολίστες, αλλά κι έναν εντελώς άγνωστο πιτσιρικά ονόματι Benicio del Toro (εδώ στο πρώτο του μεγαλούργημα ενστικτώδικης χαρακτηροπλασίας) έφυγε έξαλλος απ’ την αίθουσα προβολής, και ξέσπασε σε έναν άγριο καυγά με τον Bryan Singer για το πως ο σκηνοθέτης του τον είχε ξεγελάσει στο να πιστέψει ότι ο ρόλος του ήταν ο κεντρικός στην ταινία. Με πολλούς τρόπους βέβαια, είναι.

Ο Keaton, ο χαρακτήρας που χρειάστηκε αρκετό ψήσιμο κι υπομονή από τους Singer και McQuarrie για να αναλάβει ο Byrne (παραπάνω από απρόθυμος να συμμετάσχει στην ταινία), λειτουργεί ως το απόλυτο κέντρο βάρους του cast. Ο Spacey λειτουργεί φυσικά ως ο αναξιόπιστος αφηγητής μέσα απ’ τα μάτια του οποίου παρακολουθούμε τη συναρπαστική ιστορία βίας, προδοσίας, μυστηρίου αλλά και αυθεντικής αντρικής αδερφοσύνης και συντροφικότητας που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια της ταινίας, και βέβαια είναι το ωμό machismo του Baldwin, όπως υπονομεύεται απ’ τον ιδανικής αυθεντικότητας κυνισμό του Pollak, που δημιουργούν την ηλεκτρισμένη αποδραματοποίηση που χρειάζεται η σφιχτή πλοκή για να μαλακώσει. Όμως είναι ο χαρακτήρας του Byrne αυτός που προσφέρει την δραματουργική ώθηση που χρειάζεται η ταινία, για να αποκτήσει συναισθηματικό φορτίο μια ομάδα ανθρώπων με τους οποίους πρέπει να ταυτιστείς.

http://youtu.be/i4e5T217cyk

Κι είναι ακριβώς αυτή η ταύτιση με χαρακτήρες που μοιάζουν και είναι αυθεντικοί, που σε κρατάει εθισμένο σ’ ολόκληρη την ταινία. Που κρατάει τα μάτια σου πάνω στη σχέση που βλέπεις να αναπτύσσεται ανάμεσά τους απ’ την πρώτη τους εκείνη γνωριμία στη γραμμή αναγνώρισης –σκηνή διαβόητη για το πώς κι οι πέντε τους δεν μπορούσαν να σταματήσουν να γελάνε, εξοργίζοντας τον Singer που δεν μπορούσε να ολοκληρώσει το γύρισμα, μέχρι που σε άλλη μια έκλαμψη ιδιοφυΐας αποφάσισε να κρατήσει αυτό το τόσο αληθινό ντοκουμέντο ανδρικού bonding ως το κεντρικό του υλικό.

Κι είναι αυτός ακριβώς ο λόγος που, όταν ο σενάριο αποκαλύπτει τον κρυμμένο άσο του, όταν ο Singer προχωράει στην μεγάλη ανατροπή που τόσο διακριτικά σού έστηνε με κύριο όπλο την ανυπέρβλητη ερμηνεία του Spacey, αυτή η ανατροπή δεν σου γυρνάει ανάποδα. Δεν του κρατάς κακία, δεν εξανίστασαι, δεν νιώθεις να σ’ έχει εξαπατήσει. Γιατί είσαι πια με το μέρος τους. Τους ξέρεις αυτούς τους τύπους, τους νιώθεις, τους συμπαθείς, τους έχεις θαυμάσει. Διάβολε, τους έχεις αγαπήσει. Κι έτσι, δεν είναι αυτοί που την έχουν φέρει σ’ εσένα, αλλά εσείς, που τη φέρατε στους μπάτσους. Τους “γαμημένους μπάτσους”, όπως τους λέει κι ο Verbal Kint. Εσύ ο ίδιος πια θέλεις να εξαπατήσουν την αστυνομία. Θέλεις να είσαι ένας απ’ αυτούς. Για την ακρίβεια, θέλεις να είσαι αυτός: ένας υπέροχος ψεύτης.