Τι θυμάμαι; Πολλή ενδοεπικοινωνία. Hands free, γουόκι τόκι, κινητά σε υπερθέρμανση, ενώ η μουσική ακουγόταν στη διαπασών. Πολλοί «υπεύθυνοι». Επιφορτισμένοι με την παραγωγή-οργάνωση-εκτέλεση του event, τη διαχείριση των ανθρώπων (κοινό, δημοσιογράφοι, υψηλοί προσκεκλημένοι), την ασφάλεια, τον ίδιο τον μεγάλο πρωταγωνιστή. Πολύς κόσμος επίσης. Δηλαδή, πολλά πιτσιρίκια που ήθελαν να δουν από κοντά το ίνδαλμα. Όχι ότι έπαψε ποτέ στη διάρκεια της ιλιγγιώδους 20ετούς καριέρας του, αλλά τον Σεπτέμβριο του 2011 που ήρθε στην Ελλάδα, καλεσμένος της NIKE στο κατάστημα της Κηφισιάς, ο Κόμπι Μπράιαντ συνάρπαζε τα πλήθη ως ο Καλύτερος Μπασκετμπολίστας στον Κόσμο. Ακόμα κι αν μάλλον είχε ήδη παραδώσει αυτόν τον θρόνο στον Λεμπρόν και τους δικούς του δελφίνους που έρχονταν με φόρα.
Μόλις ένα χρόνο πριν, το 2010, ο Κόμπι είχε κατακτήσει τον 5ο του τιτλο με τους «δικούς» του πια Lakers έχοντας αναδειχθεί MVP των τελικών, ενώ το 2008 είχε πάρει εκτός από το MVP της σεζόν και το πρώτο του χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο Πεκίνο με την Team USA. Κέρδιζε περισσότερα από 50 εκατομμύρια δολλάρια τον χρόνο από το αγωνιστικό του συμβόλαιο, συμφωνίες με χορηγούς και συμμετοχές σε διαφημίσεις. Η βιομηχανία του θεάματος, το Χόλιγουντ που ήταν άλλωστε η έδρα του, του είχε φερθεί πολύ γενναιόδωρα «ξεχνώντας» σιγά σιγά την υπόθεση σεξουαλικής επίθεσης από το καλοκαίρι του 2003 και είχε καταλήξει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με την απαραίτητη all american τηλεοπτική δήλωση μετάνοιας του «τοπ αθλητή-καλού οικογενειάρχη-υποδειγματικού πατέρα».
Τι ήθελα να μάθω; Σίγουρα όχι κάτι για το σκάνδαλο. Ένας άσημος δημοσιογράφος, σε μια μικρή αγορά, σε ένα promo event, με τρεις ερωτήσεις στη διάθεσή του και γύρω στα πέντε λεπτά χρόνο με τον σταρ, δε θα μπορούσε καν να διανοηθεί κάτι τέτοιο. Οι publicists του Κόμπι έμοιαζαν τόσο εκπαιδευμένοι, ακόμα και στο να διαβάζουν την σκέψη. Όμως, εντάξει, ο Black Mamba ήταν δίπλα μου σε απόσταση αναπνοής. Χαμογελαστός, προσηνής, ένας εκπαιδευμένος σταρ που υπέγραφε αυτόγραφα, την ώρα που ο στρατός του μάνατζμεντ επέβλεπε διακριτικά την τήρηση της συμφωνημένης ατζέντας. Η προηγούμενη ανάλογη άφιξη που θυμόμουν ήταν το μακρινό 1995 όταν η Reebok είχε φέρει τον Σακίλ σε μια εκδήλωση-μυθικό φιάσκο στο ΣΕΦ, κάτι ανάλογο βλέπουμε πια στα μέρη μας πιο συχνά, τώρα που ο MVP λέγεται Γιάννης και μιλάει ελληνικά.
Ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι εκείνο για το NBA: η Ένωση των Παικτών διαπραγματευόταν νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας με τη Λίγκα και το lockout που θα καθυστερούσε επ’ αόριστον την έναρξη της χρονιάς ήταν δεδομένο. Για πολλούς ΝΒΑers κυκλοφορούσαν φήμες ότι θα μετακόμιζαν (έστω και για λίγο) στην Ευρώπη, όμως το σενάριο ότι ο Κόμπι θα αποδεχόταν πρόταση της Βίρτους Μπολόνια φούσκωνε όλο και περισσότερο. Φυσικά, είχαμε διακριτική εντολή να μην το θίξουμε. Όταν κάπως το υπαινίχθηκα, με ειδοποίησαν ότι ο χρόνος μου είχε τελειώσει, είχα αξιοποιήσει και την έξτρα ερώτηση στην οποία είχαν ήδη κανει τα στραβά μάτια. Ο Κόμπι μου έσφιξε ξανά το χέρι. Δεν είχα άδικο, ήταν η μεγαλύτερη παλάμη με την οποία είχα κάνει χειραψία στη ζωή μου.
Τι μου είπε τελικά; Μου μίλησε για την Αθήνα, δεν θυμάμαι αν είχε ήδη προλάβει να επισκεφθεί την Ακρόπολη και να βγάλει την κλασική φωτογραφία που ξαναβλέπουμε αυτά τα μαύρα 24ωρα (ή αν το έκανε σε επόμενο ταξίδι). «Είναι η πρώτη μου φορά και, φίλε, αυτός ο ήλιος είναι το κάτι άλλο. Σίγουρα θα ξαναέρθω, μου φαίνονται όλα υπέροχα» – το εννοούσε, αν και η Μύκονος ήταν που τον κέρδισε στις επόμενες επισκέψεις του. Η Ευρώπη πάντως ήταν μέσα στην καρδιά του, ένα μέρος που ένιωθε σαν το σπίτι του, τα ιταλικά που έμαθε ως μικρό παιδάκι ακολουθώντας τον επαγγελματία μπασκετμπολίστα πατέρα του σε Καλάμπρια, Πιστόια και Ρέτζιο Εμίλια δεν τον είχαν εγκαταλείψει. «Ευρώπη, Ιταλία σημαίνει ηρεμία. Είναι αυτή η ανεκτίμητη αίσθηση να πίνεις τον καφέ σου σε μια πλατεία, με την παραδοσιακή ευρωπαϊκή χαλαρότητα. Στο Λος Άντζελες όλα είναι θορυβώδη, πλαστικά – ακόμα και οι fans σε πλησιάζουν διαφορετικά, πιο πιεστικά». Λίγες μέρες αργότερα διέρρεε τελική συμφωνία του με την Μπολόνια για 40 εκατομμύρια δολάρια σε 3 χρόνια, την οποία μπλόκαρε η ιταλική λίγκα. Δε μάθαμε ποτέ αν ήταν κάτι παραπάνω από επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Τον γύρισα πίσω στο καλοκαίρι του 1996, τότε που σκιπάροντας το κολέγιο, μπήκε στο ντραφτ και κατέληξε στους Lakers. «Ήμουν 18, αλλά πίστευα στον εαυτό μου και ήθελα να γίνω απλά ο καλύτερος, παρότι τότε έπαιζαν ακόμα μεγαθήρια όπως ο Μάικλ Τζόρνταν». Και μετά ήρθε η στιγμή μας. Η ερώτησή μου αφορούσε τι τον κινητοποιούσε 15 χρόνια και 5 πρωταθλήματα μετά. Μικρή παύση. Το βλέμμα του Κόμπι καρφώθηκε πάνω μου, εγώ κατάλαβα πώς νιώθουν αβοήθητοι οι αμυντικοί στο έλεός του κι εκείνος επανέλαβε περισσότερες από 10 φόρες τη λέξη «κι άλλο». “More, More, More, More…”.
Ακόμα και σε μια ασήμαντη συνέντευξη που εκείνος θα ξεχνούσε μερικά δευτερόλεπτα μετά, αλλά εγω φυσικά ποτέ, φάνηκε από τι ήταν φτιαγμένος αυτός ο μύθος που έφυγε τόσο νωρίς, μόλις στα 41 του, το πρωί της περασμένης Κυριακής. Σίγουρα, το ταλέντο του Κόμπι ήταν σπανιο. Θεϊκό χάρισμα. Αθλητικότητα, πλαστικές δαντελένιες κινήσεις, γλυκά τελειώματα, σπουδαίος καρπός, ασύλληπτο ένστικτο, ο κλώνος του Τζόρνταν (όπως δείχνει το κλασικό “identical plays” βίντεο) τα είχε όλα. Στο δικό μου βιβλίο, όχι τόσο καλός συμπαίκτης για να θεωρείται ο αμέσως καλύτερος μετά τον Μεγάλο. Όμως δε νομίζω ότι υπήρχε άλλος στην ιστορία, τουλάχιστον από αυτούς που είδαμε μετά την έκρηξη της λίγκας στα 80s, που να διέθετε την ίδια αυτοπεποίθηση που κληρονόμησε από τον MJ. Ο τύπος ήταν άφοβος, πίστευε ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα, γι’ αυτό ήταν τόσο αποτελεσματικός στις κρίσιμες στιγμές. Γι’ αυτό και ήταν τόσο εγωιστής, καμιά φορά εις βάρος των γύρω του. Γι’ αυτό απόλαυσε την ματαιοδοξία της τελευταίας σεζόν – ροκ περιοδείας. Ήθελε, είχε δηλαδή νόημα για εκείνον, να βάλει 60 μέχρι και στο τελευταίο αδιάφορο παιχνίδι. Αυτό νομίζω είναι και το legacy του. Η πείνα που μεταφραζόταν στην απόλυτη πίστη ότι μπορεί να μπει μέσα στο traffic και να καρφώσει στα μούτρα του αντίπαλου σέντερ με 1-2 να κρέμονται πάνω του και να του κάνουν φάουλ. Ή να βάλει το τελευταίο σουτ που αυτονόητα θα πήγαινε σε εκείνον. Ή να βάλει 81 ένα απόγευμα Κυριακής του 2006, χωρίς να λέγεται Γουίλτ Τσάμπερλεν και να είναι 2.16 ανάμεσα σε στρουμφάκια.
Κι όσο για την κηλίδα, μόνο και μόνο που τη συζητάμε με τόσο νωπή και τραγική την απώλειά του, σημαίνει ότι (δίκαια) είναι πάνω στο τραπέζι. Ο Κόμπι δεν καταδικάστηκε, ούτε αθωώθηκε από το δικαστήριο. Είναι εντελώς ζήτημα προσωπικής προκατάληψης του καθενός αν θα προτάξει το «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά» ή το «αθώος μέχρι αποδείξεως του ενάντιου».
Όσον αφορά το μπάσκετ, όμως, το πιο σωστό για να θυμόμαστε την ανεπανάληπτη παρουσία του θα είναι να αντικαταστήσει η λίγκα στο logo της την κλασική πόζα του Τζέρι Γουέστ με μια του Κόμπι. Διάολε, ο Τζέρι ήταν εκείνος που το καλοκαίρι του 1996 έστειλε τον Βλάντε Ντίβατς αδιάβαστο στη Σάρλοτ για να αποκτήσει τα δικαιώματα ενός πιτσιρικά που δεν είχε κλείσει καν τα 18…