Προβάλλεται ως κομβικό πρόγραμμα για την πρόληψη και την προστασία των δασών της χώρας μας. Με προϋπολογισμό περί το μισό δισεκατομμύριο ευρώ, το πρόγραμμα Antinero (I, II και III) δίνει έμφαση στον καθαρισμό δασικών οικοσυστημάτων και στη διάνοιξη μεικτών αντιπυρικών ζωνών κοντά σε οικισμούς και εκατέρωθεν δασικών δρόμων – σε ολόκληρη τη χώρα. Περιλαμβάνει επίσης συντήρηση δασικών οδών και αντιπυρικών ζωνών. Με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τον τακτικό προϋπολογισμό, υλοποιείται από το ΥΠΕΝ σε συνεργασία με τη Μονάδα Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) η οποία διενεργεί τους διαγωνισμούς για τις αναθέσεις.
Στο πρώτο ρεπορτάζ του Φακέλου μας, τέθηκε το ερώτημα αν τα κονδύλια ρίχνονται στον Πίθο των Δαναΐδων, καθώς ειδικοί υποστήριξαν ότι η καταγεγραμμένη πρακτική δείχνει πως η πυροσβεστική δεν επιχειρεί στο δασικό οδικό δίκτυο που συντηρείται και διανοίγεται στο πλαίσιο του Antinero, αλλά και ότι τουλάχιστον μία περιοχή στην οποία πέρσι είχε εφαρμοστεί το πρόγραμμα, φέτος κάηκε.
Σε αυτό, το δεύτερο ρεπορτάζ του Φακέλου «Antinero», ειδικοί υποστηρίζουν ότι το Antinero υλοποιείται ενάντια στις αρχές της δασικής οικολογίας, καθώς στο πλαίσιό του «καθαρίζεται συλλήβδην» ο δασικός υπόροφος. Καταγγέλλουν ότι οι «καθαρισμοί» δεν γίνονται με επιστημονικές προδιαγραφές. Τονίζουν ακόμα πως όταν τα κριτήρια είναι εργολαβικά, και όχι επιστημονικά, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος τα αποτελέσματα να αποκλίνουν από τις αρχές της δασικής οικολογίας.
«Αυτή η διαχείριση οδηγεί σε οικολογική υποβάθμιση»
«Οι καθαρισμοί της υπερβάλλουσας βιομάζας εκατέρωθεν των δασικών δρόμων δεν ακολουθούν τις αρχές της Δασικής Οικολογίας αλλά αφαιρείται συλλήβδην το σύνολο του υπορόφου των δασών της χαλεπίου και τραχείας πεύκης…», έγραφε ο δρ Γεώργιος Καρέτσος, δασολόγος, τέως διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και τέως πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας. «Με όρους οικολογίας εάν εξετάσουμε/κρίνουμε τις ενέργειες και πρακτικές του προγράμματος Antinero, διαπιστώνουμε ότι αυτού του τύπου η διαχείριση οδηγεί σε οικολογική υποβάθμιση των διαχειριζόμενων δασικών περιβαλλόντων», τόνιζε και ο δασολόγος-περιβαλλοντολόγος Αντώνιος Καπετάνιος σε κείμενό του στο Facebook με τίτλο “Το Antinero και το δάσος” (με αποσπάσματα από το βιβλίο του «Το Δάσος στο Δίκαιό του»).
Είναι δυνατόν ένα πρόγραμμα-μαμούθ, με διακηρυγμένο στόχο την προστασία των δασών της χώρας, να εφαρμόζεται ενάντια στις αρχές της δασικής οικολογίας;
«Τα οικοσυστήματα που καίγονται συστηματικά στη χώρα μας είναι αυτά των χαμηλών υψομέτρων, και μάλιστα των παραλιακών, μέχρι τα 400 περίπου μέτρα – εκεί συμβαίνουν οι μεγαλύτερες και οι συχνότερες πυρκαγιές. Αυτά τα δάση αποτελούνται κυρίως από χαλέπιο πεύκη και τραχεία πεύκη…», μας λέει ο Γεώργιος Καρέτσος. «Πρόκειται για τα δάση που είναι τα πλέον ευάλωτα στη φωτιά αλλά που είναι και εξειδικευμένα στη φωτιά, δηλαδή αναγεννώνται μετά από αυτή. Όμως για να αναγεννηθούν τότε, προϋποτίθεται ότι το δάσος αυτό είναι ώριμο [σ.σ.: δεν έχει ξανακαεί πριν ωριμάσει], έχει παραγάγει πλέον κώνους, υπάρχουν δηλαδή σπορείς. Οπότε συνήθως τα κουκουνάρια -αυτά δεν καίγονται ολοσχερώς, μόνο καψαλίζονται εξωτερικά- ανοίγουν μετά τη φωτιά και σκορπούν τους σπόρους στο έδαφος. Συνήθως, ένα δάσος πυκνό, χαλεπίου ή τραχείας πεύκης, θέλει ορυκτό έδαφος, καμένο έδαφος, για να αναγεννηθεί».
Αυτά λοιπόν τα δάση -συνεχίζει ο δρ Καρέτσος- «από κάτω έχουν έναν υπόροφο, που αποτελείται από σκληρόφυλλα αείφυλλα πλατύφυλλα… Πρέπει να φανταστούμε ότι στο απώτερο παρελθόν τα δάση της χώρας μας, στον παραλιακό χώρο, δεν αποτελούνταν από δάση χαλεπίου και τραχείας πεύκης, αλλά κυρίως από δρυοδάση, δάση χαρουπιάς, κουμαριάς, σχίνων, πουρναριών, ράμνων, αρκεύθων, αγριελιών κ.λπ. αλλά σε δενδρώδη μορφή. Αυτά τα δάση καταστράφηκαν στο παρελθόν. Καταρχάς τα πεδινά δρυοδάση καταστράφηκαν για να γίνουν καλλιέργειες, αφού οι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν σε αυτή τη χώρα έπρεπε να βρουν κάπου να καλλιεργήσουν για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Και παράλληλα ανέπτυξαν την κτηνοτροφία, που μαζί με τις πυρκαγιές, ήταν η βασική αιτία της υποβάθμισης όλων αυτών των αρχεγόνων δασών».
«Δυστυχώς δεν αφήνουμε αυτά τα οικοσυστήματα στην ησυχία τους. Ακόμα και το Antinero είναι ένας τρόπος δυναμικής επέμβασης προς το περιβάλλον»
Σήμερα, στα δάση αυτά της χαλεπίου και τραχείας πεύκης, αυτά τα είδη, τα σκληρόφυλλα πλατύφυλλα, υπάρχουν στον υπόροφο και θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε δενδρώδη μορφή αν υπήρχε μια σημαντική προστασία και μέριμνα. Όπως εξηγεί ο δρ Καρέτσος, τα σκληρόφυλλα αείφυλλα πλατύφυλλα «αποτελούν στην ουσία την τελική κλίμακα, την οικολογική κλίμακα, το τελικό στάδιο του μεσογειακού δάσους. Γι’ αυτό και στα ελάχιστα που έχουν απομείνει στη χώρα μας, διάσπαρτα και σε σπανιότητα, υπάρχει από κάτω μόνο ποώδης βλάστηση και ο υπόροφος είναι καθαρός, δεν σωρεύεται νεκρή βιομάζα – που σημαίνει ότι αυτός ο τύπος του μεσογειακού δάσους μπορεί να επιταχύνει τον κύκλο αποδόμησης της βιομάζας και ανακύκλωσης των θρεπτικών συστατικών. Στο σύνολο σχεδόν της Μεσογείου από την εμφάνιση του ανθρώπου και εντεύθεν δεν έχει επιτραπεί η εξέλιξή τους σε τέτοιες μορφές, πλην εξαιρέσεων, αν και η φύση μοχθεί γι’ αυτό και δεν το ξεχνά».
Πώς συνδέεται όλο αυτό με το Antinero; Τι πρακτικές ακολουθούνται;
«Το καθαρίζουν τελείως εκατέρωθεν των δασικών δρόμων», λέει ο δρ Καρέτσος. «Αυτό είναι ματαιοπονία, εφόσον γνωρίζουμε ότι τα αείφυλλα πλατύφυλλα θα αναγεννηθούν αμέσως μετά, όπως γίνεται και μετά την πυρκαγιά. Τα υπόλοιπα ψηλά δένδρα αφήνονται, ανεξάρτητα των αποστάσεών τους, με μια χαμηλή κλάδευση και δημιουργούν αισθητικές παρωδίες. Εκτός αυτού, το έδαφος προσωρινά απογυμνώνεται και καθίσταται πρακτικά ξηρότερο και ευάλωτο σε περαιτέρω διαβρώσεις».
Για επιφάνειες στο πλαίσιο του Antinero «κυριολεκτικά “γλειμμένες” και απογυμνωμένες από τη βλάστηση του κάτω και μεσαίου επιπέδου φυσικής ζωής, έχοντας έτσι απωλεσθεί η πολύ σημαντική κλίμακα φυτικής απόκρισης των συστάδων στις οικολογικές απαιτήσεις του οικοσυστήματος» αναφέρεται και ο Αντώνιος Καπετάνιος στο προαναφερθέν κείμενό του.
«Αντικατάσταση των δασών με άλλα ανθεκτικά είδη προτείνουν άνθρωποι άσχετοι με τη δασική οικολογία»
Διαβάζουμε όμως και στην ιστοσελίδα του ΥΠΕΝ, ότι προβλέπεται «ολική αφαίρεση του υπορόφου (θάμνων) & κλάδεμα δέντρων στο ύψος 2,5 μέτρων», κατά τη δημιουργία «ζωνών με ανάδειξη ή φύτευση πλατύφυλλων δέντρων σε δάση κωνοφόρων», που αποτελούν μέρος της μεικτής αντιπυρικής ζώνης.
«Αντικατάσταση των δασών με άλλα ανθεκτικά είδη προτείνουν άνθρωποι άσχετοι με τη δασική οικολογία», τονίζει εμφατικά στο σημείο αυτό, ο δρ Καρέτσος. «Γιατί αφενός δεν μπορείς να ανατρέψεις την πορεία της φύσης, εκτός αν ασχοληθείς με φυτείες που απαιτούν τεράστια έξοδα υποστήριξης, αφετέρου είδη όπως η βελανιδιά και άλλα που προτείνονται, είναι πολύ απαιτητικά, θέλουν βαθιά και γόνιμα εδάφη. Τα δασικά εδάφη είναι τα πλέον άγονα, δεν υπερβαίνουν σε βάθος συνήθως τα 30 εκατοστά, τέτοια είδη δεν θα επιβιώσουν εκεί. Κατά θέσεις στα χαμηλότερα τμήματα των πλαγιών και κατά μήκος των ρεμάτων, ίσως. Ενώ τα πεύκα και τα κυπαρίσσια είναι εξαιρετικά ανθεκτικά σε αυτές τις συνθήκες, είναι εξειδικευμένα να αντέχουν και να αναπτύσσονται με σχετική ευχέρεια σε άγονα εδάφη, όπως και τα υπόλοιπα σκληρόφυλλα αείφυλλα πλατύφυλλα είδη».
Αξίζει να σημειωθεί πως στο πλαίσιο του Antinero αναφέρεται ότι «δημιουργούνται ζώνες αμιγούς ή μικτής βλάστησης με πλατύφυλλα είδη, τα οποία χαρακτηρίζονται από πιο αργή και ελεγχόμενη εξάπλωση της πυρκαγιάς μέσω φυτεύσεων εμπλουτισμού».
Είναι διαφορετικό από τη φύτευση, ωστόσο, το να βοηθήσεις τα πλατύφυλλα στον υπόροφο να εξελιχθούν σε δενδρώδη μορφή, καθώς «η ίδια η βλάστηση είναι και ένας παράγοντας εδαφογένεσης. Γιατί, αν δεν πειράξουμε τα πλατύφυλλα στον υπόροφο για κάποιες δεκαετίες, το έδαφος θα εμπλουτιστεί με αποδομημένη οργανική ουσία και θα βοηθηθεί η μηχανική του σύσταση και τα θρεπτικά του στοιχεία για να υποστηρίξει πιο απαιτητικές μορφές βλάστησης. Αλλά δυστυχώς εμείς δεν αφήνουμε αυτά τα οικοσυστήματα στην ησυχία τους. Ακόμα και το Antinero είναι ένας τρόπος δυναμικής επέμβασης προς το περιβάλλον», σχολιάζει ο δρ Καρέτσος.
Κατά την εφαρμογή του Antinero, «στην ουσία, αφαιρούν όλη αυτή τη βλάστηση, τη διάδοχη βλάστηση, και αφήνουν τα πεύκα όρθια. Ενώ έπρεπε να κάνουν το ανάποδο, να μην κόβονται τα αείφυλλα πλατύφυλλα, να μονοβεργίζονται, να αφαιρείται η υπερβάλλουσα βλάστηση γύρω από αυτά και στην ουσία να αραιώνονται τα πεύκα κατά μήκος των δρόμων», διευκρινίζει ο δρ Καρέτσος. «Και τα πεύκα όμως να αραιώνονται μόνο όταν ο υπόροφος είναι πλούσιος σε πουρνάρια, σε σχίνα, όχι να το κάνουν αυτό συλλήβδην και να τα αφαιρούν όλα! Ώστε να αναγεννηθεί το δάσος με τη σύνθεση που είχε στην αρχέγονη μορφή του. Δηλαδή να υπάρχει μεν το πεύκο, αλλά να μην είναι σε κυριαρχία. Να είναι σε κυριαρχία το πουρνάρι, ο σχίνος, η κουμαριά, και λοιπά που συμμετέχουν στη σύνθεση της φυσικής βλάστησης. Άλλωστε αυτά αλληλοϋποστηρίζονται μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς στο ριζικό τους σύστημα και την αλληλοπάθεια (επιτρέπουν ή αποτρέπουν άλλα φυτικά είδη να εισέλθουν)».
«Αυτά ίσως τα γνωρίζουν εκείνοι που αναλαμβάνουν αυτές τις δουλειές», σημειώνει ο δρ Καρέτσος. Συνήθως, όμως, όπως εξηγεί, «όταν κάποιος αναλαμβάνει να καθαρίσει το δάσος με κάποιο κέρδος, δεν κάθεται να ασχοληθεί με ψιλά γράμματα, εφόσον δεν υπάρχουν προδιαγραφές. Μπαίνει μέσα και καθαρίζει, πάει το δασαρχείο, βλέπει ότι είναι καθαρά και δίνει την εντολή να πληρωθεί».
«Ψιλά γράμματα» για εργολάβους αλλά όχι για τη δασική οικολογία
Ένα παράδειγμα επιζήμιας για το δάσος εργασίας στο πλαίσιο του Antinero, αναφέρει ο δασολόγος-περιβαλλοντολόγος Αντώνιος Καπετάνιος στο κείμενό του στο Facebook (με αποσπάσματα από το βιβλίο του «Το Δάσος στο Δίκαιό του»), γράφοντας για «μη ενδεδειγμένες σε πολλές περιπτώσεις επεμβάσεις που πραγματοποιούνται», οι οποίες «δημιουργούν πληγώσεις στα εναπομείναντα είδη και υποβαθμιστικές καταστάσεις στη δομή και τη λειτουργία των συστάδων, οδηγώντας ακόμα και σε ξηράνσεις των εναπομείναντων δασικών ατόμων (όπως στην πράξη σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε και καταγγέλθηκε)!».
«Απομακρύνοντας τον υπόροφο των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων, αφαιρώντας δασικά δένδρα και δενδρύλλια από τη δασική επιφάνεια, καθώς και οργανική ύλη της κόμης τους, στα πλαίσια διαχείρισης της εύφλεκτης μάζας που κατ’ εκτίμηση πραγματοποιείται, αφαιρείς τα υποστηρικτικά στοιχεία του οικοσυστήματος και του καταστρέφεις τη φυσική δομή, διά της οποίας προορίστηκε, και βάσει αυτής έχει την αρμοστή και ισόρροπη συγκρότηση που επιβάλλεται από τη φυσική λειτουργία του», εξηγεί ο Αντώνιος Καπετάνιος στο προαναφερθέν κείμενο. «Τα δάση δεν είναι κήποι, δεν είναι πάρκα για να τα “καθαρίζεις”, σύμφωνα με τη λογική “καθαρίζω τα δάση για να τα προστατεύσω, μειώνοντας τη ευφλεξιμότητά τους”, καθότι ως σύνολο ζωής θέλουν τον φυσικό πλούτο, θέλουν τη φυσική ζωή, θέλουν την (βιο)ποικιλία για να παρέχουν τις προσφορές τους», τονίζει σε άλλο σημείο.
Δεδομένων όλων όσων καταθέτουν οι ειδικοί, αποστείλαμε στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, και συγκεκριμένα στην προϊσταμένη του τμήματος Δασοπροστασίας και Αγροτικής Ανάπτυξης Σοφία Κολλάρου, σειρά ερωτημάτων σχετικά με το Antinero, για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του προγράμματος. Σε αυτά περιλαμβάνονταν ερωτήματα για το πώς γίνεται ο καθαρισμός εκατέρωθεν των δασικών δρόμων, ποιες δασικές εκτάσεις επιλέγονται να καθαριστούν, με ποια κριτήρια και τι ακριβώς καθαρίζεται σε αυτές. Μέχρι τη δημοσίευση, δεν είχαμε λάβει απαντήσεις. Δεσμευόμαστε να τις δημοσιεύουμε αμέσως εφόσον τις λάβουμε.
Πλεονάζουσα βιομάζα: Διαχείριση ναι, αλλά όχι ισοπεδωτική
Ωστόσο, κανείς από τους ειδικούς δεν φαίνεται να αμφισβητεί το πρόβλημα της πλεονάζουσας βιομάζας. Σε εκείνα τα δάση μας που είναι «δευτερογενείς φυτοκοινωνίες που έχουν προκύψει από πυρκαγιές» σήμερα «δυστυχώς έχουμε υπερσυσσώρευση νεκρής βιομάζας στον υπόροφο και έχουμε και μια ορόφωση, από την ποώδη, τη θαμνώδη και τη δενδρώδη βλάστηση, που εύκολα η φωτιά μεταφέρεται από το έδαφος στην κορυφή», σημειώνει ο δρ Καρέτσος. «Οι επεμβάσεις μας όμως πρέπει να είναι προσχεδιασμένες και αυτός που θα έχει το γενικό πρόσταγμα να γνωρίζει τι κάνει και πώς το κάνει. Η δασική υπηρεσία που έκανε παλιά τις εργασίες αυτές, τις έκανε με αυτεπιστασία. Και τότε ο δασάρχης δεν κοιτούσε το χρήμα, που ήταν άλλωστε περιορισμένο. Κοιτούσε να κάνει σωστά τη δουλειά του».
Για να αντιληφθεί κάποιος πόσο πολύπλοκη και απαιτητική διαδικασία είναι η οικολογικά χρηστή συλλογή βιομάζας προς οικονομική εκμετάλλευση, αρκεί να σημειωθεί ότι στο παρελθόν γινόταν με πλάνο δεκαετίας. «Παλαιότερα που η δασική υπηρεσία ήταν κραταιά, κάθε δασαρχείο είχε τα δασικά του συμπλέγματα», εξηγεί ο δρ Καρέτσος. «Κάθε σύμπλεγμα χωριζόταν σε δέκα μονάδες, οι οποίες είχαν μεταξύ τους μια οικολογική συνάφεια. Σε αυτές τις συστάδες εφαρμοζόταν ένα διαχειριστικό σχέδιο που είχε βάθος δεκαετίας. Και κάθε δεκαετία το σχέδιο αναθεωρούνταν και προσαρμοζόταν».
Σε κάθε συστάδα, το δασαρχείο «έκανε διάφορες καλλιεργητικές εργασίες, όχι αποψιλωτικές υλοτομίες, αλλά επιλογικές, προσπαθώντας μέσα στη δεκαετία να πάρει από αυτή τη συστάδα μια βιομάζα ισόποση περίπου από εκείνη που θα μπορούσε να παραχθεί σε ξυλεία, σε καυσόξυλα, σε κλαδιά κλπ… Και αυτό επαναλαμβανόταν. Κάθε συστάδα δηλαδή επανερχόταν σε καλλιεργητική πρακτική μετά από 10 χρόνια. Ήταν ένα σύστημα που είχε επικρατήσει από την εποχή των Βαυαρών – σοφό, γιατί στις μεσογειακές περιοχές δεν μπορούμε να κάνουμε αποψιλωτικές υλοτομίες και όλες οι διαχειριστικές πρακτικές πρέπει να γίνονται σε δασογενές περιβάλλον (υφιστάμενο δάσος) χωρίς να διασπάται η ενότητα του δάσους…».
Όμως, «επειδή το ξύλο το εκμεταλλεύονται οι δασικοί συνεταιρισμοί και όχι η δασική υπηρεσία όπως παλιότερα, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό, θα έπρεπε να υπάρχει έλεγχος βασιζόμενος στη διαχειριστική μελέτη. Γιατί εφόσον διαχειριστικές μελέτες δεν υφίστανται για όλα τα δάση, καταφεύγουμε σε πίνακες υλοτομίας, πρόχειρες δηλαδή και έκτακτες καρπώσεις, και οι συνεταιρισμοί ελεύθερα διαλέγουν το καλύτερο ξύλο. Καλλιεργητικές πρακτικές που εφαρμόζονταν στο παρελθόν δεν γίνονται βάσει διαχειριστικού σχεδίου. Η εποπτεία είναι φυσικά περιορισμένη λόγω έλλειψης προσωπικού των τοπικών δασαρχείων».
Παλαιότερα, όταν περισσότερος πληθυσμός ζούσε στην ύπαιθρο, αφαιρούσε τη δασική ύλη που χρειαζόταν επιλεκτικά και με μέτρο (μελισσοκόμοι, ρητινοσυλλέκτες, κτηνοτρόφοι κλπ), χωρίς να διαταράσσει την οικολογική ισορροπία. Χρειαζόμαστε λοιπόν «μια διαχείριση με οικολογικό πρόσημο, και όχι τη μηχανικού τύπου ισοπεδωτική εφαρμοζόμενη σήμερα διαχείριση», τονίζει και ο Αντώνιος Καπετάνιος στο κείμενό του για το Antinero.
Επέμβαση στο περιβάλλον χωρίς επιστημονικές προδιαγραφές;
Στο πλαίσιο του Antinero διακηρυσσόταν ότι εντός του 2024 «για πρώτη φορά στη χώρα, θα εκπονηθούν μελέτες διαχείρισης δασών με επικαιροποιημένες τεχνικές προδιαγραφές». Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι έως τώρα δεν υπήρχαν.
Υπάρχουν επιστημονικές διαχειριστικές μελέτες για τα έργα που υλοποιούνται στο πλαίσιο του Antinero;
«Όχι, από ό,τι γνωρίζουμε», λέει ο δρ Καρέτσος. «Αυτά γίνονται με μια μελετούλα από κάθε δασαρχείο, για παράδειγμα, ότι πρέπει να καθαριστεί το τάδε οδικό δίκτυο. Μελέτη που δεν βασίζεται σε βασικές επιστημονικές απόψεις της δασικής επιστήμης. Αυτά όλα έπρεπε να συζητηθούν με τα πανεπιστήμια, με τα ερευνητικά ιδρύματα, να καταλήξουν σε κάποιες προδιαγραφές και βάσει αυτών να γίνονται οι προκηρύξεις των έργων καθαρισμού» τονίζει.
Από όλες τις εφαρμογές του Antinero που έχει παρακολουθήσει, μόνο σε μία περίπτωση εντόπισε επιστημονικά σωστή δουλειά από εργολάβο-δασολόγο, επισημαίνει ο δρ Καρέτσος. Αυτό από μόνο του -σημειώνουμε εμείς- αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι οι καθαρισμοί γίνονται χωρίς επιστημονικές προδιαγραφές. Αν είχαν τεθεί τέτοιες προδιαγραφές, δύσκολα θα παρατηρούνταν τόσο σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την ποιότητα και την επιστημονική αρτιότητα της εργασίας των εργολάβων του Antinero.
Σημειώνουμε ότι σε αυτό το ρεπορτάζ δεν φιλοξενήθηκαν οι απόψεις εν ενεργεία δασαρχών για έναν απλό λόγο: γιατί τα δασαρχεία υπάγονται πλέον υπηρεσιακά στο ΥΠΕΝ, το οποίο υλοποιεί και προωθεί το πρόγραμμα. Οπότε, επικοινωνήσαμε απευθείας με την προϊσταμένη τους αρχή. Πηγές μας ωστόσο σε δασαρχεία επιβεβαίωσαν προβληματισμούς που διατυπώνονται στο ρεπορτάζ.
Σε τηλεφωνική μας επικοινωνία στις 12 Σεπτεμβρίου με το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την προϊσταμένη του τμήματος Δασοπροστασίας & Αγροτικής Ανάπτυξης Σοφία Κολλάρου, ρωτήσαμε εάν οι καθαρισμοί στο πλαίσιο του Antinero γίνονται κατόπιν επιστημονικών διαχειριστικών μελετών. Μας απάντησε ότι γίνονται κατόπιν «μελετών ειδικών δασοτεχνικών έργων», που εκπονούνται είτε από την ίδια την υπηρεσία είτε μέσω του Antinero από τους αναδόχους, και εγκρίνονται πάντα αρμοδίως – από τις εκάστοτε αρμόδιες δασικές αρχές ανά περιοχή. Επαναλάβαμε το ερώτημα για το αν υπάρχουν επιστημονικές διαχειριστικές μελέτες και στις γραπτές ερωτήσεις που αποστείλαμε την επομένη – προκειμένου για πλήρη ανάπτυξη των θέσεων του υπουργείου και σε περίπτωση που διέφυγε κάτι στη σύντομη προφορική συνομιλία. Μέχρι τη δημοσίευση, δεν είχαμε λάβει απάντηση.
Εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα παρεμβάσεων στο δάσος – Αρκούν οι υπάρχουσες μελέτες;
Στο πλαίσιο του Antinero, αθροίζονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα παρεμβάσεων που αφορούν στο δασικό οδικό δίκτυο, σε μεικτές αντιπυρικές ζώνες, αλλά και σε «καθαρισμούς δασικών οικοσυστημάτων σε όλη τη χώρα», όπως βεβαίως αναφέρεται στα δημόσια στοιχεία.
Στην προαναφερθείσα σύντομη τηλεφωνική μας επικοινωνία ζητήσαμε από την κ. Κολλάρου να μας δώσει προφορικά έστω μια ιδέα για το είδος των έως τώρα παρεμβάσεων. Μας διευκρίνισε ότι καμιά φορά οι παρεμβάσεις είναι πιο έντονες όταν πρόκειται για οδικό δίκτυο. Και ότι υπάρχουν περιοχές στις οποίες έχουν γίνει περισσότερες παρεμβάσεις σε δασικά οικοσυστήματα, και περιοχές, ειδικά πιο νότια, που μιλάμε πιο πολύ για δρόμους και καθαρισμούς εκατέρωθεν του δασικού δικτύου – εξαρτάται από το περιβάλλον, τις συνθήκες, τον καιρό κ.α. Πάντοτε κατόπιν εγκεκριμένων μελετών, τόνισε.
Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που έχουν μέχρι στιγμής δημοσιευτεί:
-Στο Antinero I, καθαρίστηκαν 42.810 στρέμματα δασών, βελτιώθηκε και συντηρήθηκε δασικό οδικό δίκτυο 61.583,84 στρεμμάτων, καθώς και αντιπυρικές ζώνες έκτασης 8.799,98 στρεμμάτων.
-Στο AntineroII, καθαρίστηκαν 82.813,31 στρέμματα δασών, βελτιώθηκε και συντηρήθηκε δασικό οδικό δίκτυο 157.523,80 στρεμμάτων, καθώς και αντιπυρικές ζώνες 25.914,69 στρεμμάτων.
-Στο Antinero III, περιλαμβάνονται καθαρισμοί δασών σε 57.946,63 στρέμματα, βελτίωση και συντήρηση δασικού οδικού δικτύου 72.639,40 στρεμμάτων καθώς και αντιπυρικών ζωνών 15.294,59 στρεμμάτων, αλλά και δημιουργία μεικτών αντιπυρικών ζωνών 65.357 στρεμμάτων.
Σε συνέντευξή του τον Αύγουστο 2024,ο υπουργός Περιβάλλοντος κ. Σκυλακάκης, προανήγγελλε επέκταση του Antinero. Αφού σημείωνε ότι το πρόγραμμα καλύπτει σε Αττική και γενικότερα μόνο τα πιο επικίνδυνα σημεία, ανακοίνωνε: «Από τα περισσότερα δάση της Αττικής που μας έχουν μείνει, τα οποία είναι παλαιά, δεν έχει αφαιρεθεί η καύσιμη ύλη, ούτε έχουν υποστεί ποτέ αραιώσεις, αυτό ξεκινάει τώρα». Στις γραπτές ερωτήσεις που στείλαμε στο ΥΠΕΝ και την κ. Κολλάρου, ρωτήσαμε αν υπάρχει πρόθεση για επέκταση του προγράμματος – και τι θα σημαίνει αυτό. Μέχρι τη δημοσίευση, δεν είχαμε λάβει απάντηση.
Όλα όσα ανέφεραν οι ειδικοί εγείρουν σοβαρά ερωτήματα σε σχέση με το πρόγραμμα Antinero και το εάν εφαρμόζεται με βάση επιστημονικές προδιαγραφές. Από το υπουργείο ενημερωθήκαμε ότι όλα γίνονται κατόπιν εγκεκριμένων «μελετών ειδικών δασοτεχνικών έργων». Αρκούν οι μελέτες αυτού του είδους για τέτοιας κλίμακας προγράμματα που αφορούν στο περιβάλλον;
Σε αυτό το ερώτημα επιχειρούμε να απαντήσουμε στο επόμενο, τρίτο και τελευταίο ρεπορτάζ του «Φακέλου Antinero».