Ο Axel Willner έχει καταφέρει μέσα σε πολύ λίγα χρόνια όχι μόνο γίνει ένας dance αστέρας αλλά και να σώσει το δισκογραφικό μύθο της Kompakt. Η εμβληματική ετικέτα δεν θα είχε σβήσει φέτος είκοσι κεράκια αν δεν είχε καταφέρει να κυκλοφορήσει την ίδια χρονιά το From Here We Go Sublime του Field αλλά και το Chromophobia του Gui Boratto. Το 2007 η εταιρεία απ’την Κολωνία, γνωστή κι ως “Factory Records των 00s”, είχε πάρει -μαζί με την υπόλοιπη μουσική βιομηχανία- την κάτω βόλτα μέχρι ο άσημος Σουηδός κυκλοφορήσει το ντεμπούτο του και κατακτήσει σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο.
Επειδή ταίριαζε περισσότερο στα indie kids απ’ότι στους technoheads (κι ας λένε ότι θέλουν τα πρώτα) αποθεώθηκε όσο κανείς άλλος δίσκος εκείνης της χρονιάς -υπενθυμίζω ότι τότε είχε βγει και το Untrue του Burial, το ντεμπούτο των A Place to Bury Strangers, το Aelita των Tied & Tickled Trio και πάει λέγοντας- με αποτέλεσμα ο Wilner να εγκλωβιστεί γρήγορα στα ίδια του τα συνθετικά κόλπα (φυσικά όργανα, ατελείωτες λούπες, υπνωτιστικές αναπτύξεις κτλ.) και μέχρι το προπέρσινο Looping State of Mind να έχει εξαντλήσει τελείως τον ήχο του. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι δυνατόν να προσπεράσεις το γεγονός ότι μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια είχε καταφέρει, πέρα απ’την εμπορική του εδραίωση, να υπογράψει κομμάτια όπως το Over The Ice και το Sequenced.
Μέχρι που επιτέλους πέρσι, ο Wilner πέφτοντας σε ένα αναμενόμενο writer’s block πήρε τις ροκ αναφορές του και τις ομολογουμένως δεξιοτεχνικά στημένες λούπες του, τις κυκλοφόρησε με το όνομα Loops of Your Heart κι αφού τις ξεφορτώθηκε εκεί κατέληξε φέτος στον πιο dance δίσκο της καριέρας του, κι αυτόν που προσωπικά απολαμβάνω περισσότερο από κάθε του κυκλοφορία.
Το Cupid’s Head είναι κατά κάποιο τρόπο ένα κωλοδάχτυλο απ’τον Wilner σε όλους εμάς που αρνιόμασταν να πειστούμε απ’το hype που τον περιέβαλλε απ’την πρώτη στιγμή, αφού αφαιρώντας τελικά τα φυσικά όργανα και τις –υπεράριθμες- kraut και shoegaze αναφορές, κυκλοφορεί ένα διαφορετικό δίσκο χωρίς ταυτόχρονα να χάνει την ταυτότητά του. Δηλαδή εξακολουθεί να παραδίδει μακρόσυρτα θέματα, να φτιάχνει ατελείωτες λούπες, να παίζει με arpeggios και sequencers όπως κανείς άλλος καλλιτέχνης της γενιάς του, αλλά επιτέλους η μουσική του αποκτά καρδιά χωρίς σε κανένα σημείο να χάνει τον ακαδημαϊσμό της.
Το εναρκτήριο “They Won’t See Me”, αλλά και το “Black Sea” που ακολουθεί είναι δύο κομμάτια που δεν θα τολμούσε να κυκλοφορήσει λίγα χρόνια πριν, αλλά που τώρα ξέρουμε ότι αποτελούν highlights της καριέρας του. Όπως κι ότι το Cupid’s Head συνολικά είναι η πρώτη του κυκλοφορία (μαζί με το περσινό Loops of Your Heart) που δεν σε εθίζει στον αυτισμό.
Παρόμοια μίνιμαλ αισθητική παρουσίασε και ο Nicolas Jaar όταν μετά από μια σειρά υπέρ-επιτυχημένων house EPs κυκλοφόρησε το Space Is Only Noise που φανέρωνε ένα εικοσάχρονο πιτσιρίκι με σαφείς αισθητικές αντιλήψεις γύρω απ΄τη ηλεκτρονική μουσική καθώς κι άπειρες ιδέες και τρόπους να τις υλοποιήσει. Το ντεμπούτο του (αλλά και μια σειρά remixes με παρόμοια προσέγγιση που ακολούθησαν) ήταν λεπτοδουλεμένο χωρίς να χάνει την απλότητά του ή να ξεφεύγει απ’το μήνυμα του τίτλου του.
Εξακολουθεί να ακούγεται αλάνθαστο και να αντέχει πέρα απ’τις ατελείωτες επαναλήψεις που του εξασφάλισε η ξαφνική και υπερβολική έκθεση του σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Κι αφού έστησε πρώτα τη δική του δισκογραφική (Clown & Sunset) συναντήθηκε με τον παλιό του συμμαθητή Dave Harrington και έφτιαξαν τους Darkside. Ο Harrington είναι δυστυχώς κιθαρίστας.
Το προπέρσινο EP τους αποκτήθηκε από κεκτημένη ταχύτητα και παρέμεινε στο κουτί «προς ακρόαση» δίσκων που αφελώς κρατάμε όλοι δίπλα στο πικάπ, και δεν θα έβγαινε από κει αν δεν ερχόταν κι ο πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος του ντουέτου με τίτλο Psychic. Ο οποίος ξεκινάει μάλλον εντυπωσιακά (όπως δηλαδή και το Cupid’s Head) με το “Golden Arrow”, το πιο μακρόσυρτο κομμάτι του και η μοναδική στιγμή (μαζί με το “Metatron”) που όλα δένουν αρμονικά.
Φωνητικά, 70s κιθάρες, εξέλιξη, όλα κυλούν ιδανικά στα έντεκα περίπου λεπτά διάρκειας, και η ακρόαση τους μάλλον φτάνει για την περίληψη των όσων συμβαίνουν στη συνέχεια. Τα οποία είναι προφανώς λίγα (κανένα πρόβλημα) και χαρακτηρίζονται απ’τις ρετρό κιθάρες του Harrington και τα λουσμένα στο reverb φωνητικά (ξεκάθαρο πρόβλημα).
Ακόμα και τα κομμάτια που φέρουν την ωραία σφραγίδα του ήχου του Jaar (π.χ. “The Only Shrine I’ve Seen”, “Paper Trails”) την υποβιβάζουν σε δεύτερο ρόλο φέρνοντας πολύ μπροστά στη μίξη τις floyd-ικές ή μπλουζ κιθάρες, αντίστοιχα, του Harrington. Σε σημείο που νομίζεις ότι κάποια στιγμή θα φτάσουν στο σημείο να κυκλοφορήσουν ένα 70s disco anthem. Αλλά δεν διασκεύασαν έτσι κι αλλιώς ολόκληρο το Random Access Memories των Daft Punk;
Ο δίσκος με τις όποιες καλές στιγμές του και την ευκολία με την οποία μπορείς να τον ακούσεις στο repeat ίσως και να φτάνουν για να εκτιμηθεί αλλά αν είχατε συνηθίσει να περιλαμβάνετε τον Villalobos στις επιρροές του Jaar, οι Pink Floyd και τα 70s μπορεί να σας κοστίσουν αρκετά.