H θεία-νονά Νίκη και ο Σταυρομάριος.

H θεία-νονά Νίκη και ο Σταυρομάριος.

«Μπάσε καλόσου!» Αυτή είναι η απάντηση που δίνουν ή τουλάχιστον έδιναν για όλα στην Αταλάντη. Για να κερδίζουν χρήμα τα τέσσερα αυτά «επιφωνήματα» τα έχουν κάνει δύο. Αυτό απαντούσε και η θεία-νονά Νίκη κάθε φορά που της πρότεινα να απομακρυνθώ τρία βήματα από κοντά της. Μ’ ένα «μπάσε καλόσου» καθάριζε και εγώ έπαιρνα αυτή τη φάτσα που βλέπετε στη φωτογραφία. Η θεία Νίκη ζει ακόμα και είναι 96 ετών αν βασιστουμε στην ταυτότητα και 102 αν υιοθετήσουμε την εκδοχή των γειτόνων της. Το μυστικό της μακροζωίας της δεν είναι το “no sports” που είχε πει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ σε αντίστοιχη ερώτηση αλλά το “no job”. Η Ανδρονίκη Ξενιά δεν δούλεψε ποτέ. Βολεύτηκε για πολλά χρόνια με τη σύνταξη ανύπαντρης θυγατέρας, χώθηκε με τα μπούνια στις επιδοτήσεις για το λάδι και τα πήγε περίφημα οικονομικά μέχρι τα 85 της. Μη φανταστείτε ότι είχε ανάλογη περιουσία με τη βασίλισσα Ελισάβετ αλλά δεν την έλεγες και φτωχιά. Άλλωστε για ν’ αγαπάς τόσο πολύ τον Αντρέα Παπανδρέου κάποιο λόγο θα έχεις.

Η θεία-νονά Νίκη είναι ο χαρακτήρας που αν λείπει από μια οικογένεια είναι σαν να μην έχει το φαγητό τη σωστή ποσότητα του αλατιού και του πιπεριού. Είναι ο «κακός μπάτσος» που δίνει νόημα στην αταξία. Αν δεν υπήρχε η θεία, δεν θα είχαν στη διάθεσή τους τα ανίψια (αρχίζοντας από τον πατέρα μου, το Θανάση, άλλους πολλούς και καταλήγοντας σε μένα) μια σειρά από ιστορίες με καταπίεση, ψέμματα, βραζιλιάνικες σειρές και καθόλου σεξ (τουλάχιστον έτσι ξέρω). Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της φρίκης θα σας πω πως αν η θεία είχε τη δυνατότητα να μου καρφώσει στον εγκέφαλο ένα τσιπ και να με χειρίζεται με joypad θα το έκανε δίχως δεύτερη σκέψη και με απόλυτη ευχαρίστηση. Ειδικά την ώρα του ντυσίματος.

Εδώ κάπου αξίζει να πούμε λίγα λόγια για την Αταλάντη. Μια ώρα και είκοσι λεπτά από την Αθήνα, ανήκει στο νομό Φθιώτιδας, τυπικό πεδινό χωριό με τη Σκάλα (Ευβοϊκός κόλπος) της να απέχει λίγα χιλιόμετρα από την κεντρική πλατεία. Η Αταλάντη είναι γνωστή για το ρήγμα της, για τον ρωσικό δορυφόρο (ή ATIA) που είχε προσγειωθεί στην περιοχή το 1990, για τη ζυθοποιία της ΕΖΑ που δραστηριοποιείται στην περιοχή και για τα κρασιά Χατζημιχάλη. Συμπατριώτες μου μεταξύ άλλων είναι ο πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασίλης Κόκκινος και ο φιλόλογος/ κριτικός θεάτρου/ μεταφραστής/ αρθρογράφος/ποιητής/ πρόεδρος σε φορείς και επιτροπές Κώστας Γεωργουσόπουλος.

Από την Αταλάντη ήταν η γιαγιά Μαρία από την πλευρά του πατέρα μου, αδερφή της θείας-νονάς Νίκης. Γι’ αυτό το λόγο, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο ήμουνα γνωστός ως Σταύρος, εκεί με έλεγαν Μάριο. Ψυχαναλυτικά μπορεί να εξηγεί πολλά για την μετέπειτα εξέλιξή μου το γεγονός ότι άλλαζα όνομα ανάλογα με την περιοχή που βρισκόμουνα. Αν και σιχαινόμουν το δεύτερο όνομά μου, διασκέδαζα πολύ σαν έβλεπα την έκπληκτη φάτσα κάποιου συγγενή όταν καταλάβαινε πως είμαι τελικά ένας «Σταύρος» και όχι ένας «Μάριος». Το γιατί με φωνάζανε Μάριο δεν θέλει και ρώτημα. Όπως έλεγε η θεία-νονά Νίκη «το πδι παιρν’ τόνουμα από  το σόι του πατέρα. Αφού δεν πήρες του παπούσ’, θα πάρς της γιαγιάσ’». Στη βάφτιση ο παπάς έλεγε το «δούλο Σταύρο» και η θεία Νίκη-νονά κραύγαζε επιτακτικά «Μάριος». Στο ληξιαρχείο με έγραψαν Σταύρο. Για χρόνια όταν με παρακαλούσε η θεία-νονά να της κάνω ένα χατήρι γιατί «θαλα σ΄ γράψ ένα κτήμα με λιες», αμφέβαλλα για την ειλικρίνεια την προθέσεών της απαντώντας πως δεν πρόκειται να πάρω τίποτα αφού όλα θα τα πάρει ένας Μάριος. «Αυτά είναι σαχλαμάρς της μανασς. Μάριο σ΄λεν παντού», έλεγε το θηρίο.

«Έλα ‘δω, στη νονούλασ’ να περάσεις καλά» ήταν το ετήσιο κάλεσμα. Η αλήθεια είναι πως το σπίτι ήταν ωραίο. Προσεγμένος κήπος γεμάτος τριανταφυλλιές, φρεσκοβαμμένο και φρεσκοασβεστωμένο πάντα. Για λόγους ευκολίας δεν μέναμε στο κυρίως σπίτι (η θεία-νονά το κράταγε μόνο για τα μεγάλα ανίψια, ίσως και για κάποιον αρχηγό κράτους) αλλά στο παράσπιτο. Για λόγους ευκολίας δεν μαγείρευε ποτέ στις κουζίνες των σπιτιών αλλά σε αυτή του υπογείου. Γενικά υπήρχαν χώροι συχνής κυκλοφορίας και κάποιοι άλλοι όπου κυκλοφορούσαν τα φαντάσματα. Μεγάλη υπόθεση ήταν οι κορνίζες. Συγγενείς, ο Αλέκος Παναγούλης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και φυσικά όλοι οι πρωταγωνιστές της Τόλμης και Γοητείας. Η θεία-νονά Νίκη έκανε και ένα κόλπο: ανάλογα με το ανίψι που έκανε επίσκεψη άλλαζε θέση και τις φωτογραφίες ώστε να δημιουργεί ανάλογο κλίμα. Όλα άλλαζαν εκτός από τη φωτογραφία του Ρίτς και της Καρολάιν.

Αταλάντη τις περισσότερες φορές πήγαινα δέκα μέρες τον Ιούνιο μετά το τέλος των σχολικών εργασιών. Το πρόγραμμα είχε ως εξής: πρωινό εγερτήριο γύρω στις 9 για να προλάβουμε το πούλμαν του Αντρέα για τη Σκάλα. Μεγάλη, αμμουδερή παραλία με έναν από τους πιο αδιευκρίνιστους βυθούς του πλανήτη. Ένα αβαθές έλος που όμως έχει τρομερά ψάρια τα οποία εκμεταλλεύονται με τον ενδεδειγμένο τρόπο οι παραλιακές ταβέρνες. «Θα πάμε στιζ Λουτσανέοι», έλεγε η θεία-νονά Νίκη και έλαμπε το πρόσωπο της. Σπάνια πηγαίναμε. Συνήθως το μπάνιο συνοδευόταν με ένα βραστό αυγό ή με κουρκοτό, πάλι αυγό δηλαδή με αλεύρι στο φούρνο. Ο Αντρέας κάποια στιγμή μας μάζευε, σπίτι, ντους στην αυλή, Τόλμη και Γοητεία, αυτός ο εφιαλτικός μεσημεριανός ύπνος, μετά βραζιλιάνικο και ερχόταν το σημείο που παιζόταν η τύχη μου με το νόμισμα. Κορόνα θα έβγαινα στο δρόμο να παίξω με τους φίλους από τη γειτονιά. Γράμματα… Καταστροφή! Επίσκεψη σε σπίτι. Δωμάτια με χιλιάδες αντικείμενα που μύριζαν ναφθαλίνη στην παιδική μυτούλα μου. Ατελείωτες ώρες πλήξης, ανίας, κατάθλας που κατέληγαν σε ένα γιγάντιο εκνευρισμό όταν άρχιζαν τα φιλιά και το πασπάτεμα (κάπως κάλμαρα βέβαια αν έπεφτε κάνα χιλιαρικάκι στο τέλος). Η βραδιά τελείωνε με σφουγγάρισμα στο σπίτι «για δροσά», φαΐ κομμένο σε «μπουκίτσ΄ς,μπουκίτσ΄ς» και λίγο τηλεόραση. Μάλιστα, αν τύχαινε να πέσουμε πάνω σε γλωσσόφιλο άκουγες ένα ουρλιαχτό «μηηηηηη, κλεισταμάτιασ΄!»

Μετά από τόσα χρόνια δεν με νοιάζει πια αν η θεία-νονά Νίκη τα έκανε όλα αυτά (και άλλα πολλά) από υπερπροστατευτισμό ή επειδή ήταν ένας δυνάστης. Ξέρω, όμως, κάτι. Κάθε παιδάκι πραγματοποιεί ένα θαύμα σε πολύ μικρή ηλικία. Αν ο Μότσαρτ έγραψε τα πρώτα του κομμάτια πέντε ετών, εγώ κατάφερα σε ηλικία μικρότερη από τον ταλαντούχο μουσικό να σηκώσω το τηλέφωνο του σπιτιού της Αταλάντης και να καλέσω υπεραστικό τους γονείς μου αναζητώντας λίγα ψίχουλα συμπαράστασης. Μια πράξη απόγνωσης που έκανε τη θεία-Νίκη να πιστέψει πως κάποια μέρα θα γίνω επιστήμονας. «Ε, και τότε θα σ΄πάρω κούρσα», μου έλεγε. «Που θα με καταλάβεις, αφού οι εφημερίδες θα με γράφουν Σταύρο», της έλεγα. «Μπάσε καλόσου» και η τάξη  επέστρεφε θριαμβικά στο μικρό σπίτι της Αταλάντης.