Μπορεί τόσο το timing του ανοίγματος της ΝΕΡΙΤ ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Γέλιου (πρώτη Κυριακή κάθε Μάη) όσο και η επιλογή του καναλιού να ξεκινήσει το πρόγραμμά της με την εκατομμυριοστή-εικοστή-όγδοη μετάδοση της ταινίας Το Γέλιο Βγήκε απ’ τον Παράδεισο (προς τιμής της παραπάνω επετείου) να μην ήταν κι οι καλύτεροι οιωνοί για τις επαφές του νεοσύστατου καναλιού με την σοβαρότητα και την σύγχρονη πραγματικότητα. Όμως η σειρά ντοκιμαντέρ Τα Στέκια – Ιστορίες Αγοραίου Πολιτισμού, που υπογράφει ο Νικόλας Τριανταφυλλίδης, αφήνουν ελπίδες για έναν πιο καίριο και ζωηρό προγραμματισμό –έστω κι αν είναι ακόμη ασαφές το κάθε πότε και τι ώρα θα παιχτούν τα 12 επεισόδια της σειράς.
Βέβαια, απ’ όλη την παραπάνω παράγραφο, πιθανότατα το κυριότερο που έχεις συγκρατήσει είναι η ίδια η ΝΕΡΙΤ και το (εύλογο) αρνητικό αντανακλαστικό που έχει γεννήσει η ιστορία πίσω απ’ τη διαμόρφωση του «νέου» αυτού κρατικού φορέα. Ο Νικόλας Τριανταφυλλίδης, σκηνοθέτης, παραγωγός και εμπνευστής της σειράς, που μίλησε στην Popaganda αφού μάς παραχώρησε δυο επεισόδια της σειράς για preview, δεν μοιράζεται τέτοιους ενδοιασμούς. «Δεν με προβληματίζει καθόλου το ότι συνδέομαι με την ΝΕΡΙΤ και το ξεκίνημά της, όπως δεν με προβλημάτιζε κι όταν συνεργαζόμουν με την ΕΡΤ -σε λίγο θα μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η ΕΡΤ ήταν κανάλι του ΕΑΜ, ας πούμε. Έχω κάνει πολύ χειρότερα πράγματα, έχω φτάσει να σπάσω επιταγές σε τοκογλύφους για να γυρίσω ταινία -και το εννοώ αυτό!».
Μ’ αυτό πίσω μας, λοιπόν, ας περάσουμε στην ουσία, όπως το τι διαμορφώνει έναν χώρο στο να γίνει στέκι, που είναι μια ιδιαίτερη συζήτηση από μόνη της. «Έχει να κάνει με τον κοινό κώδικα μιας ομάδας ανθρώπων γύρω από το χώρο της πιάτσας», εξηγεί ο Τριανταφυλλίδης. «Μπορεί να είναι πράγματα ετερόκλητα μεταξύ τους, αλλά όλα έχουν μια κοινή αόρατη γραμμή που τα ενώνει. Τα στέκια που επιλέξαμε, θεωρήσαμε ότι πραγματικά αντικατοπτρίζουν διαφορετικές εικόνες, τάσεις, και ιστορίες στεκιού, αλλά βέβαια η έννοια του στεκιού δεν εξαντλείται μόνο σ’ αυτά».
Με πρώτο επεισόδιο πάντως αυτό με θέμα τα Video-Club, σκηνοθετημένο απ’ τον γνωστό στα κινηματογραφικά κυκλώματα ως μανιώδη βιντεοφάγο, Φωκίωνα Μπόγρη, η σειρά θα κάνει δυναμική πρεμιέρα απόψε στις 11.15μμ, έχοντας για μενού γνωριμίας μια υπερχορταστική βόλτα στην νούμερο ένα μετά τις ντισκοτέκ ελληνική μανία των late 80’s – early ‘90s. Όλες οι περσόνες που διαμόρφωσαν (κι αρκετές απ’ αυτές που ακόμη διαμορφώνουν) το είδος της κινηματογραφικής κουλτούρας που καταναλώνεις, κάνουν μια ανασκόπηση του παροξυσμού που έφτασε την Ελλάδα να έχει μια απ’ τις μεγαλύτερες καταναλώσεις βιντεοκασέτας στην υφήλιο, κι έναν αριθμό που άγγιζε τα 3μιση χιλιάδες video-clubs. Κάπου έπρεπε να διοχετεύσουν το προϊόν τους άλλωστε οι σχεδόν 200 (!) ανεξάρτητοι διανομείς βιντεοκασέτας.
Μια μανία που άρχισε απ’ τους ναυτικούς, καθ’ ότι ως ταξιδιάρηδες ήταν ανέκαθεν αυτοί που έρχονταν πρώτοι σε επαφή με τις νέες τεχνολογίες, τα video-clubs που ξεκίνησαν ως παρεμπιπτόντως ράφια σε ψιλικατζίδικα, κάβες και ζαχαροπλαστεία (γιατί «ερχόταν ο πελάτης, έπαιρνε τις ταινίες του, έπαιρνε και ξηρούς καρπούς, έπαιρνε κι αναψυκτικά, έπαιρνε και το παγωτό του και πήγαινε σπίτι κύριος»), έφτασαν σε σημείο να ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια στις γειτονιές, κι η βιντεοκασέτα να γίνεται τόσο σταθερό κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας όσο και το ηρωικό, περήφανο σουβλάκι. Κι ίσως το αναζωογονητικότερο στοιχείο του ντοκιμαντέρ, είναι να ακούς ανθρώπους της αγοράς, να αναγνωρίζουν τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη διάδοση και την έκρηξη της βιντεοκασέτας, η ίδια η πειρατεία της.
Αν δεν ξέρεις λοιπόν ποιος ήταν ο Στέργιος Χατζάρας («ένας πασίγνωστος πειρατής της Βορείου Ελλάδος») ετοιμάσου να ακούσεις να σου το διηγούνται απόψε οι ειδικοί, ενώ εσύ θα προσπαθείς να χωρέσεις στο μυαλό σου την ιστορία με την οποία ανοίγει αυτό το πρώτο ντοκιμαντέρ: «Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μια αφρικανική φυλή επρόκειτο να μετακομίσει σε μια άλλη περιοχή, όμως καθυστέρησε τη μετακίνησή της γιατί ήθελε να παρακολουθήσει το τελευταίο επεισόδιο της σειράς Dallas». Αυτό το περιστατικό ήταν η αφορμή για να εφευρεθεί το βίντεο και κάπως έτσι, μπορείς να εντοπίσεις όλη την επανάσταση της οικιακής ψυχαγωγίας, τουτέστιν της βιομηχανίας flat τηλεοράσεων, surround ηχητικών συστημάτων, προτζέκτορες, πανάκια, Blu Ray, DivX, MKV, ThePirateBay και δε συμμαζεύεται, στην μάνα Αφρική. Στους προγόνους δηλαδή των ίδιων ανθρώπων που έρχονται και σου πουλάνε DVD στην καφετέρια, κι εσύ τους κοιτάς με μισό μάτι, ανίδεος στην παράδοση που έχουν με το είδος.
«Δεν με προβληματίζει καθόλου το ότι συνδέομαι με την ΝΕΡΙΤ και το ξεκίνημά της, όπως δεν με προβλημάτιζε κι όταν συνεργαζόμουν με την ΕΡΤ -σε λίγο θα μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η ΕΡΤ ήταν κανάλι του ΕΑΜ, ας πούμε. Έχω κάνει πολύ χειρότερα πράγματα, έχω φτάσει να σπάσω επιταγές σε τοκογλύφους για να γυρίσω ταινία -και το εννοώ αυτό!» – Νίκος Τριανταφυλλίδης
Εξίσου διαφωτιστικό είναι και το ντοκιμαντέρ που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης, με θέμα του το μυθικό ποτάδικο της Πατησίων, Au Revoir. Εμπνευσμένο από τον Αριστομένη Προβελέγγιο, ως δωρεά στον Θόδωρο Παπαθεοδώρου μετά τη γνωριμία τους σε ένα μπαρ στους Δελφούς, το Au Revoir μετατράπηκε σε δωρεά προς την πνευματική κοινότητα της Αθήνας, με τον κο Λύσσανδρο και τον κο Θόδωρα, τα δυο αδέρφια πίσω απ’ τη μπάρα, να μετατρέπονται σε εικονικές φιγούρες μιας «κρύπτης εξομολογήσεων και κοινωνικοποίησης» της τέχνης και της διανόησης της Αθήνας, όπως το θέτει μπροστά στην κάμερα ο συγγραφέας Θάνος Σταθόπουλος, συζητώντας την ιστορία του μπαρ με τον Γιώργο – Ίκαρο Μπαμπασάκη.
Ο Μπαμπασάκης κι ο Περικλής Κοροβέσης είναι δυο συγγραφείς που έχουν ευθέως αναγνωρίσει την επιρροή του ιστορικού μαγαζιού στο έργο τους, χαρίζοντάς του καίριο ρόλο σε βιβλία τους, όμως το Au Revoir υπήρξε μια «προέκταση σαλονιού» (όπως το χαρακτηρίζει ο καθηγητής αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ Παναγιώτης Τουρνικιώτης) για πληθώρα λογοτεχνών, ποιητών, καλλιτεχνών και δημοσιογράφων που ατένιζαν την εκβολή της Πατησίων, απ’ το ίδιο τραπεζάκι που είχε καθίσει κι εκείνος ο απρόσμενος επισκέπτης της άνοιξης του ’64.
Ένας τραγουδιστής που, μετά τη συναυλία του στο Ηρώδειο, ζήτησε απ’ τον οδηγό του να του δείξει ένα αθηναϊκό μπαράκι. Και μπήκε ξαφνικά στο Au Revoir. «Είχε μαζί του δυο παιδιά, έβγαλε το μπουκάλι το ουίσκι που είχε μαζί του, του το σερβίραμε και μου έκανε διάφορες ερωτήσεις γύρω απ’ το μπαρ», θυμάται ο κος Θόδωρας, μετανιώνοντας «που δεν είχαμε οργανωθεί να βγάλουμε μαζί του, έτσι, μια φωτογραφία, για ενθύμιο. Δεν είναι βέβαια ότι είχαμε υπόψιν μας ότι θα μας έφερναν τον Frank Sinatra!».
Τα δυο αυτά επεισόδια είναι ιδιαζόντως ενδεικτικά του ότι τα Στέκια του Τριανταφυλλίδη είναι απ’ τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχεις να περιμένεις στην τηλεόρασή σου φέτος. Κι έχοντας στο πρόγραμμα ντοκιμαντέρ για τα γήπεδα, το Μπαρ Κονσομασιόν, την Παράγκα του Σίμου, τη Φωκίωνος Νέγρη, τις ταβέρνες, τα κουρεία, τα καφενεία, τις ντισκοτέκ και την εισβολή της ροκ εν ρολ, η σειρά αναμένεται να παραδώσει πολύτιμα μαθήματα αστικής κουλτούρας, καρυκεύοντας με ακριβώς τη σωστή δόση νοσταλγίας που προκαλούν τα θέματα, τη καθαρή νηφαλιότητα που απαιτεί το μέσο.