Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΒΙΒΛΙΟ

Τα βιβλία της χρονιάς

Ο Αλέξης Πανσέληνος κάνει για την Popaganda έναν απολογισμό της φετινής εκδοτικής παραγωγής. Και η γνώμη του μετράει.
Εικονογράφηση: Κατερίνα Καραλή

Είπαμε φέτος, το γνωστό και συνηθισμένο τέτοιες ημέρες απολογισμό της εκδοτικής παραγωγής της χρονιάς να την κάνει για μας κάποιος άνθρωπος των γραμμάτων, κάποιος κορυφαίος, διεθνώς αναγνωρισμένος συγγραφέας. Δεν έχουμε και πολλούς δυστυχώς στη χώρα μας, αλλά ο Αλέξης Πανσέληνος είναι ένας από αυτούς.

Επιπλέον ο Πανσέληνος είναι και μέλος της κριτικής επιτροπής των  βραβείων μυθιστορήματος The Athens Prize for Literature του περιοδικού «(δε)κατα», οπότε, τι διάολο,  αρκετά από τα φετινά βιβλία θα είχαν περάσει από τα χέρια του. Η αλήθεια είναι πως δεν ήμασταν σίγουροι οτι θα έχει τη διάθεση ή το χρόνο να μας συνδράμει, και χρησιμοποιήσαμε κάπως πιο πειστικά επιχειρήματα απ ο,τι συνηθίζεται : we made him an offer he could not refuse. Ξέραμε και πού μένει, άλλωστε. Να τι μας απάντησε:

Ο Αλέξης Πανσέληνος

Μου ζητήσατε, δεν ξέρω γιατί, να σας πω για τα βιβλία που διάβασα φέτος, ποια μου άρεσαν και ποια δεν μου άρεσαν («αν τολμάς» συμπληρώσατε). Θα κάνω κι εγώ ό,τι μπορώ για να σας απαντήσω θαρραλέα και ανοιχτά. Φυσικά δεν καταλαβαίνω γιατί μου ζητάτε να τολμήσω κάτι που δεν συνηθίζεται στον χώρο μας. Μάλλον είχατε κατά νου να με βλάψετε.

Πρέπει να σημειώσετε πως φέτος τελειώνω ένα νέο μυθιστόρημα – συνεπώς δεν είχα παρά λίγο χρόνο για διαβάσματα, αν και συμμετέχω και σε μία επιτροπή στην οποία κρίνουμε μυθιστορήματα και βραβεύουμε το κατά γενικήν ομολογία – των μελών – επικρατέστερο, οπότε ήμουν παράλληλα υποχρεωμένος να διαβάσω και βιβλία τα οποία ουδέποτε θα έπιανα διαφορετικά στα χέρια μου (και αυτό ελπίζω να απαντά εν μέρει στο κακόβουλο ερώτημα το οποίο μου υποβάλατε).

Θα σας πω λοιπόν για τα βιβλία τα οποία ξεχώρισα από αυτά που διάβασα χωρίς αξιολογική σειρά βεβαίως, at random δηλαδή.

Πολλά ποιητικά έφτασαν στο κατώφλι μου, άλλα από φίλους και άλλα τα οποία είχαν την ευγένεια να μου στείλουν άγνωστοι μου ποιητές. Ξεχώρισα αρκετά από αυτά. Η ποίηση εξακολουθεί να ανθίζει στον τόπο μας, παρά το ότι πάμπολλοι νέοι ποιητές νομίζουν πως είναι εύκολη και ξεκούραστη υπόθεση να γράφεις ποιήματα. Με συγκίνησαν ο τόμος «Τον έρωτα τον κοίταξα» του φίλου Πάνου Σταθόγιαννη, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, και επίσης η λιτή και απέριττη ποίηση του Αργύρη Παλούκα που μου έστειλε τα παλιότερα ποιήματά του μαζί με την πρόσφατη επιλογή του από το έργο του Γ. Χειμωνά με τίτλο «Αγάπη σαν ακολασία», με μια εισαγωγή που με βοήθησε αρκετά να προσπελάσω έναν ποιητή ο οποίος παρέμεινε για μένα γρίφος για πολλά χρόνια (και εν μέρει παραμένει ακόμα).

Η νουβέλα του Μισέλ Φάις “Lady Cortisol” (Πατάκης) με κράτησε από την αρχή ως το τέλος με την διεισδυτική και ευαίσθητη φωνή που ακούγεται μέσα από τις σελίδες της. Ο Φάις είναι ένας συγγραφέας που δεν κάνει χάρες στο κοινό και ακολουθεί τον δρόμο του επίμονου περιηγητή – δύτη ίσως ταιριάζει περισσότερο – στα θολά τοπία της ανθρώπινης ψυχής, καταβάλλοντας εμφανή μόχθο στην προσπάθεια να αναπτύξει το σκοτάδι σε μορφή κειμένου.

Η σύντομη αυτή νουβέλα διαβάζεται σαν θεατρικός μονόλογος και τεχνικά εδράζεται στην συνειρμική αλληλουχία διαθέσεων, σκέψεων και αισθήσεων. Είχα την αίσθηση πως βρίσκομαι μπροστά σε μια φωτισμένη σκηνή και παρακολουθούσα ένα δράμα να ξετυλίγεται μπροστά μου, αφού οι διάλογοί του δεν είναι ουσιαστικά παρά ένας διαρκής μονόλογος μιας γυναίκας, μπορεί και άντρα, που απαντά και δεν απαντά σε μια σειρά ερωτήσεων οι οποίες μοιάζουν τυχαίες αλλά είναι αριστοτεχνικά οργανωμένες έτσι ώστε να ανεβάζουν διαρκώς την θερμοκρασία των καταστάσεων, ίσαμε το σημείο της έκκρηξης. Θέλω να επισημάνω επίσης το ιδιαίτερο χιούμορ του, μια ιδιότητα που απουσιάζει από πολλούς πεζογράφους μας και ιδιαίτερα εκείνους οι οποίοι σκάπτουν (ή φαντάζονται ότι σκάπτουν) τα απάτητα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, της κατάθλιψης και της αγωνίας θανάτου.

Ο χειρισμός του Μ.Φ. εν προκειμένω καθιστά το βιβλίο αυτό ιδιαίτερα συναρπαστικό. Ο Φάις έχει δώσει δείγματα άψογου χειρισμού στις περισσότερες φόρμες του πεζού λόγου και ο θεατρικός, πιστεύω, είναι αυτός που περισσότερο απ’ όλες τις άλλες τον ελκύει. Χρειάζεται αναγνώστες υποψιασμένους και σε πλήρη εγρήγορση στη διάρκεια της ανάγνωσης, ώστε να μπορέσει κανείς να φτάσει ως το τέλος του βιβλίου παρακολουθώντας τον εξαιρετικό του λόγο, τις καίριες διατυπώσεις, την ολοζώντανη παρουσία του ατόμου (γυναίκας ή άντρα, αδιάφορο) που διαλέγεται με τον εαυτό του και μονολογεί με κάποιον άλλο. Η Lady Cortisol είναι ένα από τα λίγα κείμενα που μπορεί κανείς να διαβάσει χωρίς να πετά ούτε μια του λέξη, ούτε ένα σημείο στίξης. Αν και εξαιρετικά απαιτητικό ανάγνωσμα, το βρήκα συναρπαστικό.

Εξίσου ζόρικο κείμενο – αν και πολύ διαφορετικό – ήταν για μένα η έκπληξη της φετινής αναγνωστικής μου χρονιάς, ένα μυθιστόρημα σκληρό, εμμονικό, γραμμένο με ένα πάθος που διαψεύδει το παγερό κλίμα των σκανδιναβικών χωρών όπου τοποθετείται (Δανία και Σουηδία) αλλά και το αποστασιοποιημένο και σχεδόν υπηρεσιακό ύφος του ήταν το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μιχαηλίδη «Οι επόπτες» (από την Νεφέλη).

Ο δεξιοτεχνικός χειρισμός της γλώσσας και το κυριολεκτικά μανιακό ύφος του βιβλίου με κράτησε καρφωμένο στις 356 πυκνοτυπωμένες σελίδες του, παρά το γεγονός πως δεν με ενδιαφέρει διόλου να διαβάζω βιβλία γραμμένα από Έλληνες συγγραφείς που διαδραματίζονται σε ξένες χώρες. Τα πιο πολλά με κάνουν να σκέφτομαι πως ο συγγραφέας τους ονειρεύεται να αναγνωριστεί “διεθνώς”, να ξεχωρίσει ως “οικουμενικός” πιο πολύ παρά στενά Έλληνας συγγραφέας, παρά το γεγονός πως όλες οι χώρες διαθέτουν πληθώρα ντόπιων πεζογράφων και δεν περιμένουν να πληροφορηθούν για την κοινωνία και την ιστορία τους από κάποιον ξένο. Είναι, πιστεύω, ισχυρή η τάση να αποφύγει κανείς τα δύσκολα – δηλαδή να μιλήσει μέσα από μια υψηλής ποιότητας λογοτεχνία για την ντόπια πραγματικότητα η οποία εδώ στην Ελλάδα για δεκαετίες τώρα αποτελεί μια ιδιαίτερα καυτή πατάτα, που απαιτεί ειδικές αντοχές για να την μεταχειριστείς ως κλίμα, ως περιβάλλον. Για να επιστρέψω στον Μιχαηλίδη, εδώ έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Όχι έναν συγγραφέα που φιλοδοξεί να ψαρέψει διεθνές αναγνωστικό κοινό, παρά κάποιον ο οποίος έχει θέσει έναν συγκεκριμένο θεματικό στόχο και βρήκε καταλληλότερο μέσον για να τον πετύχει τούτη την ιστορία που διαδραματίζεται μεταξύ Κοπεγχάγης και Μάλμε, με ήρωες και ηρωίδες Δανούς και Σουηδούς.

Ο στόχος του νομίζω ήταν να αναδείξει την κυριαρχία των πολυεθνικών πάνω στις κυβερνήσεις και τους λαούς, την εκτέλεση τεράστιων δημόσιων έργων που περισσότερο από το να επιλύσουν προβλήματα έχουν σκοπό το κέρδος που θα αποκομίσει ένας τεράστιος αριθμός εργολάβων και υπεργολάβων, ενώ συχνά πρόκειται για έργα η ανάγκη των οποίων προέκυψε κυρίως στις αίθουσες διασκέψεων των κατασκευαστικών εταιριών παρ’ όσο μέσα στις ίδιες τις κοινωνίες όπου θα εκτελεσθούν, συχνά άχρηστα ή που σύντομα πέφτουν σε αχρησία και παρακμάζουν. Δεν ξέρω για την γέφυρα Ρίου-Αντιρίου (που τόσο μοιάζει με την γέφυρα του μυθιστορήματος) σίγουρα όμως ως απόλυτα σχετικό παράδειγμα ανάλογης αποτυχίας έχουμε τα δικά μας ολυμπιακά έργα και ακίνητα, άλλο ένα γερό σπρώξιμο στον γκρεμό της οικονομίας μας μετά το 2004. Φυσικά το μεγάλο ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου δεν είναι η γέφυρα ή ο σχολιασμός της παντοδυναμίας των πολυεθνικών, αλλά η γλώσσα, το ύφος, η απίστευτη λεπτομέρεια των τεχνικών δεδομένων, η καταλεπτή περιγραφή όλων των σταδίων κατασκευής του τεράστιου αυτού έργου, που μόνα τους αποτελούν μια περιπέτεια, και οι άνθρωποι που ήταν εκεί – φυσικά εδώ λειτουργεί εντελώς η φαντασία του συγγραφέα, όλα τα πρόσωπα είναι επινοημένα – για τους οποίους ο Μ. έχει μάτι ανατόμου και χέρι ψυχρού εκτελεστή περιγράφοντας την μορφή, την ψυχή, την εσωτερική ζωή τους και τον ρόλο που ο καθένας διαδραματίζει μέσα ή γύρω από το εργοτάξιο.

Ο Νίκος Μάντης εξέδωσε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα με τίτλο «Οι τυφλοί» (Καστανιώτης). Είναι ένας συγγραφέας που ήδη είχα προσέξει από το προηγούμενό του βιβλίο, το «Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί», το οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε «σπονδυλωτό μυθιστόρημα». Ο Μάντης είναι ένας νέος άνθρωπος που έβγαλε το πρώτο του βιβλίο το 2006, άρα μέσα σε δέκα χρόνια έγραψε πέντε μυθιστορήματα. Αναμφισβήτητο ταλέντο πεζογράφου, δουλεύει με πάθος τα βιβλία του. Εδώ έχουμε ένα έργο 598 σελίδων σε έναν καλά βιβλιοδετημένο τόμο που ανοίγει εύκολα και είναι αρκετά ελαφρύς, παρά τον όγκο του, ώστε να μην κουράζει το χέρι. Φυσικά δεν τρομάζω μπροστά σε βιβλία των εξακοσίων και περισσότερων σελίδων, αντίθετα όταν βλέπω τέτοια μεγέθη η αναγνωστική μου λίμπιντο ερεθίζεται απίστευτα.

Ο Νίκος Μάντης φωτογραφημένος για την Popaganda.

Όπως και στην «Άγρια Ακρόπολη» ο Μάντης αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του και στήνει ένα μυθιστόρημα που επιδέξια αναμιγνύει την πραγματικότητα, επίκαιρη και ιστορική, με τις επινοήσεις του μυθιστοριογράφου που δεν ηθογραφεί αλλά αναπλάθει τον φυσικό μας περίγυρο σύμφωνα με τις επιδιώξεις της μυθοπλασίας του, που ξεφεύγει ελεύθερα από τον ρεαλισμό και αναπλάθει έναν άλλον ρεαλισμό, δομημένο πάνω στους δικούς του όρους, ενσωματώνοντας έτσι το αληθινό με το επινοημένο και αναδείχνοντας το πρώτο ως έμπνευση και το δεύτερο ως πειστική πραγματικότητα που ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να την αποδεχθεί και να παρασυρθεί στη δίνη της φαντασίας. Η διαίρεση ενός τόσο μεγάλου μυθιστορήματος σε μέρη είναι κάτι συνηθισμένο και δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία να ζωντανέψει πολλές παράλληλες ιστορίες και καταστάσεις, ένα πλήθος προσώπων και να διατρέξει τις εποχές. Στην περίπτωση των «Τυφλών» πιστεύω πως έχουμε κατά βάση άλλο ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, είτε το θέλησε τέτοιο είτε όχι ο Μάντης. Κάποια από τα μέρη του βιβλίου αυτού δεν δένουν τόσο μεταξύ τους οργανικά, αλλά η δύναμη της γραφής είναι τέτοια που μπορεί και να το παραβλέψει κανείς. Μια υπερχείλιση έμπνευσης, ένας καταιγισμός πυρετώδους γραφής, που θα χρειαστεί πιστεύω μια καλή δόση αυτοπειθαρχίας στο μέλλον για να αγγίξει τις πολύ υψηλές κορυφές προς τις οποίες στοχεύει αυτός ο συγγραφέας από τον οποίο μπορεί κανείς με σιγουριά να περιμένει εξαιρετικά βιβλία και στο μέλλον.

Καμία απολύτως επιφύλαξη για το νέο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. Το «Ίσως την επόμενη φορά» που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα (Μεταίχμιο) επαναφέρει έναν σπουδαίο πεζογράφο σε πλήρη άνθιση του ταλέντου του. Μια ερωτική ιστορία δεν ήταν ό,τι θα περίμενε κανείς από τον συγγραφέα του «Η πόλη και η σιωπή» ή του «Περάσματος» που προηγήθηκε το 2015. Αλλά ενώ η πολιτική κριτική ματιά των δύο εκείνων μυθιστορημάτων ίσως δεν κατάφερε να λειτουργήσει απόλυτα όπως έδειχνε να φιλοδοξεί ο συγγραφέας, εδώ η απελευθερωμένη από «στοχεύσεις» γραφή του καταφέρνει να κάνει μια ερωτική ιστορία να λειτουργήσει τέλεια και ως κριτική της σύγχρονης κοινωνίας και του κυριαρχικού ρόλου που παίζουν τα στερεότυπα στη ζωή των ανθρώπων, ιδίως των ηλικιακών ομάδων στις οποίες ανήκουν και ο ήρωας με την ηρωίδα του βιβλίου. Η ματιά του Τζαμιώτη αναλύει και αναδείχνει με αξιοζήλευτη δεξιοτεχνία και τέλεια πειθώ τον εσωτερικό κόσμο ενός νεαρού άντρα και μιας νεαρής γυναίκας που εμπλέκονται ερωτικά και χωρίζουν άδικα και πικρά ενώ όλα, μα όλα, έδειχναν πως ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.

Εκτός από τον συγγραφέα ήρωά του, που καταλαβαίνει κανείς αμέσως πόσο άνετα μπορεί να τον χειριστεί ως πρόσωπο ο Τζαμιώτης, το ίδιο πειστικά, βαθιά, προσεκτικά και με απίστευτη ακρίβεια ζωγραφίζει την ηρωίδα του, κάτι που δείχνει την μεγάλη κλάση του ως μυθιστοριογράφου, αφού μπορεί να αποκαλύψει στον αναγνώστη μια γυναικεία οπτική που οι άντρες συγγραφείς σπάνια διαθέτουν, απαλλαγμένη από τα εσωτερικά αρσενικά τους πρότυπα (ή στερεότυπα) γι’ αυτές. Η Άννα του Τζαμιώτη είναι μια γυναίκα απόλυτα πειστική, όσο η Καρένινα, η Μποβαρύ αλλά και η απίστευτα μαγευτική Σανσεβερίνα. Και η ιστορία του έρωτα ανάμεσα σε αυτά τα δυο τόσο γνώριμα σε όλους μας πρόσωπα, μέσα στο τόσο γνώριμο σε όλους μας περιβάλλον της σημερινής Αθήνας, στο συναρπαστικό αυτό βιβλίο που δεν μπόρεσα να το αφήσω από τα χέρια μου πριν το τελειώσω, ζωγραφίζει με τον πιο εναργή τρόπο την κοινωνία μας με τα αδιέξοδά της. Πάντα πίστευα πως όσο πιο καλό λογοτέχνημα είναι ένα βιβλίο, τόσο πιο αποτελεσματικό μπορεί να είναι και ως κριτική θεώρηση της κοινωνίας την οποία αφορά.

Άλλη μια σπουδαία ανάγνωση ήταν η νέα μετάφραση του «Μαγικού Βουνού» του Τόμας Μαν (Μεταίχμιο) από τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο. Το βιβλίο αυτό ήταν από τα πρώτα – αν όχι το πρώτο – που άλλαξε οριστικά τον τρόπο με τον οποίο έβλεπα τη συγγραφή, στη διάρκεια της πρώτης μου (γιατί μετράω πάνω από μία !) νεότητας. Ήταν το βιβλίο που τελειώνοντας την πρώτη του ανάγνωση – πάντα ακολουθούν και άλλες με τέτοια έργα – αισθάνθηκα πως είχα μεγαλώσει, πως είχε ζήσει μια ολόκληρη ζωή μέσα από αυτό και πως διέθετα την πείρα και τη σοφία της, αλλά και τη γνώση που προσφέρουν οι πληγές της ζωής. Συνέβηκε άλλες δυο φορές αργότερα κάτι παρόμοιο : η δεύτερη ήταν με το Μοναστήρι της Πάρμας και η τρίτη με τον Προυστ. Ήμουν ακόμα πολύ νέος όταν πρωτοδιάβασα το Μαγικό Βουνό για να έχω πολλά ισχυρά τραύματα στην προσωπική μου ζωή, αλλά το βιβλίο αυτό ήταν εκτός από λογοτεχνική αποκάλυψη και μια εμπειρία ζωής. Δεν περίμενα πως θα το ξαναδιάβαζα, αλλά η περιέργεια για την ποιότητα της μετάφρασης με παρακίνησε και όταν το άρχισα δεν μπόρεσα να το αφήσω.

Διαβάζω τώρα – χωρίς να έχω ακόμα τελειώσει – ένα τεράστιο επίσης μυθιστόρημα του Κολομβιανού Σέρχιο Άλβαρεζ (γεν.1965), το «35 νεκροί» (έκδοση του 2011, επίσης από το Μεταίχμιο) αριστοτεχνικά μεταφρασμένο από την Μαρία Κνήτου και ομολογώ πως είμαι γοητευμένος. Δεν θυμούμαι αν είχε προσεχθεί ή έστω αναφερθεί όταν κυκλοφόρησε, αλλά μάλλον πέρασε απαρατήρητο από το ελληνικό κοινό (δηλαδή τους κριτικούς μας) και λυπήθηκα που το βρήκα στο μπαζάρ του εκδότη του για 13 και κάτι ευρώ, ένα βιβλίο σπουδαίο κοντά εξακοσίων σελίδων.

Εν τέλει μια ικανοποιητική αναγνωστική χρονιά – και συνεχίζω.


Ο Αλέξης Πανσέληνος είναι συγγραφέας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και πολωνικά. Επίσης είναι μέλος της κριτικής επιτροπής των βραβείων μυθιστορήματος The Athens Prize for Literature του περιοδικού «(δε)κατα». Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κίχλη το νέο του βιβλίο, «Σεμινάρια δημιουργικής γραφής», 48 κείμενα που «αποτελούν ένα κατά βάθος σοβαρό παιχνίδι με τη λογοτεχνία.»

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.