κρεβατοκαμαρα, κοζανη, 2006

Φωτογραφία: Γιάννης Δρακουλίδης/ FOSPHOTOS

Η  (κορτιζόλη ονομάζεται η ορμόνη του φόβου, της επιθετικότητας και της κατάθλιψης) είναι ένα μακρύ, παραληρηματικό κείμενο, όπου μια γυναίκα απαντά στις εξαντλητικές και καταιγιστικές ερωτήσεις ενός απροσδιόριστου άντρα.

Εντέλει, ποιά είναι αυτή η φωνή που, κατά περίπτωση, συστήνεται ως Μάσα με τον μπαλτά, Θρασόμυγα, Συνδεδεμένη 7591, Απαντησομηχανή, Πανσεληνοειδής, Θλιμμένο πτώμα, Αυτή που πίνει καφέ, μπορεί όμως και τσάι, Ριγμένη στο πουθενά, Τεράστιο έκζεμα, Κουτσή μπαλαρίνα, Αστεία πληγή, κυρίως, όμως, Corti;

Αλλά και ποιός ο ερωτών, με το αδιάκριτο, αμφίθυμο, απειλητικό, υπνωτιστικό, χαοτικό ερωτηματολόγιο;

Μήπως αμφότεροι είναι φάσματα μιας νοσηρής εμμονής;

Ψυχιατρική συνεδρία, ανακριτική συνθήκη, πειραματικό εργαστήρι, παραισθητική ή μεταφυσική εμπειρία, ονειρικό παζλ. Κάπου ανάμεσα.

Ο συγγραφέας, διασχίζοντας μισοφώτιστες ζώνες της μνήμης, της επιθυμίας και της γλώσσας, διασταυρώνει κλίμα και τεχνικές θεατρικού μονολόγου με υπαρξιακό θρίλερ.

Εξομολογητικός πυρετός, δυστοπικό άγχος, φάρσα της απόγνωσης. Ένα βιβλίο για τη δίψα του άδηλου εαυτού, σε μια εποχή ακραία και μεταβατική.

Μετά το Aegypius monachus (2001) ο Μισέλ Φάις επιστρέφει και πάλι στη φόρμα της νουβέλας.

Ακολουθεί, σε προδημοσίευση, ένα απόσπασμα που επέλεξε ο συγγραφέας.

12375515_10207697224564238_1120151576_o

Μισέλ Φάις. Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Πίττας

                                                                       ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ

                                                                  Lady Cortisol

Κι αφού πρώτα σ’ εμπλέκει σε ρογχοκουβέντες, ρογχοεικόνες, ρογχοσκέψεις, μετά σε στρέφει πάλι αλλού, κι αν σας ζητούσαν, ρωτάει, να σκεφτείτε έναν τίτλο για όλο αυτό που συμβαίνει εδώ, μεταξύ μας, ποιος θα ήταν; Τίτλο; επαναλαμβάνεις, προσπαθώντας να σταθμίσεις πώς σε βλέπει, πώς σε αντιμετωπίζει. Ως υλικό άρθρου σε εφημερίδα ή περιοδικό; Ως ηχητική εγκατάσταση σε εικαστική έκθεση; Ως μαρτυρία σε επιστημονικό συνέδριο; Ως μέσο αναπλήρωσης στο κενό του; Παρ’ όλα αυτά, του αραδιάζεις τίτλους. «Συνέντευξη με μια νεκρή», «Κάποιος να τους πονέσει», «Αυτά που πέφτουν», «Ιστορίες χωρίς ιστορία», «Τελευταία πράγματα», «Το δωμάτιο του κανένα», «Θεωρία της κούρασης», «Καμένο κίτρινο». Κι αφήνοντας έναν ήχο, κάτι ανάμεσα σε χασμουρητό και φύσημα της μύτης, ή μάλλον χασμουρητό που ενισχύεται από φύσημα μύτης, μπορεί όμως και χασμουρητό που προκάλεσε φύσημα της μύτης, παρά το αντίστροφο, σε ρωτάει, σε γενικές γραμμές, πιστεύετε πως είστε συμπαθής ή αντιπαθής; Θες να το ανοίξεις το θέμα. Να ξεκαθαρίσεις κάποια σημεία προκαταρκτικά. Για παράδειγμα, να πεις εξαρτάται πάντα ποιος σε συμπαθεί και ποιος σε αντιπαθεί. Αλλά κι αν εσύ κι αυτός που σε συμπαθεί ή σε αντιπαθεί έχετε την ίδια ή παρόμοια κλίμακα έλξης ή άπωσης σε μια σειρά πραγμάτων. Καθώς αντιπάθεια ή συμπάθεια με την πρώτη ματιά σπανίως συμβαίνει, κι όταν συμβαίνει αποπνέει κάτι το ερωτικό. Κι άλλα πολλά περνούν από το μυαλό σου πριν του πεις, νιώθω πως δεν έχω ούτε πραγματικούς φίλους, ούτε όμως πραγματικούς εχθρούς. Οι πρώτοι στην παραμικρότερη δυσκολία με εγκαταλείπουν, οι δεύτεροι, στην πρώτη, ήπια αντίδρασή μου εξαφανίζονται. Λες και δεν υπάρχουν, λες και υπάρχουν μόνο ως έμμονες ιδέες. Κάποιες φορές σκέφτομαι πως θα πεθάνω χωρίς φίλους και εχθρούς. Κι επειδή είναι πιο εύκολο να γίνεις αντιπαθής ή μισητή, σκοπεύω να αποκτήσω εχθρούς, πολλούς εχθρούς. Πριν γεράσω. Πάρα πολλούς. Όσο με βαστούν ακόμη τα πόδια μου. Αφού δεν θα με θυμούνται για το χιούμορ μου, την καλοσύνη μου ή την ευγένειά μου, τουλάχιστον ας με θυμούνται για τον νοσηρό και περίκλειστο χαρακτήρα μου. Αφήστε που, μετά από χρόνια, μπορεί και να σε συγχωρέσουν για το κακό που τους προξένησες. Εκατό φορές όμως καλύτερα να σε μνημονεύουν ως κάτι διά βίου απεχθές. Χίλιες φορές. Τι; Να βουλιάξεις στην αξιοπρεπή άγνοια και στην τίμια λήθη; Δεν κατάλαβα. Δεν καταλάβατε, μάλλον. Γιαυτό, εχθρούς! Επειγόντως! Προλαβαίνω, λέτε; Σιγά μη σου απαντήσει. Τον χαβά του αυτός. Γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο. Και με συναφή ερώτηση, παρόμοιας απόχρωσης, σε ρωτάει, εντέλει, θεωρείτε πως είστε ευχάριστη ή δυσάρεστη παρέα; Γαϊδούρι αυτός, γαϊδούρα κι εσύ. Δεν ξέρω. Ειλικρινά. Από την άλλη, σκέφτομαι, υπάρχουν παρέες σήμερα; Συνήθως περνάω απαρατήρητη. Κάποτε μου έλεγαν πως ήμουν, πως λειτουργούσα κατευναστικά. Γινόμουν ο καταλύτης σε φορτισμένες καταστάσεις. Κορεσμένες φιλίες, τσακισμένες σχέσεις, ζευγάρια σε κρίση. Αυτό το κάποτε πέθανε. Μάλλον. Τώρα βρίσκομαι πέραν της δυσαρέσκειας και της απόλαυσης. Τελευταία όμως κάτι με πιάνει. Εκεί που κάθομαι θέλω να γίνω προκλητική. Να ρίξω λάδι στη φωτιά. Αλάτι στις πληγές. Διχαστική. Και πάλι όμως έχω το αντίδοτο. Λέω, τo να γίνεσαι δυσάρεστη, δεν σημαίνει πως αυτομάτως γίνεσαι κάτι το ξεχωριστό. Από μέσα μου. Γύρω σου κυκλοφορούν τόσοι δυσάρεστα δυσάρεστοι, τόσοι γελοία δυσάρεστοι, τόσοι αδιάφορα δυσάρεστοι. Αυτά σκέφτομαι, όταν λυσσάω να γίνω η πιο δυσάρεστη του κόσμου. Καθόλου εύκολο. Να μη σ’ αντέχει ούτε το χνότο σου. Κανένας. Ούτε καν η Δυσαρέσκεια. Κι αυτή, με το που θα σε βλέπει, θα το βάζει στα πόδια. Και μετά σαν να μου πέφτει ο πυρετός. Αδειάζω. Αποχαιρετώ την κακή ενέργεια. Αδειάζω. Το παραμελημένο κορίτσι βρίσκει πάλι την ανάσα του. Μέσα μου. Αδειάζω. Σιγά μη σ’ αφήσει αυτός να αδειάσεις. Αυτός σε θέλει στριμωγμένη, μπουκωμένη, πανικόβλητη, χαοτική. Να χτυπιέσαι στα τοιχώματα του εαυτού σου. Να κροταλίζουν τα δόντια σου, να βουίζουν τ’ αυτιά σου, να τρέμουν να χέρια σου, να κόβονται τα γόνατά σου. Κυρίως όμως, να γίνεσαι ένα τέραστιο έκζεμα, να μην πλησιάζεις κανέναν, να μη σε πλησιάζει κανένας. Ανέγγιχτη. Απρόσιτη. Και φυσικά είναι η στιγμή, η ενδεδειγμένη στιγμή, πιο ενδεδειγμένη αυτοκτονεί, για να σε ρωτήσει αυτή τη στιγμή, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, τι έχετε περισσότερο ανάγκη; Αυτή τη φορά θα την ακούσει. Θα του την πεις. Αν ακούει τίποτα άλλο εκτός από τη σκατοψυχρογαμοφωνή του. Σκασμός, ρε. Αυτό λαχταρώ να φωνάξω. Να πάψουν όλα. Να το βουλώσουν. Σκασμός, ρε. Να μην ακούω τίποτα. Κιχ. Κανείς όμως δεν μ’ ακούει. Δεν βγαίνει η φωνή μου; Κουφάθηκε το σύμπαν; Γι’ αυτό προτιμώ να μη χρειάζεται να αποφασίζω για τίποτα. Ποτέ ξανά. Να μην αποφασίζω για τίποτα. Να γίνω πρακτική, χρήσιμη και αυτάρκης σαν μια καρέκλα. Απαθής σαν μια καρέκλα. Είτε με ξεσκονίζουν, είτε με λουστράρουν. Είτε κάθονται πάνω μου παιδιά, υπέρβαροι ή χεσμένοι. Κι αν θυμώσουν και με κομματιάσουν; Να! Κι αν ξεπαγιάσουν και με ρίξουν στο τζάκι; Να! Καλύτερα όμως, τώρα που το ξανασκέφτομαι, θα ήταν να συναντούσα ανθρώπους που θα μου μαλάκωναν την τραχεία καμπύλη του χρόνου. Χωρίς να πουν τίποτα. Χωρίς να κάνουν τίποτα. Απλά και μόνο επειδή αναπνέουν. Πού να τους βρω όμως; Υπάρχουν δρόμοι, πλατείες, εστιατόρια, μπαρ, εξοχές, πήχτρα σε κόσμο ή άδεια, όπου νa συχνάζουν αυτοί οι αφανείς τύποι, αυτοί οι υπέροχοι χαρακτήρες, που δεν είναι κόλαση ακόμη η ζωή τους; Αυτός χαμπάρι. Απτόητος. Το κομποσκοίνι του. Κι αν άλλαζε κάτι πάνω σας, με μια μόνο κίνηση, αλά ούνα, αλά ντούε, αλά τρε. Τι θα ήταν; Κομποσκοίνι αυτός, κομποσκοίνι κι εσύ. Να σταματήσω να μπαίνω συνεχώς στη θέση των άλλων. Γι’ αυτό δεν μπορώ να σταθώ πουθενά. Να αντιμετωπίσω κατάματα κανέναν. Γιατί απέναντί μου έχω πάντα κάποια ή κάποιον σαν εμένα. Όχι όμως εμένα. Κάποιους που είναι πιο λυπημένοι από μένα, πιο θυμωμένοι από μένα, πιο ευάλωτοι από μένα. Κάποιους που πρέπει να πλησιάσω, ν’ ακούσω, να συντρέξω. Βάζοντας στην άκρη εμένα, που είμαι λιγότερο λυπημένη, που δεν είμαι, λιγότερο θυμωμένη, που δεν είμαι, λιγότερο ευάλωτη, που δεν είμαι, βάζοντας την άκρη εμένα,  τη στιγμή που δεν έχω κανέναν σαν εμένα να με πλησιάσει, να με ακούσει, να με συντρέξει. Κάποτε όμως θα βγω από την κατάσταση του καθόλου εαυτού και θα μπω στη θέση του εαυτού. Τότε εσείς, όχι εσείς προσωπικά, όλοι σας εσάς με τον πολύ, τον πληθωρικό, τον υπερχειλισμένο εαυτό θα εξαφανιστείτε. Κι εσείς και οι ερωτήσεις σας. Το διαβόητο ερωτηματολόγιό σας θα το φάει το μαύρο σκοτάδι. Επιτέλους! Θα ‘ρθει η μέρα, το ξέρω, που θα ξανακούσω τον αέρα, τη σιωπή, τη θάλασσα. Είμαι βέβαιη. Θα ξανακούσω μουσικούλες, βροντές, μαρσαρίσματα, κραυγές, πυροβολισμούς. Χωρίς να συγχέω οποιονδήποτε ήχο, το οτιδήποτε, με τη φωνή σας. Αυτό το χαοτικό τίποτα έχει ημερομηνία λήξεως. Δεν έχει; Και μετά ακούγεται σαν κάτι να σπάει. Έπεσε κάποιο ποτήρι που κρατούσε; Συνέβη κάποια μικρή έκρηξη στον χώρο του; Μήπως σωριάστηκε κάτω; Τίποτα δεν έγινε. Σιγά μη γίνει. Επανακάμπτει για να ρωτήσει, με τον πιο αφρώδη κυνισμό, ανέκαθεν ήθελα να σας ρωτήσω, πώς νιώθετε μετά από τις ερωτήσεις μου; Μάλιστα. Θα του έλεγες, χωρίς να έχεις τη διάθεση ούτε να τον πικάρεις ούτε να τον τσιτώσεις, πως άλλοτε νιώθεις πως ξεφυλλίζεις ένα ατελείωτο βιβλίο, ένα βιβλίο που όλο προστίθενται ιστορίες, οι ήρωες πολλαπλασιάζονται σαν αμοιβάδες, τα γεγονότα αντανακλούν νέα γεγογόνοτα και νέα γεγονότα, λες και οι σελίδες του διχοτομούνται, τριχοτομούνται στο διηνεκές, άλλοτε πάλι, πως ακούς μια μηχανή του κιμά να σε αλέθει, οστά, χόνδροι, νεύρα και σάρκα γίνονται μια αιμάτινη μάζα ανάκατη, αξεδιάλυτη με ευθύβολες, μεστές, πρωτότυπες ή ανατρεπτικές ερωτήσεις, που όσο πιο ευθύβολες, μεστές, πρωτότυπες και ανατρεπτικές είναι τόσο περισσότερο βελούδινο γίνεται το άλεσμά σου, συνήθως όμως, θα του ξεκαθάριζες, πως μετά από κάποιες ερωτήσεις του, όχι μόνο αυτές που θεωρεί καίριες, ευθύβολες, πρωτότυπες ή ανατρεπτικές, αλλά κι αυτές που θεωρεί παρακατιανές, κουρασμένες ή αδιάφορες το μόνο που μπορείς να κάνεις, που σου απομένει, είναι να αυτοχαστουκιστείς μέχρι να ματώσει το στόμα σου, να φας τόση σοκολάτα και να πιεις τόσο κονιάκ ώστε να ξερνάς όλη μέρα, να βγεις τσίτσιδη έξω και να τραγουδάς, όσο πιο φάλτσα γίνεται τραγούδια που τα ‘χεις συνδέσει με δυσάρεστα, πολύ δυσάρεστα συμβάντα. Αυτά. Κι αν τα πράγματα ζορίσουν πολύ, αν φτάσουν στο αμήν, να μπεις στη γεμάτη καυτό νερό μπανιέρα σου κι, αφού πρώτα αυνανιστείς, αν μπορείς, μετά να κόψεις τις φλέβες σου, που μπορείς. Αυτά όμως δεν θα τ’ ακούσει απο σένα. Όχι από σένα. Ας τα πει κάποια άλλη. Όχι. Δεν ντρέπεσαι ούτε τον εαυτό σου, ούτε αυτόν. Τα λόγια ντρέπεσαι. Τις λέξεις. Τι εικόνες. Ακόμη και τα κενά ανάμεσα στις λέξεις και τις εικόνες. Νιώθεις τόσο ντροπιασμένη. Ντροπιασμένη. Ντροπιασμένη. Ντροπιασμένη. Αυτή η ντροπή μπορεί να σε τρελάνει. Γι’ αυτό και θα σφραγίσεις το στόμα σου. Θα το μπουκώσεις. Με την πιο σθεναρή σιωπή. Θα το ράψεις. Με την πιο λυσσασμένη άρνηση. Τίποτα. Παύση. Κενό. Η ανάσα του νεκρού. Κι όσο αντέξει. Ας ενεργοποιήσει ό,τι θέλει. Ας σου ασκήσει ψυχική ή σωματική βία. Η ανάσα του νεκρού. Τέλος. Κι όμως, τίποτα δεν κάνει. Ούτε μισή ώρα δεν αντέχει. Επειδή σε ξέρει. Ξέρει τα όριά σου. Όταν ήσασταν μικρή, σε ρωτάει, τι σας άρεσε περισσότερο να κάνετε; Μαζεύτηκε; Αρχίζει και το μαζεύει; Θα δείξει. Εσύ, πάντως, του απαντάς σαν να μην τρέχει τίποτα. Όλα πρίμα. Μια χαρά. Να σωπαίνω, του λες. Ούτε να παίζω, ούτε να διαβάζω, ούτε να χαϊδεύομαι. Μόνο να σωπαίνω. Υπήρχαν μέρες που ξεχνούσα να μιλήσω. Τυλιγόμουν στη σιωπή, όπως τα κορίτσια τυλίγονται στη ζακέτα τους, στην αγκαλιά της μαμάς ή του μπαμπά, στο βλέμμα ενός αγοριού. Δεν ασχολιόντουσαν και πολύ μαζί μου. Αυτή είναι η αλήθεια. Τουλάχιστον γλίτωσα τις νουθεσίες. Κάποιες φορές ονειρευόμουν αυτή τη σιωπή. Πιο αγνή όμως, πιο τρυφερή, πιο γαλήνια. Καμία σκιά μοχθηρίας ή παραίτησης δεν τη νόθευε. Στην ανεπαίσθητη παύση που χωρίζει το κλείσιμο των δικών σου χειλιών και το άνοιγμα των δικών του, είσαι σίγουρη πως η επόμενη ερώτηση θα αφορά τον ύπνο σου. Κάτι έχεις μάθει τόσον καιρό διπλά του. Δίπλα του, τρόπος του λέγειν. Χείλια του, τρόπος του λέγειν. Αφού σπάνια, πολύ σπάνια, αναρωτιέσαι αυτή η φωνή τι πρόσωπο έχει, τι μάτια, αυτιά και μύτη, αλλά και πώς σαρκώνεται σε στέρνο, πλάτη, βουβώνα, άκρα; Έχει ροδαλό ή μελαψό δέρμα; Είναι στεγνός ή με πιασίματα. Πολύ σπάνια, όταν αισθάνεσαι πως ανάμεσά σας περνάει απαλά ο χρόνος, μια στις τόσες, δηλαδή, σχεδόν ποτέ, θες να δεις και κάτι περισσότερο, ν’ ακουμπήσεις και κάτι περισσότερο, να μυρίσεις και κάτι περισσότερο, να φιλήσεις και κάτι περισσότερο, να γλείψεις και κάτι περισσότερο, να δαγκώσεις και κάτι περισσότερο. Το στόμα του. Το καυλί του. Και, φυσικά, σε ρωτάει, θα ήθελα να μάθω, έχετε συνεχή ή διακοπτόμενο ύπνο; Κοιμάστε εύκολα ή δύσκολα;

info
Η νουβέλα του Μισέλ Φάις Lady Cortisol θα κυκλοφορήσει αρχές Νοεμβρίου από τις Εκδόσεις Πατάκη. 
14646597_10210216210257306_2012499514_o