«Το θαύμα δεν είναι πουθενά – έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στο Ημερολόγιο Καταστρώματος – παρά μόνο κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου». Το θαύμα άδειασε εκείνη τη νύχτα που δε θα λησμονήσουμε ποτέ στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου. Δολοφονώντας τη ζωή που ανθίζει, ακυρώνεις βάναυσα αυτή την κοσμική εννοιολόγηση του θαύματος.
Αυτό έκανε η σφαίρα του Κορκονέα, αφήνοντας μια οπή σ’ ένα εφηβικό στήθος και χαράσσοντας παράλληλα μια πελώρια ουλή στο κοινωνικό σώμα που κάθε 6η του Δεκέμβρη ακτινοβολεί θυμό, ακαταμέτρητο, άγριο και συνάμα δίκαιο για τις στρατηγικές εξόντωσης που σκαρφίζεται η εξουσία στο όνομα του νόμου. Φέτος κοχλάζει λίγο περισσότερο. Αν σκύψεις κάτω από τις γιορτινές διαφημίσεις προσφορών και τη μουρμούρα της πόλης, θα τον ακούσεις. Γιατί ο δολοφόνος βγήκε από τη φυλακή σε λιγότερα χρόνια από τα πολύ λίγα που πρόλαβε να ζήσει ο Γρηγορόπουλος. Γιατί αυτό που με τρόμο παρακολουθούμε να εξελίσσεται εντός της Ελληνικής Αστυνομίας είναι μια επιχείρηση κλωνοποίησης του.
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης πριν κάμποσο καιρό ισχυρίστηκε ότι «κάποιοι θέλουν νέο Γρηγορόπουλο». Κανείς δε θέλει «νέο Γρηγορόπουλο». Οι άνθρωποι θέλουν τους φίλους τους, τα παιδιά τους, τα αδέρφια τους, τους συμμαθητές τους ζωντανούς ανάμεσα τους και όχι στένσιλ σε τοίχους. Κάποιοι, όμως, σίγουρα ονειρεύονται έναν νέο Κορκονέα, τον εκθρέφουν καθημερινά με δηλώσεις, διαταγές, προτροπές και κυρίως με μια εντελώς ακατανόητη και πρωτοφανή ανοχή στην αστυνομική βία.
Ο Γιώργος Θαλάσσης είναι ένας θαρραλέος δάσκαλος. Δεν δίστασε όταν ολόκληρο το αστυνομικό – μιντιακό σύμπλεγμα επεδίωξε να ξεπλύνει την ενοχή Κορκονέα, λοιδορώντας το θύμα, να πάρει μια ξεκάθαρη θέση υπερασπίζοντας το παιδί. Ένα παιδί που ο ίδιος γνώριζε ως γυμνασιάρχης στη Σχολή Μωραΐτη που φοιτούσε ο Αλέξανδρος, καθώς και ο Νίκος Ρωμανός μέχρι τη χρονιά πριν τη δολοφονία. Μιλάει πάντα με πονεμένη τρυφερότητα όταν αναφέρεται στον Αλέξανδρο, ανακαλώντας συχνά το στιγμιότυπο που έχει εγγραφεί στη μνήμη του με τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο να πηγαίνει στο σχολείο πιασμένος χέρι – χέρι με την αδερφή του. Η Τζίνα Τσαλικιάν του ζήτησε να καταθέσει ως μάρτυρας στη δίκη, κάτι που έπραξε στο πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. «Συμμετείχα στο πένθος της οικογένειας και του σχολείου. Με κάλεσε η μητέρα του να καταθέσω και δέχτηκα. Όταν ήρθε να με ευχαριστήσει, της είπα ότι ήταν το καθήκον μου» λέει. Η επιτέλεση του καθήκοντος, όχι με τη στείρα τυπολατρική διάσταση αλλά με την κοινωνική, παρότι φαντάζει αυτονόητη, δεν είναι. Ως εκ τούτου όταν συμβαίνει σε συνθήκες πόλωσης και ακραίας πίεσης, είναι σπουδαία.
Κι αν η δίκη σε α’ βαθμό είχε μια ελάχιστη προσοχή, καθώς τα γεγονότα ήταν πολύ νωπά, στο δεύτερο βαθμό διεξάχθηκε με νωχελικούς ρυθμούς και στο mute. Ουτως η αλλως η επιλογή να μη γίνει η δίκη στην Αθήνα, δεν αποσκοπούσε σε τίποτα άλλο παρά μόνο στη μειωμένη συμμετοχή, στην ελλιπή προβολή και στην απουσία κοινωνικού ελέγχου. Ο Γιώργος Θαλάσσης παρακολούθησε τη διαδικασία στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας. Θορυβήθηκε με τα όσα έβλεπε να διαμείβονται μέσα στη δικαστική αίθουσα και από πολύ νωρίς εξέπεμψε μηνύματα ανησυχίας. Δυστυχώς επιβεβαιώθηκε. Μέσα από μεθοδεύσεις, κωλυσιεργίες, δικονομικά τεχνάσματα και στη ντάλα του καλοκαιριού έσπασαν τα ισόβια για τον Κορκονέα, καθώς του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του «πρότερου σύννομου βίου». Με λίγα λόγια η έδρα αναγνώρισε ως ελαφρυντικό το γεγονός ότι ένας αστυνομικός δεν είχε ξανασκοτώσει. Αντιστοίχως, αθώωσε το Σαραλιώτη που ήταν δίπλα στον Κορκονέα όταν πατούσε τη σκανδάλη και όχι απλά δεν έκανε τίποτα για να τον αποτρέψει αλλά συμμετείχε σε όλη την απόπειρα κουκουλώματος.
«Παρακολουθούσα τη δίκη από πέρσι τέτοια εποχή. Τότε είχα προβλέψει δημόσια ότι θα έχουμε μια κακή εξέλιξη τύπου Μελίστα. Φοβόμουν ότι θα αποφυλακιστεί. Αν ήσουν στην αίθουσα, μπορούσες να διαπιστώσεις πόσο μεροληπτικά υπέρ του κατηγορούμενου λειτουργούσαν οι δικαστές. Εμένα μου δημιουργούσαν την αίσθηση ότι η απόφαση ήταν ειλημμένη. Σίγουρα σ’ αυτό το θλιβερό αποτέλεσμα έπαιξε ρόλο το ότι η δίκη διεξαγόταν μακριά από την Αθήνα. Δεν υπήρχε δημοσιότητα. Η μετακίνηση δικηγόρων, συγγενών και μαρτύρων ήταν δύσκολη και με οικονομικό κόστος. Αισθάνομαι οργή. Θέλω να πιστεύω ότι η προσπάθεια του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ανατραπεί η απόφαση είναι ειλικρινής και όχι παρελκυστική» λέει ο Γιώργος Θαλάσσης.
Ο ίδιος βρίσκεται κοντά στην οικογένεια Γρηγορόπουλου και στηρίζει τον αγώνα τους για δικαίωση: «Είναι καταρρακωμένη η μητέρα του Αλέξανδρου από την αποφυλάκιση του Κορκονέα. Της φέρθηκαν περιφρονητικά στο δικαστήριο όταν πήγε να καταθέσει, λες και ήταν η μητέρα του δολοφόνου και όχι του θύματος. Είναι δύο γυναίκες μόνες, η μητέρα και η αδερφή του που παλεύουν. Βρίσκονται σε μεγάλο πένθος και εξαιτίας όλων των αδιανόητων ακούγονται για τον Αλέξανδρο. Σ’ ένα κομμάτι της κοινωνίας έχει παγιωθεί η αντίληψη ότι ο Γρηγορόπουλος έπαθε αυτό που του άξιζε»
Το victim blaming, ένα αποκρουστικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο μνησικακιάς, προσπάθησε να θριαμβεύσει το Δεκέμβρη του 2008. Δεν τα κατάφερε γιατί οι φωνές της εξέγερσης ήταν πιο δυνατές. Δεν κόπασε κιόλας. Το «τι γύρευε στα Εξάρχεια;» ενίοτε ασύντακτα και ανορθόγραφα κι ενίοτε υπαινικτικά σέρνεται ακόμα, μαζί με το «γιατί φορούσε προκλητικά ρούχα;, «γιατί πήγε σπίτι του;», «τι ήθελε μέσα στο κοσμηματοπωλείο;». Λες και η αξία της ζωής και της αυτονομίας δεν είναι σταθερή αλλά μεταβαλλόμενη ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που φέρει αυτός ή αυτή που φονεύτηκε, βιάστηκε ή βασανίστηκε. Υπάρχει μια κατηγορία λόγου ακροδεξιάς απόχρωσης που επιδεικνύει τρομερή επιείκεια στους δράστες, που ταυτίζεται πιο εύκολα μαζί τους και γυρεύει τα ρέστα από τα θύματα.
«Η ανασφάλεια οδηγεί καμιά φορά τους ανθρώπους στο συμπέρασμα ότι το θύμα φταίει. Φταίει η γυναίκα που βιάστηκε γιατί προκάλεσε. Έφταιγε ο Αλέξανδρος γιατί ήταν στα Εξάρχεια. Μ’ αυτό τον τρόπο νιώθουν ότι εξουδετερώνουν τον κίνδυνο για τους εαυτούς τους. Νομίζει αυτός που ζει στα Γιάννενα και δεν πηγαίνει στα Εξάρχεια ότι δε θα κινδυνέψει ποτέ από την αστυνομική βία» υποστηρίζει ο Γιώργος Θαλάσσης.
Σίγουρα υπάρχουν άτομα που παρασύρονται εύκολα από τις μυθοπλαστικές κατασκευές και τις αναπαραστατικές στρεβλώσεις της δημόσιας σφαίρας, που παθαίνουν σύγχυση από τη χειραγωγημένη πληροφορία, που αγνοούν όψεις της πραγματικότητας και απλώς αναπαράγουν στερεότυπα. Η άγνοια, όμως, δεν είναι πανάκεια για την πρόσδεση στο άρμα του κοινωνικού κανιβαλισμού. Την εποχή της διόγκωσης των social media και της πληθώρας ψηφιακών καταγραφών όλοι ξέρουμε και όλοι μπορούμε να μάθουμε ότι αυτό που υφαίνεται καθημερινά είναι ένα αστυνομικό και σιδηρόφρακτο κράτος, που όχι απλά θεμελιώνει μερικές φορές άδικους νόμους, όσο κυρίως ότι είναι το πρώτο που αθετεί το δικαιϊκό σύστημα μονιμοποιώντας μια ανομολόγητη κατάσταση εξαίρεσης. Η αστυνομική ασυδοσία που κακοποιεί, βασανίζει και εξοντώνει πολίτες, επειδή δεν εμπίπτουν στο δικό της φαντασιακό για το αξιοβίωτο δεν πηγάζει από κανένα νομοθετικό πλαίσιο. Παρ’ όλα αυτά συμβαίνει, μένει ατιμώρητη και ενσωματώνεται στους όρους διακυβέρνησης.
Ο Γιώργος Θαλάσσης ως δομικά ευαίσθητος άνθρωπος νιώθει λύπη, γιατί 11 χρόνια μετά ο κατάλογος των θυμάτων της αστυνομικής βαρβαρότητας μεγαλώνει: «Μετά τον Αλέξανδρο θρηνήσαμε τον Σακελλίωνα, τον Ζακ Κωστόπουλο που δολοφονήθηκαν επίσης από την αστυνομία. Χρειάζεται εδώ να σκεφτούμε ότι η μισή αστυνομία ψήφισε Χρυσή Αυγή. Τώρα που ένα κομμάτι του εκλογικού ακροατηρίου της Χρυσής Αυγής απορροφήθηκε από την κυβέρνηση, αισθάνονται απελευθερωμένοι. Η κυβέρνηση ποντάρει στο αίσθημα της ανασφάλειας, τη στιγμή που οι αρχές για το κοινό έγκλημα αδιαφορούν. Εμένα τρεις φορές με έχουν διαρρήξει και αδιαφόρησαν. Σκόπιμα αποπροσανατολίζουν κατασκευάζοντας τα πορτρέτα των προσφύγων, των διαδηλωτών ή των νέων που συχνάζουν στα Εξάρχεια ως εγκληματιών. Όσοι έχουμε πάει στα Εξάρχεια γνωρίζουμε ποια είναι η πραγματική εικόνα αλλά οι κάτοικοι της περιφέρειας της Ελλάδας νομίζουν ότι τα κατασταλτικά μέτρα είναι προς όφελος τους»
«Ακροδεξιά κέντρα ήταν αυτά που το 2008 ενορχήστρωσαν την επίθεση λάσπης για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, ξεκινώντας από τον Άδωνι Γεωργιάδη που είπε στη σύζυγο του Κορκονέα ότι καλώς έπραξε ο δράστης. Η ίδια το κατέθεσε στη δίκη. Ακόμα κι αν δεν είχε πει αυτά και πάλι δε θα έπρεπε να προσκληθεί. Θεωρώ ότι το σχολείο δεν έπρεπε να προσκαλέσει έναν ακραιφνώς ακροδεξιό πολιτικό.»
Και σκέψου ότι όταν κάναμε αυτή την κουβέντα δεν είχε δημοσιευτεί ακόμα ο ανατριχιαστικός βασανισμός του 20χρονου σπουδαστή από άνδρες των ΜΑΤ στα Εξάρχεια που εμπεριείχε μεταξύ άλλων σαδιστικών και τη φασιστική απειλή «Βλέπεις, ρε αρχίδι, δεν έχω ούτε σήμα ούτε αριθμό. Αν θέλω σε σκοτώνω τώρα και σε στέλνω γυμνό στη μάνα σου». Είχαν προηγηθεί το «Στα Εξάρχεια έχουμε χούντα ρε, το κατάλαβες;», ανοιγμένα κεφάλια διαδηλωτών και φοιτητών, ξεγυμνώματα πολιτών, έφοδοι σε σινεμά και κλαμπ. Και δε γίνεται να αποσυνδεθεί η έκρηξη θρασύτητας της αστυνομίας από το κλείσιμο του ματιού της πολιτικής εξουσίας. Η κυβέρνηση απεκδύεται με αστραπιαία ταχύτητα το φιλελεύθερο ή κεντρώο της μανδύα και διολισθαίνει χωρίς φρένο στον ακροδεξιό λάκκο. Αυτοί που κάποτε επευφημούσαν τον Κορκονέα, σήμερα κρατούν υπουργικό θώκο. Πρώτος και καλύτερος ο Άδωνις Γεωργιάδης και αλήθεια πόσο μέγιστη αμετροέπεια προς τη μνήμη του δολοφονημένου παιδιού και τη μνήμη της εξέγερσης ήταν η πρόσκληση του Συλλόγου Αποφοίτων της Σχολής Μωραΐτη να τον προσκαλέσουν; Προφανώς μιλήσαμε με το Γιώργο Θαλάσση και γι’ αυτό το ζήτημα.
«Ακροδεξιά κέντρα ήταν αυτά που το 2008 ενορχήστρωσαν την επίθεση λάσπης για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, ξεκινώντας από τον Άδωνι Γεωργιάδη που είπε στη σύζυγο του Κορκονέα ότι καλώς έπραξε ο δράστης. Η ίδια το κατέθεσε στη δίκη. Ακόμα κι αν δεν είχε πει αυτά και πάλι δε θα έπρεπε να προσκληθεί. Θεωρώ ότι το σχολείο δεν έπρεπε να προσκαλέσει έναν ακραιφνώς ακροδεξιό πολιτικό. Δε γίνεται ένας τέτοιος λόγος να επικυρώνεται μέσα σε ένα σχολείο. Υπήρξε αντίδραση. Συγκεντρώθηκαν 200 υπογραφές αποφοίτων που διαφωνούσαν με την επιλογή και δημοσιεύτηκαν. Σαφώς αντέδρασα κι εγώ, όπως και ορισμένοι γονείς. Τελικά ακύρωσε ο ίδιος την επίσκεψη. Δεν τόλμησε να πατήσει στο χώρο που φοιτούσε ο Γρηγορόπουλος» επισημαίνει.
6 Δεκέμβρη σήμερα. Δε γιορτάζει κανείς. Ο Άγιος Νικόλαος επισκιάστηκε από τη θύελλα. Οι άνθρωποι πενθούν για ό,τι έχασαν, φίλους, παιδιά, αδέρφια, όνειρα, αξιοπρέπεια. Αγωνίζονται κιόλας γιατί θέλουν να ζήσουν. Κι οι καλοί δάσκαλοι μας μαθαίνουν να μη συνηθίζουμε την απώλεια, να μη ξεχνάμε, να μη γίνουμε χειροκροτητές των τεράτων.