IMG_1125

«Υπάρχουν τόσα πολλλά κρασιά;», αναφωνούν οι επισκέπτες του «Οινοράματος» κάθε φορά, μένοντας με το στόμα ανοιχτό. Είναι το κρασί ο βασιλιάς όλων των γεύσεων; Για τον Κωνσταντίνο Στεργίδη, πρόεδρο της Vinetum και δημοσιογράφο του κρασιού που φέτος κλείνει 30 χρόνια στο χώρο και δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή, ναι. Για αυτό παρουσιάζει στην Popaganda πόσο πολυεπίπεδο είναι το πιοτό του θεού Διονύσου, ποια είναι η θέση του στην ελληνική κοινωνία και τον κόσμο, ενώ μας προτείνει τον καλύτερο τρόπο για να απολαύσουμε καλύτερα το «Οινόραμα», την μεγαλύτερη έκθεση ελληνικού κρασιού στην χώρα.

Πώς ξεκίνησε το «Οινόραμα»; Το «Οινόραμα» ξεκίνησε το 1994 όταν, επιστρέφοντας Ελλάδα από την Γαλλία και έχοντας παρακολουθήσει πολλές εκθέσεις κρασιού, είδα ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα εδώ. Ήταν μάλιστα μια εποχή που το ελληνικό κρασί ξεκινούσε να αναπτύσσεται, να γίνεται αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν η αναγέννηση του ελληνικού κρασιού. Λάνσαρα αυτήν την ιδέα, με ευρωπαϊκές προδιαγραφές και από την πρώτη στιγμή έπιασε η έκθεση, η οποία έχει μια συμβιωτική σχέση με το ελληνικό κρασί, αναπτύχθηκαν μαζί δυνατά. Πιστεύω ότι η έκθεση έχει βοηθήσει πολύ την ανάπτυξη του ελληνικού κρασιού, γιατί πάντα θέλουμε να οργανώνουμε κάτι πάρα πολύ ωραίο και σωστό, στο ύψος των φιλοδοξιών του ελληνικού κρασιού. Είναι κάτι που το ξέρω και το αγαπώ πάρα πολύ.

Ποιά ήταν η κύρια ανάγκη δημιουργίας της έκθεσης; Το πρόβλημα του ελληνικού κρασιού τότε ήταν να διαμορφωθεί σε κλάδο, να γνωριστούν οι οινοπαραγωγοί και να αρχίσουν να συναντιούνται, γιατί μέχρι τότε ο σύνδεσμος που υπήρχε ήταν πολύ κλειστός. Να αρχίσει να αποκτά μια εικόνα του εαυτού του και να διαμορφώνει μια άποψη για το τι είναι το ελληνικό κρασί και να βελτιωθεί η ποιότητά του. Υπήρχαν προβλήματα που έπρεπε να ξεπεράσει το ελληνικό κρασί πριν να αντιμετωπίσει την δημιουργία της εικόνας του έξω. Σιγά σιγά, βέβαια έγιναν όλα αυτά και τώρα έχουμε φτάσει σε ένα πολύ καλό σημείο. Σήμερα το «Οινόραμα» εκτός του ότι αποτελεί το ετήσιο ραντεβού του κλάδου στοχεύει κατ’ ουσίαν να κάνει γνωστό το ελληνικό κρασί κι εδώ και έξω. 


Σε τι διαφέρει από άλλες εκθέσεις; Είναι η πιο μεγάλη έκθεση για το κρασί. Αυτήν την στιγμή έχουμε ίσως και 200 οινοποιεία που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα. Από την αρχή θέλαμε να την παρουσία των ίδιων των παραγωγών εκεί, δεν μας ενδιέφερε να πουλήσουμε. Είναι κάτι στο οποίο επένδυσα από την πρώτη στιγμή. Ήθελα να είναι οι παραγωγοί εκεί, να γνωριστούν με το κοινό τους, να μιλήσουν για τα κρασιά τους, να υπάρχει μια άμεση. Προσπαθούμε επίσης και πετυχαίνουμε να έχουμε τις καλύτερες συνθήκες γευστικής δοκιμής που είναι πολύ σημαντικό. Γι’ αυτό έρχεται ο άλλος στην έκθεση, για να δοκιμάσει. Κι επειδή το κρασί είναι κάτι το οποίο πρέπει να δοκιμάσεις για να το εκτιμήσεις και να το κρίνεις, πρέπει να πας σε μια έκθεση. Δεν είναι κάτι που μπορείς να βρεις στο Ίντερνετ. Αν δεν το δοκιμάσεις, δεν έχεις άποψη. 

IMG_1109

Ποιά είναι η θέση του κρασιού στην Ελλάδα; Το κρασί είναι πλέον αρκετά της μόδας. Υπάρχουν πλέον πολλά wine bar και πολλά bar έχουν κρασί. Αρκετά κορίτσια πίνουν μόνο κρασί. Πολύς κόσμος πίνει σχεδόν μόνο cocktails και κρασί. Υπάρχει μια στροφή από τα σκέτα, σκληρά ποτά σε κάτι πιο πλούσιο γευστικά, που θεωρείται και πιο ελαφρύ. Έχει ενδιαφέρον να καταλάβει ο κόσμος ότι το κρασί είναι ένα πολύπλοκο και πολυεπίπεδο προϊόν που θέλει χρόνο για να το εκτιμήσεις και δεν υπάρχει όριο στο πόσο βαθιά μπορείς να πας. Για ‘μένα το κρασί είναι ο βασιλιάς των γεύσεων. Δεν υπάρχει κανένα άλλο προϊόν που να το βάζουμε στο στόμα μας, να το καταπίνουμε και να είναι τόσο πλούσιο, αφήνοντας την επίγευσή του. Κανένα φαγητό, ούτε κρέας, ούτε χαβιάρι, ή αγροτικό προϊόν ή το καλύτερο αλκοόλ, όπως το ουίσκι και το κονιάκ, δεν μπορεί να φτάσει το κρασί σε πολυπλοκότητα. Έχει πολλά πράγματα να σου δώσει, αν του δώσεις λίγο χρόνο στο στόμα σου και δεν το καταπίνεις ασυνείδητα. Το κρασί εξαρτάται απόλυτα από ένα σωρό άλλα κριτήρια. Μπορείς να το προσεγγίσεις πολιτιστικά, ιστορικά, οικονομικά, νομικά, από όλες τις πλευρές και όλα αυτά επηρεάζουν την γεύση του. Αυτό είναι το φανταστικό! Και ποτέ δεν είναι το ίδιο. Για παράδειγμα, η εσοδεία, οι κλιματολογικές συνθήκες, είναι ανεξέλεγκτες και αλλάζουν, επηρεάζοντας το κρασί, κάθε καλοκαίρι.

«Δεν υπάρχει κανένα άλλο προϊόν που να το βάζουμε στο στόμα μας, να το καταπίνουμε και να είναι τόσο πλούσιο, αφήνοντας την επίγευσή του, όπως το κρασί.»

Σε διεθνές επίπεδο; Όλοι λένε ότι το ελληνικό κρασί δεν έχει πετύχει ακόμη την θέση που του αξίζει, διεθνώς. Η αλήθεια είναι ότι ξεκινήσαμε από χαμηλά, έχουμε απέναντί μας πολύ δυνατούς ανταγωνιστές, που είναι εδραιωμένοι σε ώριμες αγορές του κρασιού. Είναι πολύ δύσκολο για εμάς που είμαστε μια μικρή και νέα χώρα στο κρασί να μπούμε στα ράφια παντού. Αυτό γίνεται σταδιακά, γίνονται πολύ μεγάλες προσπάθειες και σε κάποιες αγορές έχει αρχίσει να αποδίδει. Θα χρειαστούν όμως πολλά χρόνια για να γίνουμε αυτό που στα αγγλικά λέγεται “household name”, δηλαδή ένα εμπορικό σήμα που ο άλλος θα σκεφτεί αμέσως. 


Σε ποιές αγορές πάει καλά το ελληνικό κρασί; Στην Βόρεια Αμερική, στις ΗΠΑ και στον Καναδά, πάει πολύ καλά, γιατί είναι χώρες όπου οι καταναλωτές δεν έχουν προκαταλήψεις. Αν τους αρέσει κάτι, θα το αγοράσουν. Ενώ στην Ευρώπη, πολλές φορές γίνονται παρουσιάσεις ελληνικών κρασιών, αρέσει στον κόσμο και λέει «Δεν περίμενα ότι θα είναι ελληνικό», αλλά μετά δεν πάει να το αγοράσει, γιατί υπάρχει μια κακή εικόνα της Ελλάδας γενικότερα που δεν βοηθάει πάρα πολύ. Ενώ σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, ακόμη και στην Αυστραλία, είναι σχετικά πιο εύκολο. Βέβαια, είναι πολύ μεγάλες αγορές και απαιτούνται πολλά κονδύλια για να προωθήσεις το προϊόν. 

Ο Κυριάκος Κωσταρέλος των γνωστών τυροκομείων είχε παρατηρήσει πρόσφατα ότι στο εξωτερικό υπήρχε κακή εικόνα για τα ελληνικά τυριά, γιατί οι εξαγωγείς έστελναν τα κατώτερης ποιότητας και πως το ίδιο συμβαίνει και με τα κρασιά μας. Στο κρασί συμβαίνει το αντίθετο, μπορώ να πω, αν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μάλλον στέλνουμε ό,τι καλύτερο έχουμε έξω. Μάλιστα, ο λόγος για τον οποίο το ελληνικό κρασί είναι τόσο καλό είναι ότι οι Έλληνες παραγωγοί τοποθετήθηκαν από την αρχή απέναντι στο ξένο κρασί κι όχι απέναντι στο άλλο ελληνικό κρασί. Δηλαδή ο Έλληνας είχε στο μυαλό του ως ανταγωνιστή τον Γάλλο, τον Ισπανό, τον Ιταλό, τον Αμερικάνο, τον Αυστραλό. Δεν είχε ως ανταγωνιστή τον γείτονά του. Είχε ως πρότυπο τα υψηλού επιπέδου ξένα κρασιά και θελήσε να κάνει κάτι εξίσου καλό, καθώς στοχεύε σε αυτές τις αγορές. Πολλοί οινολόγοι εκπαιδεύτηκαν στην Γαλλία και σε άλλες χώρες. Έτσι, το κρασί ήταν κατ’ ουσίαν πολύ καλύτερο από αυτό που περίμενε και θα δεχόταν ο μέσος Έλληνας καταναλωτής. Ακόμη και σήμερα, ο μέσος καταναλωτής στην Ελλάδα θα ήταν ικανοποιημένος με πιο χαμηλής ποιότητας κρασί από αυτό που του προσφέρεται, όσον αφορά τα εμφιαλωμένα φυσικά. Αντιθέτως, στα υπόλοιπα αγροτικά προϊόντα, στα τυριά, τα αλλαντικά, ακόμη και το λάδι, οι παραγωγοί κοιτούσαν περισσότερο τι κάνει ο γείτονας παρά το τι κάνουν έξω κι έτσι το επίπεδο έμενε χαμηλό. 

«Τα καλύτερα κρασιά μας μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα στα καλύτερα γαλλικά κρασιά.»

Αυτήν την στιμή υπάρχουν 30-40 εμβληματικοί Έλληνες οινοπαραγωγοί που άλλαξαν τον ρου της σύγχρονης οινοποιητικής ιστορίας στην Ελλάδα. Όλοι ξέρουμε αυτά τα ονόματα. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι κάποιες περιοχές που έχουν αρχίσει να διαμορφώνουν μια γευστική ταυτότητα και να δημιουργούν μια σειρά από προϊόντα με έντονη προσωπικότητα, η οποία εκφράζεται από την γεωγραφική τους προέλευση και ενδεχομένως από το αμπελοτόπι. Ασφαλώς, η νούμερο ένα περιοχή που πληροί αυτά τα κριτήρια είναι η Σαντορίνη. Έχουμε μια χαρισματική ποικιλία, το Ασύρτικο, η οποία στο συγκεκριμένο μέρος με τα ηφαιστιογενή εδάφη του νησιού, μας δίνει ένα πολύ συγκεκριμένο στυλ κρασιού, απ’ όποιον παραγωγό και να βγαίνει. Έχει ομοιόμορφα χαρακτηριστικά, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει μια ενότητα και τα προϊόντα είναι συγκρίσιμα μεταξύ τους, έχουν μια ταυτότητα. Ξέρει ο κόσμος ότι άμα αγοράσει από Σαντορίνη, θα πιει αυτό το πράγμα. Υπάρχουν κι άλλες περιοχές που ακολουθούν την Σαντορίνη, με επόμενη τη Νάουσα.


Πώς θα προτείνατε να δοκιμάσει κανείς τα κρασιά, ερχόμενος στο «Οινόραμα»; Στην έκθεση έχουμε πάρα πολλά κρασιά, πάνω από 1.600 ετικέτες. Είναι αδύνατο να τα δοκιμάσεις όλα σε 3 ημέρες. Αυτό που προτείνω στον κόσμο είναι να κάνει μια μικρή προετοιμασία. Καταρχάς έχουμε ένα φανταστικό site, με ένα δυναμικό εργαλείο που σου δίνει την δυνατότητα να βρεις όλα τα κρασιά που υπάρχουν στην έκθεση, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια. Μπορείς να ζητήσεις να σου βγάλει όλα τα κρασιά από ποικιλία Ροδίτη ή όλα τα ροζέ ή τα αφρώδη. Οτιδήποτε. Άρα, μπορείς να κάνεις μια προεργασία και να πεις ότι στο «Οινόραμα» θα δοκιμάσεις όλα τα μοσχοφίλερα ή να δοκιμάσεις πως ήταν η χρονιά του ’16. Αυτός είναι ένας πιο επαγγελματικός τρόπος να το προσεγγίσεις. Καλό είναι να μην πάρεις το ποτήρι και απλά περιφέρεσαι. Επειδή υπάρχει και αυτή η άμεση επαφή με τον παραγωγό, καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά στον κατάλογο, να δούμε τι κρασιά παράγει και να του κάνουμε τις ανάλογες ερωτήσεις. Ας μην ζητάμε αμέσως το καλύτερό του κρασί. Υπάρχει μια ποιοτική πυραμίδα σε κάθε οινοποιείο, από τα πιο φθηνά στα πιο ακριβά, αλλά πριν καταλήξουμε στο καλύτερο κρασί, καλό είναι να έχουμε ζητήσει να δοκιμάσουμε κάνα δύο άλλα. Υποτίθεται ότι πάμε σε έναν παραγωγό για να ανακαλύψουμε το στυλ του και την φιλοσοφία του. Το να πας στον παραγωγό και να τους πεις «Δως μου το καλύτερό σου κρασί» ή «Τι έχεις; Έχεις τίποτα γλυκό να μου δώσεις;» τους την σπάει. 

Όποιος θέλει ένα διάλειμμα μεταξύ των διαφόρων κρασιών, τι επιλογές έχει; Φέτος, έχουμε ένα χώρο με δύο μπαρ, ένα oyster bar, όπου σερβίρουμε φρέσκια στρείδια του Ατλαντικού και ένα sandwich bar με πολύ υψηλού επιπέδου αλλαντικά και τυριά. Προτιμήσαμε κάτι πιο ελαφρύ, αλλά ποιοτικό, για να απολαύσει ο κόσμος όταν θελήσει να ξεκουραστεί από το κρασί.

Το «Οινόραμα» θα διεξαχθεί στις 11-12-13 Μαρτίου στο Ζάππειο Μέγαρο. Δείτε τον κατάλογο με τους εκθέτες εδώ.