popaganda_summer theatre

«Βάκχες» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη

Ιλειάνα Δημάδη Ο Δημήτρης Λιγνάδης, από τη στιγμή που επέλεξε ένα pop idol τόσο δημοφιλές όσο ο Σάκης Ρουβάς για το ρόλο του Διονύσου, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε στήσει ένα cult θέαμα, κάτι ανάλογο με το Jesus Christ Superstar. Όπως, δηλαδή, οι  Τιμ Ράις και Άντριου Λόιντ Βέμπερ  δημιούργησαν αυτήν την απενοχοποιημένη ροκ-όπερα για τα Πάθη του Ιησού, η ευκαιρία φάνταζε ιδανική για μια ξέφρενη ποπ εκδοχή των Βακχών, με τον Σάκη Ρουβά ως «απόλυτο» ερμηνευτή. Αντ’ αυτού, η συγκεκριμένη παράσταση ήταν μάλλον ένας κυκεώνας σκηνοθετικών ευρημάτων, μέσα στον οποίο ο Σάκης έπρεπε να υπηρετήσει το ρόλο του νεότευκτου ηθοποιού.

Γρηγόρης Ιωαννίδης Η επιλογή του Σάκη (Ρουβά) για το ρόλο του Διόνυσου στις Βάκχες έδωσε μερικούς ωραίους τίτλους στα πολιτιστικά ένθετα. Κι όπως συμβαίνει συνήθως έδωσε αφορμή και για παρεκτροπές από ενοχλημένους καλλιτέχνες. Τόσο απλά: έχει το δικαίωμα ένας ποπ τραγουδιστής όπως ο Σάκης να παίζει σε παραστάσεις αρχαίου δράματος; Η επιλογή του από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη σαν το σημερινό αντίκρισμα της αρχαίας διονυσιακής μέθης μοιάζει σε πολλούς απλοϊκή, δεν είναι όμως. Το όλον κρίνει το μέρος: Εκεί που σε άλλες περιπτώσεις θα μιλούσαμε για αρπαχτή, εδώ μιλούμε για σοβαρή, μετρημένη και καίρια μεταφορά της σκοτεινής ύλης του έργου. Μουσική, σκηνικά, μετάφραση και ερμηνείες συνοδοιπόροι της επιτυχίας.

Πλούτος του Αριστοφάνη,  σε σκηνοθεσία Διονύση Σαββόπουλου

Ιλειάνα Δημάδη Όπως ο Σάκης Ρουβάς βρέθηκε στις Βάκχες να προσπαθεί να αποδείξει πως, εκτός από pop-star είναι και ηθοποιός, έτσι κι ο Διονύσης Σαββόπουλος μπήκε στη διαδικασία να αποδείξει πως, εκτός από μεγάλος τραγουδοποιός, είναι και ικανός σκηνοθέτης. Η παράστασή του ήταν, όμως, όμορφη κι αδιάφορη, φροντισμένη και πληκτική. Ο αριστοφανικός όσο και ο σαββοπουλικός οίστρος απουσίαζαν. Ποιον στ’ αλήθεια ενδιαφέρει αν ένας σημαντικός μουσικός μπορεί, επίσης, να σκηνοθετήσει; Εκείνο, όμως, που σίγουρα θα μας αφορούσε θα ήταν ένα μουσικοθεατρικό θέαμα του Νιόνιου το οποίο, με αφορμή τον Αριστοφάνη, θα άφηνε εποχή, όπως ακριβώς συνέβη με τα τραγούδια του.

Γρηγόρης Ιωαννίδης Το ν’ ανεβάζει ο Σαββόπουλος τον Πλούτο είναι πρωτίστως καλλιτεχνικό ή πολιτικό εγχείρημα; Όπως αποδείχτηκε, τίποτα από τα δύο. Μεταξύ μιας πετυχημένης αλλά διόλου πρωτότυπης αισθητικής και μιας πρωτότυπης αλλά διόλου πετυχημένης παρέμβασης, χτίστηκε μια παράσταση αγαπησιάρικη, γλυκιά και μελετημένη, εντυπωσιακή ίσως για κάποιον που η σκηνοθεσία δεν είναι το επιτήδευμά του, αλλά χωρίς ουσιαστικό έρεισμα πέραν του πολύ γνωστού: «θέλω να πω και εγώ τη γνώμη μου για το πώς φτάσαμε εδώ», και του όχι πια και τόσο εκτιμητέου: «έχω φτάσει στο σημείο να μπορώ να κάνω τα πάντα –και Αριστοφάνη».

The Old Woman, από τον Ρόμπερτ Ουίλσον

Ιλειάνα Δημάδη Μεταμορφώνοντας σε γελωτοποιούς/διασκεδαστές του κοινού δύο σούπερ σταρ διεθνούς κύρους -τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και τον Γουίλεμ Νταφόε- ο Ρόμπερτ Ουίλσον δημιούργησε, στα 72 του χρόνια, μία «μεγάλη» παράσταση. Δεν το περίμενα. Η πρόσφατη «Οδύσσειά» του στο Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας με είχε απογοητεύσει –το ίδιο κι όλες σχεδόν οι παραστάσεις του της τελευταίας δεκαετίας. Εδώ όμως έκανε ό,τι και στην ιστορική σκηνοθεσία της όπερας του Φίλιπ Γκλας «Ο Αϊνστάιν στην παραλία» (1976): κατάθεσε έναν απόλυτα προσωπικό, sui generis στοχασμό για τον άγνωστο Ρώσο πρωτοπόρο συγγραφέα Δανιήλ Χαρμς και πρότεινε την ποίηση και τον σουρεαλισμό σαν τις μόνες εφικτές αντικομφορμιστικές θεολογίες που μας απέμειναν.

Γρηγόρης Ιωαννίδης Μπαρίσνικοφ, Νταφόε, Γουίλσον! Όχι ένα, όχι δύο, αλλά τρία είδωλα της σύγχρονης τέχνης συνεργάζονται στην απόδοση ενός έργου της ρωσικής πρωτοπορίας, προς τέρψιν του ελληνικού κοινού. Εντυπωσιακό και για πολλούς ακόμα λόγους: Πρώτα γιατί αληθινά «συνεργάζονται». Χάνουν την ατομικότητά τους στη δημιουργία ενός τρίδυμου που αναπνέει και κινείται ως ένα. Έπειτα γιατί μεταμορφώνονται σε κάτι διαφορετικό από την αρχική τους –διάσημη- προσωπικότητα. Και ακόμα γιατί, ανάμεσα σε άλλα, μπορούν να το κάνουν αυτό υπηρετώντας το σχετικά άγνωστο κι αλλόκοτο έργο του Δανιήλ Χαρμς, το σκιασμένο από την επέλαση του σκηνικού παραλογισμού της Δύσης.

«Εχθρός του λαού» Ερρίκου Ίψεν, σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάγιερ

Γρηγόρης Ιωαννίδης Ο θαυμασμός δεν κρύβεται. Και πώς να κρυφτεί όταν κάθε φορά που ο Γερμανός σκηνοθέτης κατεβαίνει στο Φεστιβάλ είναι για να μας καταπλήξει. Στα άλλα μπορεί να είναι πολύ καλός, στην μεταφορά όμως κλασικών έργων είναι αληθινά αξιοθαύμαστος. Με ιδέες και πειθαρχία, με θέση και άποψη ανοικτή και ερωτηματική, σαν γνήσιος εργάτης της δημοκρατίας. Ο δικός του «Εχθρός του λαού» του Ίψεν μιλάει και για τον λαό. Ανοίγει το διάλογο με την κοινωνία. Και μολύνει το ίδιο το έργο με τον κυνισμό του σήμερα. Ο γερο-Ίψεν θα στριφογυρίζει στον τάφο του- αλλά από ευχαρίστηση, νομίζω.

«Κύκλωπας» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου

Γρηγόρης Ιωαννίδης Ήταν η πιο σοβαρή απάντηση του Εθνικού στη σοβαροφάνεια που δρέπει παραδοσιακά τους κόπους του. Το σατυρικό δράμα Κύκλωπας δίνει τη βάση για μια αλλοιωμένη εκδοχή του ηρωισμού, της ανδρείας και της μάχης για επιβίωση. Με άλλα λόγια, στα χέρια του Βασίλη Παπαβασιλείου που το σκηνοθετεί, δίνει τη βάση για μια παραβολή του αλλοιωμένου μας σήμερα. Και αυτά, με χάρη, πνεύμα και διάθεση για παιχνίδι, αερόστατο χωρίς βαρίδια που πετάει. Ο Νίκος Καραθάνος διανύει τη χρυσή χρονιά του. Και συνοδεύεται από ολόκληρο επιτελείο ηθοποιών και συντελεστών –στο Χορό μόνο βρίσκονται οι μισοί μελλοντικοί πρωτεργάτες του θεάτρου μας.

Ποιο άλλο θεατρικό γεγονός θεωρείτε ότι πρέπει να θυμόμαστε ή να ξεχάσουμε μια για πάντα από το φετινό καλοκαίρι;

Ιλειάνα Δημάδη Το πιο αξιοπερίεργο θέαμα ήταν, κατά τη γνώμη μου, η περφόρμανς Εκτοπλάσματα, βασισμένη στην ομώνυμη βραβευμένη ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη. Δεν παιζόταν σε κάποιο θέατρο αλλά στο διαμέρισμα του σκηνοθέτη της, Βασίλη Νούλα, στα Εξάρχεια και ήταν μια ευθαρσώς «κακοποιημένη» ποιητική βραδιά με τις ηθοποιούς να παριστάνουν τα ζόμπι, εκτοξεύοντας εφέ αίματος και δημιουργώντας σπλάτερ εικόνες αφόρητης καφρίλας και αηδίας. Πλακατζίδικο, σιχαμερό όσο και αρρωστημένα διασκεδαστικό, μια κανονική θεατρική… αμαρτία -αν επαναληφθεί, θα παρότρυνα τους φιλοπερίεργους να τη δοκιμάσουν.

Γρηγόρης Ιωαννίδης Κακή στιγμή ήταν το ανυπόφορο αίσθημα πίεσης που μου προκάλεσε η εμφάνιση του Ερμή στην Ειρήνη του ΚΘΒΕ. Η ερμηνεία του από τον Φάνη Μουρατίδη σαν ξεφωνημένης αδελφής, κακογουστιά που την έχουμε ξαναζήσει δεκαετίες τώρα, σε σημείο κορεσμού. Φτάνει πια! Σαν καλή στιγμή θεωρώ την Καραμπέτη που παρουσιάζει τον Θέμη Πάνου στο κοινό μετά την παράσταση του Αγαμέμνονα. Ο ηθοποιός έχει μόλις γυρίζει δαφνοσκεπής από την Βενετία για να παίξει τώρα στην παράσταση. Χειροκρότημα. Υπάρχει κάτι απροσδιόριστο στην σκηνή που με γεμίζει συγκίνηση. Δεν αφορά τον συγκεκριμένο ηθοποιό. Έχει να κάνει ταυτόχρονα με τη σιωπηλή μεγαλοσύνη του θεάτρου. Με τη μελαγχολική φύση του.