Τo VR Project, ο πρώτος χώρος της Αθήνας που παρέχει «εμπειρίες» εικονικής πραγματικότητας τελευταίας γενιάς, στεγάζεται σε έναν λιτό, ευρύχωρο και φωτεινό χώρο στον 3ο όροφο ενός κτιρίου στην οδό Αθηνάς, στο ύψος περίπου της οδού Κολοκοτρώνη.
Τo VR Project, ο πρώτος χώρος της Αθήνας που παρέχει «εμπειρίες» εικονικής πραγματικότητας τελευταίας γενιάς, στεγάζεται σε έναν λιτό, ευρύχωρο και φωτεινό χώρο στον 3ο όροφο ενός κτιρίου στην οδό Αθηνάς, στο ύψος περίπου της οδού Κολοκοτρώνη.
Καθώς ανεβαίνω με το παλιάς τεχνολογίας ασανσέρ σε ένα τυπικό κτίσμα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας τίποτα δε με προετοιμάζει για όσα θα βιώνω (ή θα νομίζω ότι βιώνω) τις επόμενες ώρες.
Φτάνω στο VR Project γύρω στις 12:30 το μεσημέρι, επικρατεί ησυχία καθώς ο χώρος λειτουργεί για το κοινό από τις 14:00 έως τις 22:00, και με υποδέχονται ο Γιάννης Παρχαρίδης– ο ένας εκ των ιδιοκτητών, ο άλλος είναι ο Λουκάς Κατσικάρης– και η υπεύθυνη επικοινωνίας Νατάσσα Κατσικάρη.
Δεν είναι ότι δε βιάζομαι να μπω στον κόσμο του virtual reality αλλά για αρχή ας μάθουμε μερικά πράγματα για τις υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας που παρέχει το VR Project.
Eίναι ο μοναδικός χώρος στην Ελλάδα που παρέχει εμπειρία τέτοιας εμβύθισης χάρη στο headset HTC Vive, το πιο προηγμένο τεχνολογικά headset εικονικής πραγματικότητας παγκοσμίως. Τι το κάνει τόσο μοναδικό;
Ότι διαθέτει αισθητήρες και ανιχνευτές που αντιλαμβάνονται τις κινήσεις του χρήστη στον φυσικό χώρο κι έτσι δημιουργούνται οι ιδανικές συνθήκες ώστε αυτός να βυθιστεί όσο είναι δυνατόν «στον κόσμο που έχει φτιάξει ο εκάστοτε σχεδιαστής ενός προγράμματος».
Όπως μου το περιγράφουν αναρωτιέμαι αν μπορεί όλο αυτό να τρομακτικό εφόσον «χάνεσαι» σε έναν άλλον κόσμο που μοιάζει τόσο ρεαλιστικός αλλά δεν είναι υπαρκτός «Τρομακτικό όχι, αλλά όταν δοκίμασα το demo του Star Wars και άρχισε να πλησιάζει το διαστημόπλοιο για προσγείωση έπιασα τον εαυτό μου να σκύβει ασυνείδητα. Από την άλλη το αγαπημένο μου, που είναι η τοξοβολία σε βάζει σε ένα πιο καρτουνίστικο περιβάλλον οπότε μπαίνεις πιο πολύ σε διάθεση παιχνιδιού παρά να απολαύσεις το ίδιο το περιβάλλον», εξηγεί η Νατάσσα.
Υπάρχει μεγάλη ποικιλία προγραμμάτων, κάποια από αυτά είναι πιο κινηματογραφικά με μικρό interaction με τον χρήστη κάποια άλλα καλούν τον χρήστη να «χτίσει» μέσα στον κόσμο εικονικής πραγματικότητας, άλλα είναι παιχνίδια υψηλής αδρεναλίνης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι video games σε virtual reality περιβάλλον.
Ανυπομονώ να ξεκινήσω. Μπαίνω σε ένα από τέσσερα labs, στο πάτωμα είναι σχεδιασμένο ένα τετράγωνο και το εμβαδόν αυτό του τετραγώνου θα είναι ο φυσικός μου χώρος όσο θα βρίσκομαι βυθισμένη στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας. Φορώ το headset HTC Vive, τα ακουστικά και παίρνω τα δύο χειριστήρια στα χέρια μου. Ξεκινάμε με ένα intro οδηγιών, ένα πολύ συμπαθητικό ρομπότ –με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ- με ξεναγεί στον εικονικό χώρο και μου εξηγεί τις δυνατότητες των χειριστηρίων.
Το πρώτο σοκ είναι ότι κοιτάς τα χέρια σου και δε τα βλέπεις αλλά βλέπεις τα χειριστήρια που μοιάζουν να κινούνται μόνα τους στον χώρο ενώ ξέρεις πολύ καλά ότι τα κινείς εσύ. Κάνω μια στροφή 360 μοιρών, παντού γύρω μου βρίσκεται ο κόσμος της εικονικής πραγματικότητας. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα είναι ότι εάν πλησιάσω τα σύνορα που έχουν τεθεί από το τετράγωνο τότε εμφανίζεται ένα φωτεινό πλέγμα που μου υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να κινηθώ άλλο προς τα εκεί. Όσο κινούμαι στο εσωτερικό του τετραγώνου και δεν πλησιάζω τα όρια του τόσο πιο δυνατή θα είναι η εμπειρία καθώς η ψευδαίσθηση δεν θα διακόπτεται από καμία υπενθύμιση. Είμαι έτοιμη για την πρώτη μου εμβύθιση.
Μπαίνω στο The Blu, ξαφνικά βρίσκομαι στον βυθό της θάλασσας, πάνω σε ένα ναυάγιο πλοίου, γύρω μου –κι όταν λέω γύρω μου, το εννοώ- κολυμπούν σμήνη μικρών ψαριών, κοιτάω πάνω, κάτω, παντού θάλασσα και ψάρια, πουθενά δεν μπορώ να διακρίνω το σώμα μου, όμως να βλέπω στο σκαρί του ναυαγίου μια σκιά, κοιτάζω ψηλά κι από πάνω μου περνάει ένα σαλάχι. Ένας υπόκωφος αλλά δυνατός ήχος από τα αριστερά μου τραβάει την προσοχή, κοιτάζω προς τα εκεί, μια τεράστια φάλαινα πλησιάζει προς το μέρος μου, καθόλου επιθετικά, κολυμπά γαλήνια, είναι όμως τεράστια, με πλησιάζει και καθώς βλέπω το μάτι της καρφωμένο πάνω μου πιάνω τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει «χαλάρωσε, δεν είναι αληθινό, δεν είναι αληθινό». Κάνω ένα μικρό βηματάκι προς τα πίσω καθώς η ουρά της περνάει μπροστά μου. Η φάλαινα συνεχίζει την πορεία της, ώρα να αναδυθώ.
Το πρώτο σοκ είναι ότι κοιτάς τα χέρια σου και δε τα βλέπεις αλλά βλέπεις τα χειριστήρια που μοιάζουν να κινούνται μόνα τους στον χώρο ενώ ξέρεις πολύ καλά ότι τα κινείς εσύ.
Το επόμενο πρόγραμμα είναι το Tilt Brush της Google. Καλούμαι να δημιουργήσω το δικό μου έργο τέχνης, διαλέγω χρώματα από τη παλέτα, διαλέγω εάν θα ζωγραφίσω με ευθείες γραμμές, σπιράλ, αν το «πινέλο» μου θα βγάλει φούσκες, αστεράκια και άλλα ευφάνταστα σχήματα. Διαλέγω να ζωγραφίσω με τέτοιο τρόπο ώστε τα χρώματα και τα σχήματα να με περικλείουν, μπορώ βέβαια να βγω και να μπω από την χρωματική πανδαισία που μόλις δημιούργησα με δυο απλά βήματα, παραμένοντας στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας. Όταν τελειώνω, φωτογραφίζω και αποθηκεύω στην gallery το ψυχεδελικό αριστούργημά μου, το οποίο έχει κι αυτό σκιά αφού έχει 3d υπόσταση.
Η επόμενη εμπειρία ήταν πολύ καλύτερη. Μπαίνω στο παιχνίδι υψηλής αδρεναλίνης με τίτλο Audio Shield. Εκεί θα ζήσω τη μουσική. Τι σημαίνει αυτό; Μπορείς να επιλέξεις ένα τραγούδι που βρίσκεται στο πρόγραμμα είτε οποιοδήποτε άλλο τραγούδι θέλεις, αρκεί να υπάρχει στο youtube ώστε να κατέβει επιτόπου και να ενταχθεί στο παιχνίδι.
Και μετά ξεκινάει η μάχη. Βρίσκομαι στο stage, το περιβάλλον είναι σκοτεινό, στο αριστερό μου χέρι κρατάω μια μπλε ασπίδα, στο δεξί μια ροζ. Έχω επιλέξει ως τραγούδι το Ape Drums από Mutant Brain feat. Sam Spiegel Assassin (συμβουλή: επιλέξτε ένα δυναμικό τραγούδι, με beat), καθώς ξεκινάει τα beats της μουσικής μου επιτίθενται κάτι σαν μπλε και ροζ φούσκες. Κάποιες από αυτές έχουν ουρά, αν το beat τραβάει, πρέπει όλες να τις αποκρούσω με την ασπίδα αντίστοιχου χρώματος, και τις μωβ που εμφανίζονται αραιά και που ενώνοντας τις δύο ασπίδες.
Για 3,5 λεπτά κατακλύζομαι από beats, όταν αποκρούω φούσκες με ουρά νιώθω τα χέρια μου να τραντάζονται. Η ταχύτητα και η μουσική δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα, μια εμπειρία υψηλής αδρεναλίνης. Όταν τελειώνει βλέπω ότι έχω ποσοστό απόκρουσης 88,5%, όχι κακό για πρωτάρα.
Δεν τα πάω τόσο καλά στο demo του Star Wars, παιχνιδιού που θα ολοκληρωθεί τους προσεχείς μήνες. Βέβαια είναι κάτι μοναδικό να βρίσκεται στην έρημο του Tatooine, να βλέπεις τους δύο ήλιους, να κρατάς το φωτόσπαθο στα χέρια σου ακόμη και όταν σου την πέφτουν οι κακοί της Αυτοκρατορίας. Οι fans μπορεί να πάθουν και ανακοπή από την χαρά τους όταν σκάει μύτη ο R2-D2.
Επιλέγω σαν επόμενη εμπειρία το Apollo 11, πρόγραμμα που έχει δημιουργηθεί με τη σύμπραξη της NASA, και στο οποίο ακολουθείς την πορεία της θρυλικής αποστολής και κάνεις «ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα τεράστιο βήμα για την ανθρωπότητα» παρέα με τον Νιλ Άρμστρονγκ. Ένα δευτερόλεπτο πριν ξεκινήσω την εμβύθιση ακούω την Νατάσσα να ρωτά «Είσαι ακροφοβική;», δεν προλαβαίνω να πω «όχι» γιατί βρίσκομαι να αιωρούμαι στον αέρα, στο ύψος της μύτης του πυραύλου του Apollo 11, κατεβαίνω σιγά σιγά προς το έδαφος αλλά προς τα κάτω κοιτάζω μια στιγμή και «ουπς, μάλλον είμαι ακροφοβική τελικά».
Εκτοξευόμαστε, βρίσκομαι στην καμπίνα μαζί με τους δύο αστροναύτες, από το παράθυρο δίπλα μου βλέπω το γαλάζιο του ουρανού να μετατρέπεται στο μαύρο του διαστήματος, βλέπω τον ήλιο, τη γη να μικραίνει, σχεδόν νομίζω ότι νιώθω παγωνιά, μαύρο και άπειρα αστέρια, αν και ξέρω ότι μπορώ να «βγω» περπατώντας έξω από την καμπίνα και να βρεθώ να πλέω στο διάστημα δειλιάζω και δεν το κάνω, βγάζω μόνο το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο της καμπίνας όπως τα σκυλιά στο αυτοκίνητο. Μετά από 40 λεπτά ταξιδιού, πατάω την λευκή επιφάνεια της σελήνης, σίγουρα αυτή είναι η πιο «διαστημική» εμπειρία που μπορεί να βιώσει κανείς στην καρδιά της Αθήνας.
Για τελευταία εμπειρία επιλέγω το παιχνίδι της τοξοβολίας. Μπαίνω στο lab, εκεί που αρχικά παίζω με ένα ρομποτικό σκυλάκο, του χαϊδεύω το κεφάλι και πέφτει ανάσκελα για να του χαϊδέψω και την κοιλιά. Θα μπορούσα να κάτσω κάνα 5λεπτο να κάνω μόνο αυτό αλλά η Νατάσσα με προτρέπει να πάω προς το κάστρο.
Βρίσκομαι σε στρατηγικό σημείο ώστε να αποκρούσω με τα βέλη μου, τα μικρά, μαύρα πλασματάκια που χοροπηδώντας έρχονται να επιτεθούν στην πύλη του κάστρου. Η πρώτη προσπάθεια λήγει άδοξα μετά από δύο λεπτά, καθώς τα πλασματάκια με τα κράνη και τις ασπίδες έριξαν εύκολα το οχυρό, στη δεύτερη όμως τα πάω ήδη πολύ καλύτερα. Το κόβω για εθιστικό, σε υπέρτατο βαθμό, παιχνίδι, και φροντίζω να το διακόψω εγκαίρως γιατί πρέπει να γυρίσω στο γραφείο και να γράψω το θέμα. Αλήθεια, πώς περιγράφεις έναν κόσμο που ενώ δεν υπάρχει τον βιώνεις με τόσο έντονα συναισθήματα;