Την περασμένη Παρασκευή συνάντησα την Πάολα Ρεβενιώτη – όχι όμως πάνω στο πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Καβάλας. Τη συνάντησα πάνω στο πεζοδρόμιο της Hackney Road δίπλα σε ένα από τα πιο γλυκά χιπστο-βαρεμένα μπαράκια-γκαλερί του Ανατολικού Λονδίνου, το George and Dragon. Το μέρος είχε βουλιάξει στον κόσμο. Κόσμος και ντουνιάς ήρθε να απολαύσει το φωτογραφικό προφίλ μιας εποχής όπου τα αγόρια πόζαραν στο φακό αλλιώς – δεν φορούσαν αμάνικα μπλουζάκια μες στο καταχείμωνο και δεν έκαναν περμανάντ στο μουστάκι τους. Ήταν μια εποχή όπου η ομο-ερωτική καύλα δεν χωρούσε μέσα στα όρια της gay βιομηχανίας – διαδίκτυο, clubs, σάουνες – ούτε μέσα στα στιλιστικά οράματα των fashion designers. Περιελάμβανε σώματα ανδρών που δεν αυτό-προσδιορίζονταν ως γκέι και δεν ντύνονταν όπως ο Γκαλιάνο. Φορούσαν βρακάκια μινέρβα και φανελάκια με τιράντες και όταν τους φωτογράφιζες σε κοιτούσαν στα μάτια με το πουλί τους σηκωμένο – ήταν υδραυλικοί, πανκ, οικοδόμοι, αναρχικοί – ασταθείς, αρραβωνιασμένοι, ονειροπαρμένοι, τσίφτες, ευάλωτοι και μελλοθάνατοι.
Απλωμένες μέσα στις τουαλέτες του μπαρ σαν εκκωφαντική ταπετσαρία αναμνήσεων – οι φωτογραφίες αυτές έμοιαζαν σαν ένα γλυκόπικρο σχόλιο πάνω σε αυτό ιστορικό και γεωγραφικό ρήγμα καύλας, τρυφερότητας και ιστορίας. Κάποτε η αναζήτηση της ομοερωτικής ευτυχίας ήταν μια περιπέτεια μέσα στα τζουρά (δηλαδή στις δημόσιες τουαλέτες), τις σκοτεινές τρύπες της πόλης – τα πάρκα, τα γκαράζ, τα πορνοσινεμά. Τοποθετημένο μέσα την τουαλέτα ενός χίπ gay club, το κολάζ της Πάολας, φτιαγμένο από φωτογραφίες, στιγμιότυπα και σκόρπιες αναμνήσεις δημιουργούσε ένα τρισδιάστατο χάρτη ηδονο-μεταφοράς – μια τρανσεξουαλική μηχανή του χρόνου.
Πιστεύω βαθιά – και το είπα στην Πάολα – ότι αυτή η εποχή δεν έχει ακριβώς πεθάνει, ότι οι ιστορικές διαφορές δεν είναι τόσο αχανείς: η πορνικότητα εκείνης της εποχής είναι ακόμη εδώ – μαζί μας. “Πολύ αισιόδοξο σε βρίσκω” μου απάντησε χαμογελώντας. Πάντως ένα είναι σίγουρο – περπατώντας μέσα σε εκείνο το φωτογραφικό χώρο καταλάβαινες στο πετσί σου τη σωματικότητα, την κραιπάλη και τον ρομαντισμό ενός αρχείου.
Το μενού της έκθεσης – μαγειρεμένο από την ομάδα Queer Archive και το Κωνσταντίνο Μενελάου – έλιωνε κάθε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε θαμώνες και εκθέματα, δημιουργώντας ένα πρόσχαρο τουρλού που τα είχε μέσα όλα: Μελαγχολία, ηδυπάθεια, τσιχλόφουσκα, προστυχιά και ιστορία. Είχε επίσης: φωτογραφικά αιθέριων εραστών (πάνω από το μπαρ), gay bohemians με τις μπύρες στις τσέπες (κάτω από το μπαρ) περιπαθείς νεο-δανδήδες με παπιγιόν και εμπριμέ σακάκια (μέσα και έξω απ’ το μπαρ). Όταν μεθούσες τα πορτραίτα λικνίζονταν – οι φωτογραφημένοι τοίχοι της τουαλέτας άνοιγαν γύρω σου σαν σελίδες από το περιοδικό Κράξιμο. Στο σαλόνι του μπαρ είδαμε ένα drag show πάνω στα τραπέζια, τη Bjork στα κίτρινα και την animator Κατερίνα Αθανασόπουλου στα μπλε. Είχε επίσης ποιητές, αρχιτέκτονες, βαμπιρέλες και αγόρια σε όλα τα χρώματα – και γενικότερα, μια εκτεταμένη social-media ομογένεια βυθισμένη σε ένα street-cocooning παιχνίδι αλληλοαναγνώρισης. Η ατμόσφαιρα θύμιζε τις παλιές καλές μέρες της πλατείας Μαβίλη. Φράση κλειδί: ” Από που σε ξέρω; Από το facebook ή από σεμινάρια ψυχαγωγίας παιδικών πάρτι; (απάντηση: από τα τζουρά του Ζαππείου, καυλέ μου)
Η Πάολα συνομιλούσε με τους πάντες με έναν απαλά φρενήρη ρυθμό – είχε εκείνην τη χαλαρή έξαψη της Εξαρχειώτικης κοινωνικότητας – μια οξυδερκή και ανάλαφρη αμεσότητα που τείνει να σε μετεωρίζει πάνω από τα πράγματα και τους ανθρώπους – λιγάκι σαν μια υπόκωφη πιρουέτα απόδρασης, την ίδια στιγμή που σε σπρώχνει απαλά στο κέντρο του κόσμου. Είναι εκείνη η σωματική γλώσσα που λέει ‘είμαι εδώ και αλλού ταυτόχρονα’ – το ανεπιτήδευτο glam του παλιού καλού συνοικιακού underground που όλοι ξέρουμε και εμπιστευόμαστε: ” πολύ ωραία όλα αυτά, ας καπνίσουμε τώρα ένα τσιγαράκι για να μιλήσουμε για τα τεκνά, το φασισμό και το μέλλον”.
Είδες καθόλου τεκνά στο Λονδίνο;
Είδα πολύ ωραία αγόρια, αλλά δεν είδα αγόρια όπως στην Ελλάδα που παίζει λίγο το μάτι τους πονηρά. Έχω την αίσθηση το Λονδίνο μπορεί να είναι ανεκτικό, αλλά δε θα είναι πολύ ερωτικό για μια τρανς (εκτός ίσως αν πας σε συγκεκριμένα μέρη). Από την άλλη όμως μόλις έφυγα από την Ελλάδα ένιωσα ότι έφευγα από μια φυλακή. Είδα ανθρώπους κουρασμένους από τη δουλειά στο μετρό με ένα χαμόγελο. Στην Αθήνα πέφτουν να σε φάνε. Εδώ είδα ευγενικούς ανθρώπους.
Σε αυτήν την ευγένεια δεν είδες ένα είδος αγριότητας;
Το προτιμώ όμως, να είναι ο άνθρωπος ευγενικός μαζί σου παρά να σε βρίζει και να σου φέρεται άσχημα.
[σκέφτομαι ότι το υπονοούμενο αυτής της δήλωσης: όση αγριότητα και να εγκυμονεί στο βάθος, η επιφάνεια των ανθρώπων είναι μια αξία αφ’ εαυτού της. Είναι μια σκέψη ακτινοβολεί κάπως παράξενα αν σκεφτείς από ποιον διατυπώνεται: από ένα άνθρωπο που πέρασε μια ζωή φέρνοντας στην επιφάνεια τις βαθύτερες επιθυμίες των άλλων, παράγοντας μια μύχια τέχνη που χωνεύει μέσα της σώματα, πόζες στο φακό και performance στο δρόμο]
Πολλές φορές όμως η αγριότητα δεν διαθέτει ένα παθιάρικο στοιχείο – ένα είδος δύναμης που μας καυλώνει;
Στα αγόρια ναι, εδώ όμως μιλάμε για το μέσο Άγγλο.
[να γιατί μια τρανσέξουαλ μπορεί να σκέφτεται πολιτικά: Όσο και αν σεξουαλικοποίησει ‘την εικόνα της’ δεν παρασύρεται ποτέ σε μια ολοκληρωτική σεξουαλικοποίηση της κοινωνίας. Μπορείς πάντα να παρατηρείς πανοραμικά το τοπίο, ακόμη και αν ζεις στις παρυφές]
Και η υπερβολική ευγένεια δεν μπορεί να γίνει μια σεξουαλική φυλακή;
Το ‘χε πει ο συγχωρεμένος ο Ταχτσής αυτό. Τι τη θέλετε την απελευθέρωση που οι Αγγλίδες έρχονται εδώ να γαμηθούνε. Στο τέλος από την πολλή απελευθέρωση δε θα σας γαμάει άνθρωπος.
Σκέφτηκα ακριβώς το ίδιο βλέποντας τις φωτογραφίες των εραστών σου απέναντι στο γκέι πλήθος που μαζεύτηκε εδώ. Αυτός ο κόσμος εδώ μοιάζει λίγο κάπως.. αιμομικτικός, δεν νομίζεις; Σου δίνουν την εντύπωση ότι θα τολμούσαν να αγγίξουν αυτά τα αγόρια μόνο μέσα από ένα αναμνηστικό κάδρο. Όμως οι φωτογραφίες παραπέμπουν σε ένα κόσμο που…
Χάθηκε! Χάθηκε από τη στιγμή που στην Ελλάδα η σεξουαλικότητα μπήκε σε κουτάκια. Παλιά το παιδί που πήγαινε μαζί σου του ήταν αδύνατον να πιστέψει ότι ήταν γκέι, θεωρούσε τον εαυτό του πιο άντρα επειδή γαμάει τραβεστί. Από τότε όμως που μπήκε το ίντερνετ — που βλέπουν τα πιτσιρίκια τις τραβεστί να γαμάνε, να είναι ενεργητικές — περάσαμε πια σε άλλη.. μεταβατική περίοδο.
Καμιά φορά βλέπω όμως ότι στο Ίντερνετ σου την πέφτουν σαν να είναι στο πεζοδρόμιο – το facebook εκπορνεύεται όπως και η πλατεία Αθηνάς;
Ναι υπάρχει αυτό, υπάρχει. Κοίτα όμως τι δεν γίνεται σήμερα. Σήμερα οι αδερφές δεν εκπαιδεύουν πια τα τσόλια. Παλιά τα τσόλια τα εκπαίδευαν οι αδερφές και μετά τα παίρναμε εμείς. Πηγαίναν στα τσοντάδικα, τους την έπεφτε καμιά αδερφούλα, τους έκανε κανά τσιμπουκάκι, πηγαίναν στα μπουρδέλα για καμιά μπουρδελότσαρκα και όταν δεν είχαν να πληρώσουν πηγαίναν με την αδερφούλα στη γωνιά και την πηδούσαν. Τώρα δεν υπάρχουν πλέον αυτές οι γενιές ομοφυλοφίλων.
Και όμως ρε Πάολα, υπήρχε μια γενιά που εκπαιδεύτηκε από τα ποιήματα σου – το Σαλτάρισμα ήταν ένας γεωγραφικός και λεξιλογικός οδηγός. Στη εφηβεία μου μου έχει τύχει να ψαρέψω τσόλια από τη στάση λεωφορείων στο τέρμα της Αχαρνών, να κάνουμε και καλά φιλική μπουρδελότσαρκα και μετά να καταλήξουμε παρέα σε ένα ξενοδοχείο. Όσο θα επιμένει η ίδια μορφή επιθυμίας, δεν θα επανεμφανίζονται παρόμοια ερωτικά όντα;
(συγκαταβατικό χαμόγελο).. Πολύ αισιόδοξο σε βρίσκω…
Γυρνά και κοιτά ελαφρώς στοχαστικά το καρναβαλικό πλήθος που μας περιβάλλει – τους ομο-χιπστερ της ελληνικής ομογένειας. Και σκέφτομαι ότι το βλέμμα της αυτό -σαν το κλικ μιας κάμερας- απαντά εικαστικά στην ερώτηση μου. Είναι μερικά ερωτήματα που κυκλοφορούν σαν φωτογραφικά στιγμιότυπα μέσα στο μυαλό μας. Δεν κλείνουν ποτέ – απλώς ανακατεύονται με το ιστορικό τοπίο που μας περιβάλλει. Και σε αυτήν την περίπτωση, το περιβάλλουν αποτελείται από κομψούς νεαρούς που φοράνε επιμελώς σχισμένα ρούχα – αλλά δεν έχουν ξεσκιστεί ποτέ με ένα φαντάρο (αν και τίποτα δεν είναι σίγουρο).
Πάντως αυτό το πλήθος σήμερα θέλει να ξεσκίσει την Πάολα… στις ερωτήσεις. Ομάδες ανθρώπων την πλησιάζουν διαρκώς και τις μιλάνε (για τα πάντα). Πριν λίγα λεπτά την άκουσα να μιλά σε ένα άλλο ένα πηγαδάκι για τους φασίστες – για την ικανότητα της Χρυσής Αυγής να ψαρεύει νεαρόκοσμο, μαθητές και ”τεκνά”. Νέο πηγαδάκι εφορμά κατά πάνω της για να την ρωτήσει για την επικαιρότητα. Αποφασίζω να αφήσω την δική μου σχετική ερώτηση για αργότερα – όταν ο καθένας από μας θα έχει επιστρέψει στη διαδικτυακή του φωλιά.
Και έπραξα σωστά –αποδείχτηκε ότι το καλύτερο timing να συζητήσω εγώ την Πάολα για το φασισμό – ήταν μετά από άσκοπο διαδικτυακό φλερτ με ένα ένα φασιστικά όμορφο αγόρι -από αυτά που κόβουν τους κοιλιακούς τους φέτες, εκστομίζουν ποιητικά και μετα-λενινιστικά τσιτάτα και διασχίζουν με αγέρωχο ύφος τα dancefloors του Λονδίνου και του Βερολίνου (κάνοντας τη δική μας λίμπιντο κομματάκια). Ένα από τα πράγματα που μπορείς να κάνεις τότε είναι να μαζέψεις τα κομμάτια σου, να αφήσεις τους ερωτικούς θεούς στη μοίρα τους και να ψάξεις για την Πυθία σου μέσα στις λεωφόρους του διαδικτύου – δηλαδή στις νέες πιάτσες λαγνείας και μοναξιάς. Δεν είναι ότι τυχαίο ότι η θριαμβευτική επάνοδος της Πάολα στην επικαιρότητα στηρίχθηκε έντονα από την επαναστάτη των social media. Τα τελευταία χρόνια, ο ψηφιακός κόσμος μετατρέπει την ερωτική μας ζωή σε ένα διαρκές τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων –τα chat rooms ανοίγουν γύρω σαν τηλεοπτικά παράθυρα – και επίτιμοι καλεσμένοι από το υπερπέραν των εφηβικών σου αναμνήσεων προσγειώνονται γλυκά στην ερωτική σου επικαιρότητα.
Μήπως όλη αυτή η μόδα της Χρυσής Αυγής υποδηλώνει (εκτός από όλα τα άλλα) και ένα είδος ανισόρροπης σεξουαλικής νοσταλγίας; Μια διαταραγμένη ‘νοσταλγία’ για τον κόσμο που περιγράφουν οι φωτογραφίες σου – για ένας είδος εποχής όπου ο άντρας έπαιζε πιο απο-ενοχοποιημένα το ρόλο του ‘φασίστα’ στο κρεβάτι;
Ποτέ ο άντρας δεν έπαιζε το φασίστα στο κρεβάτι. Τα τελευταία χρόνια γίνεται αυτό. Απλά καύλωνε να είναι έτσι, αρσενικός να γαμάει. Τώρα μπλέχτηκαν τα πράγματα. Τον φασισμό τον εξηγώ με την αμορφωσιά που άφησαν τον ελληνικό λαό. Που δεν έχει ιδέα για την ιστορία του νεότερη και αρχαία. Που μόνο ήλιο και θάλασσα έχουμε και καθόμαστε πάνω σε αρχαίες κοτρόνες και νομίζουμε ότι κάτι είμαστε και δεν ποτέ τους άλλους λαούς. Είμαστε αμόρφωτοι ψωριάρηδες σαν λαός.
Σε θυμάμαι σε μια συνέντευξη στην Μαλβίνα Κάραλη να λες ότι την υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας την έχεις σπουδάσει. Αναρωτιέμαι όμως — δεν χρειαζόμαστε την υποκρισία, το ψέμα και το θέατρο για να λειτουργήσουμε λαγνικά; Αν το τραβεστί υποδύεται ένα ρόλο – το ίδιο δεν κάνει και ο ”άντρας”, ο ”κωλομπαράς”, το ”τσόλι” ή ο ”γαμιάς”; Μπορεί να υπάρξει καύλα χωρίς σύμπλεγμα; χωρίς πληγή; χωρίς πόζα;
Δεν πιστεύω ότι η υποκρισία είναι απαραίτητη για την ερωτική ζωή. Απλά η υποκρισία έχει πολλές ενοχές. Εγώ δεν έζησα υποκρισία ούτε και τα αγόρια που έρχονται και ερχόντουσαν μαζί μου. Ερχόντουσαν για αυτό που είμαι. Το αντίθετο μάλιστα. Αν ζούσα με υποκρισία δεν θα είχα επιτυχίες τόσες πολλές. Δεν έχω σε καθόλου εκτίμηση αυτούς τους ανθρώπους που τη μέρα λένε άλλα και το βράδυ άλλα. Το θεωρώ άρρωστο αυτό.
Μετά έρχονται σε σένα και θεραπεύεις τα κόμπλεξ τους.
Δεν θεραπεύω κανένα κόμπλεξ. Ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Έχουν απόλυτη επίγνωση. Απλά είναι παγιδευμένοι μέσα στην ελληνική κοινωνία και δεν τολμάνε να είναι ειλικρινείς. Προσπάθησα να μην κάνω παρέα τέτοιους ανθρώπους.
Καμιά φορά παραπονιέσαι ότι η φήμη δεν λύνει το πρόβλημα της επιβίωσης. Ότι σε χρησιμοποιούμε, κάνουμε το κομμάτι μαζί σου αλλά εσύ στενάζεις οικονομικά. Όμως τώρα πια, δεν περιμένεις τους άλλους – παίρνεις εσύ την πρωτοβουλία, δίνεις τη δική σου φωνή στην ιστορία σου – κάνεις τη ζωή σου ”ταινία” – μέσα από το facebook, τα βίντεο, τις φωτογραφίες.
Εγώ το ψυγείο μου κοιτάζω να δω αν είναι γεμάτο. Δεν ήμουν μωροφιλόδοξη ποτέ. Όχι ότι δεν μου άρεσε που με γνωρίζουν και με αγαπούν. Αλλά δεν φτάνει η αγάπη για να ζήσεις. Και βλέπω ότι εδώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Αν είχα κάποια λεφτά θα πήγαινα Βερολίνο μάλλον. Όλα τζάμπα τα θέλουν. Συνέχεια με ρωτάν ‘πότε θα κάνεις καινούριο βίντεο΄. Και ποτέ δεν τους νοιάζει αν έχω λεφτά να ζήσω.