Η προεκλογική περίοδος στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί συνήθως ευκαιρία πολιτικής αντιπαράθεσης των δύο υποψήφιων προέδρων. Στόχος είναι η διευκόλυνση της προσπάθειας των Αμερικανών πολιτών, ιδίως των αναποφάσιστων, να συγκρίνουν τις θέσεις τους σε συγκεκριμένα ζητήματα πολιτικής, ώστε να προχωρούν στην επιλογή που τους ταιριάζει.
Το 2020, ωστόσο, η κατάσταση παρουσιάστηκε αρκετά διαφορετική. Η πανδημία του κορωνοϊού, που έπληξε τον ίδιο τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και την οικογένειά του, επέτρεψε την πραγματοποίηση μόνο δύο τηλεμαχιών με τον πολιτικό του αντίπαλο Τζο Μπάιντεν, περιόρισε πολλές δημόσιες εμφανίσεις τους και οδήγησε μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων να ψηφίσει πριν από την αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου.
Ως τους πρώτους μήνες του 2020, η επανεκλογή του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου θεωρούνταν σχεδόν βέβαιη. Η αμερικανική οικονομία πήγαινε πολύ καλά, και επειδή η οικονομία συνήθως κρίνει τις εκλογές, οι Δημοκρατικοί βρίσκονταν σε πολιτικό αδιέξοδο. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος αντιμετώπισε την πανδημία του κορωνοϊού από τα τέλη Μαρτίου και μετά όχι μόνο κόστισε περισσότερες από 200 χιλιάδες ζωές εντός των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά ξαναέβαλε τους Δημοκρατικούς στο παιχνίδι. Ο Μπάιντεν, ένας ευγενής αλλά βετεράνος της πολιτικής, δεν θα ενέπνεε ιδιαίτερα τους Αμερικανούς ψηφοφόρους αλλά θα αποτελούσε μία σίγουρη λύση ενόψει του Νοεμβρίου.
Οι έντονες αντιθέσεις εντός της αμερικανικής κοινωνίας έχουν σίγουρα οξυνθεί από το 2017 και μετά. Ο Τραμπ έχει αξιοποιήσει τις εντάσεις για να συσπειρώσει τους υποστηρικτές του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων και για να ασκήσει πίεση στον Μπάιντεν ότι – στο όνομα της καταπολέμησης του ρατσισμού – ανέχεται την άσκηση βίας από διαδηλωτές σε διάφορες πολιτείες της χώρας και τοποθετείται εναντίον ενός ισχυρότερου ρόλου της αστυνομίας.
Ο Μπάιντεν, πράγματι, οραματίζεται μια κοινωνία ισότητας, υπερασπιζόμενος τις αμερικανικές αξίες και τα ιδεώδη του φιλελευθερισμού – με την αμερικανική έννοια του όρου – που για δεκαετίες πρεσβεύουν οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλά είναι αμφίβολο αν αυτό μπορεί να κάνει πλέον τη διαφορά σε μία διαιρεμένη κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, οι προσωπικές επιθέσεις αποτέλεσαν βασικό συστατικό. Η πρώτη τηλεμαχία της 30ης Σεπτεμβρίου ήταν πρωτοφανής για τα δεδομένα των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς κάθε άλλο παρά επικεντρώθηκε σε ουσιαστικό διάλογο. Στο γήπεδο του Τραμπ, ο οποίος αμφισβητεί κατά καιρούς τους αμερικανικούς θεσμούς, και έχει αφήσει να εννοηθεί ότι μπορεί να μην αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών, ο Μπάιντεν δεν είχε άλλο περιθώριο από το να αμυνθεί. H δεύτερη τηλεμαχία της 23ης Οκτωβρίου ήταν υψηλότερου επιπέδου.
Από αυτή φάνηκε πως η χειροπιαστή διαφορά Τραμπ-Μπάιντεν, η οποία απασχολεί τους Αμερικανούς πολίτες, είναι ότι ο πρώτος συνεχίζει να αγνοεί τους κινδύνους της πανδημίας και ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιβίωση των μεγάλων εταιρειών, ενώ ο δεύτερος ανησυχεί περισσότερο για το ζήτημα της υγείας, επιθυμεί ενεργότερο ρόλο του κράτους στην στήριξη της εργασίας αλλά και ένα σύστημα ασφάλισης που θα διευκολύνει πολίτες χωρίς υψηλά εισοδήματα.
Η πλειονότητα των Αμερικανών πολιτών δεν ψηφίζει με κριτήρια εξωτερικής πολιτικής. Παρόλα αυτά η πρόσφατη αναγνώριση του Ισραήλ από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρείν με μεσολάβηση Τραμπ φαίνεται πως έχει κινητοποιήσει ορισμένους Ευαγγελιστές υπέρ του Αμερικανού προέδρου.
Πάντως, αν ο Τραμπ κερδίσει τις εκλογές, το πλήγμα για τη διεθνή συνεργασία θα είναι μεγάλο, καθώς θα συνεχιστούν οι μονομερείς πρακτικές του και η αντιπαλότητα με την Κίνα, που αναζωπυρώνει την σινοαμερικανική ένταση στη γειτονιά της τελευταίας. Ο Μπάιντεν, αντίθετα, θα επιδιώξει να τονώσει τη διεθνή συνεργασία σε θέματα όπως η προστασία του περιβάλλοντος και η στήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την καταπολέμηση του κορωνοϊού.
Στην Ελλάδα, η συζήτηση για τις αμερικανικές εκλογές συνδυάζεται, ως συνήθως, μόνο με τα ελληνοτουρκικά. Έτσι, καλλιεργούνται ελπίδες πως μία νίκη Μπάιντεν ίσως αποδειχθεί επωφελής, επειδή ο Τραμπ είναι σήμερα τακτικός συνομιλητής του Τούρκου ομολόγου του Ταγίπ Ερντογάν. Η ιστορία, όμως, δείχνει πως η αμερικανική πολιτική δεν αλλάζει τόσο εύκολα, ιδίως σε θέματα σχετικά ασήμαντα για την Ουάσιγκτον. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε αναζήτηση στρατηγικής, ώστε να διατηρήσουν τα πρωτεία στον σημερινό πολυπολικό κόσμο. Στις εκλογές τις 3ης Νοεμβρίου κρίνεται κυρίως αν θα το επιδιώξουν μέσω μονομέρειας ή πολυμέρειας. Η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη και για τα δύο ενδεχόμενα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εποχή της απόλυτης αμερικανικής υπεροχής στην παγκόσμια σφαίρα έχει πλέον περάσει.