Πριν από περίπου τρεις εβδομάδες, ο Αντρέας Τίλκε παραχώρησε το ευρύχωρο διαμέρισμά του για μία εντυπωσιακή φωτογράφιση σε life-style περιοδικό. Την επόμενη ημέρα, ο πενηνταπεντάχρονος δημοσιογράφος και ειδικός σε θέματα αρχιτεκτονικής και design μετέτρεψε τον καναπέ Αρμάνι του σαλονιού του σε κρεβάτι και έστρωσε σεντόνια στο πάτωμα. Ο Αντρέας Τίλκε είχε αποφασίσει να παραχωρήσει τα τετραγωνικά που «περίσσευαν» από το σπίτι του σε πρόσφυγες που είχαν μόλις φτάσει στη Γερμανία. «Έχω 120 τετραγωνικά μόνο για τον εαυτό μου, αυτός είναι αρκετός χώρος για μένα», λέει ο Τίλκε, που εξειδικεύεται στην αρθρογραφία για προϊόντα πολυτελείας. «Εργάζομαι στο σπίτι, αλλά υπάρχει αρκετός χώρος για όλους».
«Δεν μπορείς να σταματήσεις να βοηθάς», λέει ο Τίλκε. «Στη Γερμανία έχουμε απλώς την τύχη να έχουμε γεννηθεί στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Αυτή είναι μία κοινωνία όπου οι άνθρωποι κατανοούν το πόσοι τυχεροί είναι».
Λίγα λεπτά μετά τις προετοιμασίες του Τίλκε, τρεις Αιγύπτιοι, ένας Βόσνιος έφηβος και ένας Μολδαβός χτυπούν το κουδούνι του σπιτιού του. O Αντρέας, του οποίου η Γερμανοεβραία μητέρα έχασε ολόκληρη την οικογένειά της στο Ολοκαύτωμα, προσφέρει στους πρόσφυγες πετσέτες μπάνιου με προϊόντα Aveda, την αγαπημένη του ιταλική κολώνια, καθώς και ένα πιάτο φακές. «Είχαν μείνει αποσβολωμένοι», λέει ο ίδιος αναφερόμενος στους πέντε φιλοξενούμενούς του. «Έμεναν στο δρόμο για μήνες ολόκληρους. Ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν σε μία γερμανική κουζίνα και υπήρχε κάποιος που ήθελε να ακούσει το τι είχαν περάσει όλο αυτόν τον καιρό. Αυτό κάνει λίγο διαφορετικά τα πράγματα».
Από τις πρώτες μέρες έλευσης των προσφύγων στη Γερμανία, ο Τίλκε έχει φιλοξενήσει μέχρι σήμερα 38 πρόσφυγες, οι οποίοι μένουν στο σπίτι του από μία έως τρεις μέρες. Ανάμεσα στους φιλοξενούμενούς του, υπήρχε ένας φοιτητής συγκριτικής λογοτεχνίας που μιλούσε πέντε γλώσσες, καθώς και μία οικογένεια από χωριό, που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ δυτική τουαλέτα. Ο Αντρέας συχνά συνοδεύει τους πρόσφυγες που μένουν μαζί του στο νοσοκομείο, το μανάβικο, το σούπερ μάρκετ, ενώ τους βοηθάει να βρουν μία μόνιμη κατοικία έως ότου καταφέρουν να περάσουν μέσα από τη «ζούγκλα» της γερμανικής γραφειοκρατίας. «Δεν μπορείς να σταματήσεις να βοηθάς», λέει ο Τίλκε. «Στη Γερμανία έχουμε απλώς την τύχη να έχουμε γεννηθεί στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Αυτή είναι μία κοινωνία όπου οι άνθρωποι κατανοούν το πόσοι τυχεροί είναι».
Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι Βερολινέζοι φιλοξενούν σπίτι τους πρόσφυγες, όμως ο Τίλκε υπολογίζει πως είναι πάνω από 1000. Σύμφωνα με τον Μίχαελ Μπόνγκαρντ, καθηγητή ηθικής φιλοσοφίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όσοι φιλοξενούν πρόσφυγες αποτελούν ένα νέο και ευρύ «πολιτιστικό κίνημα». Η άνοδος αυτού του κινήματος οφείλεται στην αντίθεση των ανθρώπων αυτών στον τρόπο με τον οποίο συντηρητικές και ρατσιστικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους που έφυγαν κυνηγημένοι από τις πατρίδες τους. «Είμαι σίγουρος ότι η πλειονότητα των Γερμανών συμφωνεί με τη θέση ότι οι πρόσφυγες πρέπει να βοηθηθούν», αναφέρει ο Μπόνγκαρντ. «Πολλοί Γερμανοί είναι της άποψης ότι η κυβέρνηση έχει αποτύχει στην αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος. Για αυτό πολλοί είναι πρόθυμοι να φιλοξενήσουν πρόσφυγες σπίτι τους, παρά το γεγονός ότι αυτού του είδους η συνύπαρξη εμφανίζει πολλές δυσκολίες».
Πιεζόμενη από την κοινή γνώμη και τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, η γερμανική κυβέρνηση παραχώρησε καταλύμματα για σχεδόν το σύνολο των προσφύγων που περιμένουν να ταυτοποιηθούν στη Γερμανία. Ωστόσο υπάρχουν και πρόσφυγες που καταλήγουν να κοιμούνται μπροστά από το LaGeSo, εφόσον δεν καταφέρουν να βρουν κάποιον ιδιώτη που θα τους φιλοξενήσει για λίγες ημέρες. Παρά ωστόσο τις δυσκολίες, οι κάτοικοι του Βερολίνου είναι έτοιμοι να συνδράμουν. «Οι Βερολινέζοι ανοίγουμε τις πόρτες μας και βάζουμε ανθρώπους στα σπίτια μας», αναφέρει ο Λάζλο Χούμπερτ, συνιδρυτής της ανθρωπιστικής οργάνωσης «Moabit Helps». «Όλοι θέλουν να βοηθήσουν».
Ο Άχμαντ, φοιτητής λογοτεχνίας από τη Συρία που φιλοξενήθηκε νωρίτερα μέσα στο χρόνο από μία Γερμανίδα δημοσιογράφο, είπε σχετικά με την υποδοχή του στη Γερμανία. «Η οικογένειά μου είναι στη Συρία, όμως έχω και μία νέα οικογένεια στη Γερμανία».
Όμως η προθυμία των Γερμανών να βοηθήσουν τους πρόσφυγες οφείλεται και στην ιστορική πορεία της χώρας. Η ήττα της Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η κατάρρευση του ανατολικού μετώπου οδήγησε πολλούς αμάχους στο να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να κινηθούν δυτικότερα. Υπολογίζεται ότι στο Σλέσβιχ–Χόλσταϊν έφτασαν περισσότεροι από δύο εκατομμύρια πρόσφυγες πολέμου. Πολλοί είναι εκείνοι που στο πρόσωπο των προσφύγων από τη Συρία και το Ιράκ βλέπουν τους προγόνους τους. «Οι γονείς μου έμεναν στη σημερινή Λευκορωσία και άφησαν την εστία τους, λίγο πριν αναλάβουν τον έλεγχο της περιοχής οι Ρώσοι», μας λέει η Άννα Βέλερ, 77 ετών, η οποία άφησε την πατρίδα της σε ηλικία επτά ετών. «Όπως γίναμε τότε εμείς πρόσφυγες εξαιτίας του πολέμου, έτσι γίνεται τώρα και με τους Σύριους».
Η Γιούλια Μίλερ, φωτογράφος, και ο συγκάτοικός της αποφάσισαν πριν από περίπου ένα μήνα να φιλοξενήσουν στο διαμέρισμά τους, στη μοντέρνα συνοικία του Νόικελν, τέσσερις νεαρούς άνδρες από τη βόρεια Αφρική. Έχοντας δει ένα ρεπορτάζ σχετικό με το προσφυγικό ζήτημα, η Γιούλια επιχείρησε να συγκεντρώσει χρήματα για να τα προσφέρει στο Λα. Ωστόσο, όταν μετέβη εκεί και είδε την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι πρόσφυγες, αποφάσισε να βοηθήσει στις προσπάθειες να βρεθεί ιδιωτική στέγη για τους πρόσφυγες. Κάθε μέρα 50 έως 200 άστεγοι πρόσφυγες αναζητούσαν κάποιου είδους εστία. «Ήταν αποκαρδιωτικό», αναφέρει η ίδια, «να μην υπάρχουν κρεβάτια για αυτούς τους ανθρώπους». Πλέον, η Γιούλια Μίλερ κοιμάται στον καναπέ ή μοιράζεται το κρεβάτι με τον συγκάτοικό της, ώστε να μείνουν στο σπίτι τους όσο το δυνατόν περισσότεροι πρόσφυγες. «Νιώθω τους πρόσφυγες φίλους μου, όπως ακριβώς και τα μέλη της οικογένειάς μου».
Σύμφωνα με τον Στέφαν Ντέντγιεν, δημοσιογράφο του δημόσιου γερμανικού ραδιοφωνικού σταθμού Deutschlandfunk, η οικογένεια παίζει καθοριστικό ρόλο στην προθυμία των Γερμανών να συνδράμουν τους πρόσφυγες. «Οι Γερμανοί έχουν αυτή την εμπειρία μέσα στις οικογένειές τους». Ο Στέφαν θυμάται την ιστορία ενός θείου του, ο οποίος δεν κατάφερε να μεταφέρει τον Εβραίο πατέρα του στην Ελβετία, με αποτέλεσμα να μην γλιτώσει από τις θηριωδίες των Ναζί. «Η σημερινή γενιά γνωρίζει πως, συγκρινόμενη με τη μοίρα των προσφύγων και την φτώχεια, είναι απλώς εκπληκτικά τυχερή».
Ο Άχμαντ, φοιτητής λογοτεχνίας από τη Συρία που φιλοξενήθηκε νωρίτερα μέσα στο χρόνο από μία Γερμανίδα δημοσιογράφο, είπε σχετικά με την υποδοχή του στη Γερμανία. «Η οικογένειά μου είναι στη Συρία, όμως έχω και μία νέα οικογένεια στη Γερμανία». Από την πλευρά του, ο γραφίστας Κρίστοφ Νίμαν φιλοξένησε για κάμποσες μέρες στο σπίτι του μία οικογένεια από το Ιράκ, πράξη που του έδωσε μία νέα οπτική των πραγμάτων, μακριά από την απελπισία που του προκαλούσαν οι καθημερινές ειδήσεις για το δράμα των προσφύγων. «Κάθε ένα κείμενο που διαβάζεις για το προσφυγικό ζήτημα σου δίνει να καταλάβεις πόσο σύνθετα και δυσεπίλυτα είναι τα προβλήματα». Όσον αφορά την συγκατοίκηση: «Η συνύπαρξη μας ήταν τόσο γοητευτικά απλή: αυτή η οικογένεια κοιμόνταν σπίτι μας και καθε μέρα τρώγαμε πρωινό και μεσημεριανό μαζί». Η απόφαση του Νίμαν και της συζύγου του να βοηθήσουν τους πρόσφυγες προήλθε από τις προσπάθειες της συγγραφέως και φίλης τους Ανίκα Ράιζ να βρει στέγη για μία έγγυο γυναίκα και την οικογένειά της. «Βλέπεις τα παιδιά σου και σκέφτεσαι ότι θα μπορούσες να ήσουν εσύ στη θέση τους», αναφέρει ο Νίμαν.