Η Λ Ε Ξ Η – Τ Ρ Ο Μ Ο Σ: Μ Ε ΤΑ Ρ Ρ Υ Θ Μ Ι Σ Η
Ποιες είναι οι μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να προωθήσει το Ποτάμι; «Στο τομέα της οικονομίας», αναφέρει ο Πάσχος Μανδραβέλης, «θα πρέπει να προχωρήσει η απελευθέρωση της αγοράς και το άνοιγμα όλων των επαγγελμάτων. Η μείωση της γραφειοκρατίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όταν θεωρείς ότι το κράτος μπορεί να σου λύσει όλα τα προβλήματα. Σήμερα, αν ένα νέο παιδί θέλει να ανοίξει μια επιχείρηση, θα του φάει τριπλάσιο χρόνο και χρήμα για να υπερπηδήσει τα γραφειοκρατικά εμπόδια από ό,τι να φτιάξει την επιχείρηση. Με τόση εξοντωτική γραφειοκρατία αρνούμαστε στους νέους να δημιουργήσουν σε αυτή τη χώρα».
Ακόμη, προσθέτει ο κ. Μανδραβέλης, θα πρέπει να υπάρξει «ξεκαθάρισμα σχέσεων κράτους και εκκλησίας. Είναι δυνατόν η εκκλησία να έχει το δικό της πολεοδομικό και φορολογικό σύστημα; Ας αλλάξουν όλα τα άλλα και μετά ας γίνει και το κλισέ που λένε όλοι για το πλήρη διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους. Η εκκλησία θα πρέπει να λειτουργεί απέναντι στο κράτος, όπως ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Με όλες τις υποχρεώσεις και όλα τα αιτήματα. Να παίρνει επιδοτήσεις αλλά να πληρώνει τους φόρους».
«Το Ποτάμι δημιουργήθηκε από πάνω προς τα κάτω, για να καλύψει ένα κενό που είχε δημιουργηθεί στην πολιτική ζωή της χώρας. Το Ποτάμι είναι η φωνή της λογικής, του ορθού λόγου, της συναίνεσης. Είναι η ευρωπαϊκή φωνή που χρειαζόμαστε», Γιώργος Μαυρωτάς
Μέχρι σήμερα, τα περισσότερα κόμματα ζητούσαν τη συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις για να στηρίξουν μεταρρυθμιστικούς νόμους. Είναι το Ποτάμι έτοιμο να στηρίξει μεταρρυθμίσεις μίας κυβέρνησης, στην οποία δεν θα έχει να λαμβάνει υπουργικούς θώκους; «Το Ποτάμι δημιουργήθηκε ακριβώς για αυτό το λόγο, για να στηρίξει μεταρρυθμίσεις ακόμη και αν δεν είναι στην κυβέρνηση», αναφέρει ο Χάρης Θεοχάρης. «Όταν λέμε ότι είμαστε ένα κόμμα σύνθεσης και συναίνεσης, εννοούμε αυτή την πολιτική συμπεριφορά. Είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε κάθε είδους μεταρρύθμιση την οποία θεωρούμε σωστή, με την προϋπόθεση το κόμμα που θα βρεθεί απέναντί μας θα είναι διαλλακτικό και δεν θα είναι τη λογικής «όχι σε όλα». Η συναίνεση δεν μπορεί να λειτουργήσει μονόπλευρα».
Για τη συναίνεση σε μεταρρυθμίσεις που θα στηρίζονται από ευρύτερη της κυβερνητικής πλειοψηφία, μας μίλησε ο Στρατής Μούγερ, επιχειρηματίας και στέλεχος του Ποταμιού: «Εμείς είμαστε εδώ για να δημιουργήσουμε κλίμα συναίνεσης. Και τα δύο μεγάλα κόμματα, ωστόσο, θα πρέπει να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο ασκούν πολιτική. Και θα πρέπει να είναι σαφές ότι προσφέρουμε συναίνεση εκεί που πρέπει και όχι σε νομοσχέδια – όπως ήταν εκείνο του κ. Μπαλτά για την μεταρρύθμιση της παιδείας – που βλάπτουν. Η συναίνεση που επιδιώκουμε είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους που άνθρωποι από αρκετά διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους έχουν αποφασίσει να συμπλεύσουν με το Ποτάμι. Δυστυχώς, ωστόσο, φαίνεται ότι το παλαιό πολιτικό σύστημα παραμένει δέσμιο ιδεοληψιών και δεν είναι έτοιμο για συναινέσεις».
Τις εξαγγελίες περί αναγκαιότητας των μεταρρυθμίσεων τις έκαναν πολλοί πριν το Ποτάμι. Όμως το τρένο του εκσυγχρονισμού το χάσαμε πολλές φορές τα τελευταία 20 χρόνια. Γιατί να πετύχει το Ποτάμι τώρα; «Τα προβλήματα για τα οποία συζητούμε έχουν λυθεί με κάποιον τρόπο σε άλλες κοινωνίες», αναφέρει ο κ. Θεοχάρης. «Ο πήχης που βάζουμε είναι υψηλός, σε σχέση με το πού είμαστε σήμερα. Ωστόσο δεν είναι ανέφικτος. Η επίλυση αυτών των προβλημάτων δεν είναι μία ουτοπία που εμείς προσφέρουμε για πρώτη φορά στη χώρα. Συνεπώς, το να αποκτήσει η πολιτική μία διαφορετική σχέση με το δημόσιο, αντί να ασχολείται καθημερινά με τη μικροδιαχείρηση του δημοσίου, είναι ζωτική. Η προσκόλληση στα «μικρά» ζητήματα του δημοσίου ευτελίζει και υποβαθμίζει την πολιτική μας. Έχουμε υψηλούς στόχους, όμως πιστεύουμε ότι με κάποιες κινήσεις αξιοκρατικής επιλογής σε σημαντικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού, τα αποτελέσματα θα είναι θετικά και θα τους επιτύχουμε».
Βέβαια η έννοια της υπερκομματικής μεταρρύθμισης, που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια ως αίτημα στην ελληνική πολιτική ζωή, ίσως να μην έχει το περιεχόμενο που της προσδίδουμε. Ο Γιάννης Τσίρμπας αναφέρει: «Η ίδια η λέξη μεταρρύθμιση τείνει να καθιερωθεί σαν κάτι το εγγενώς θετικό, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πολλές μεταρρυθμίσεις χωρίς «πολιτικό πρόσημο», δηλαδή ουδέτερες. Εκτός ίσως από την αλλαγή στο νόμο περί ευθύνης υπουργών και κάποια θέματα που αφορούν στη δημόσια διοίκηση. Στα περισσότερα πεδία πολιτικής υπάρχουν ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές και μάλλον καλά κάνουν και υπάρχουν. Τα κόμματα καλούνται να πείσουν για τις εναλλακτικές τους προτάσεις πάνω σε αυτές τις διαφορές και το Ποτάμι δεν αποτελεί εξαίρεση. Με την εξαίρεση των θεμάτων που ανέφερα παραπάνω, η ίδια η έννοια του «διαμεσολαβητή» δεν είναι, πάντα, πολιτικά ουδέτερη. Γιατί, ενώ προφανώς αναγνωρίζει τις υπάρχουσες διαφορές πάνω στα θέματα, σκοπεύει στο σταμάτημα της σχετικής συζήτησης, προτείνοντας, όμως, συνήθως λύσεις που βρίσκονται σαφώς προς τη μια ή την άλλη πλευρά της διαίρεσης, την οποία υποτίθεται ότι θέλει να υπερβεί. Σίγουρα υπάρχει ανάγκη συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, όμως, πρέπει να μελετηθούν και να εξειδικευτούν από το Ποτάμι ή οποιοδήποτε άλλο κόμμα φιλοδοξεί να αναλάβει κεντρικό μεταρρυθμιστικό ρόλο – συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ – γιατί ως γενικόλογη πρόταση που επαναλαμβάνεται μονότονα δεν θα φύγουν ποτέ από το επίπεδο της συνθηματολογίας, του ευχολογίου ή του κενού σημαίνοντος».
Οι μεταρρυθμίσεις, ωστόσο, δεν αφορούν ποτέ αποκλειστικά την πολιτική τάξη. Άπτονται αφενός της ζωής των πολιτών, αφετέρου έρχονται σε σύγκρουση με συμφέροντα κοινωνικών ομάδων. Ο ειρηνικότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος επίλυσης αυτών των διαφορών είναι -θεωρητικά τουλάχιστον – ο κοινωνικός διάλογος, ο οποίος, αν και παρουσιάζει προβλήματα στην Ευρώπη, σίγουρα εφαρμόζεται με μεγαλύτερη επιτυχία από ό,τι στην Ελλάδα. Γιατί, όμως, αντιλαμβανόμαστε τον διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ως προσχηματικό και χωρίς ουσία; Ο Γιώργος Μαυρωτάς αναφέρει: «Θυμάμαι το Στέλιο Ράμφο να λέει ότι ο Έλληνας έχει μερικότητες, ιδιότητα που αποτελεί εμπόδιο για την ανάπτυξη της χώρας. Τι εννοούσε με τις μερικότητες; Τρία πράγματα. Τόπο, αίμα, σινάφι. Εννοούσε τον τόπο, με την έννοια ότι υπάρχει η μερικότητα να βολέψουμε τους συντοπίτες μας, το αίμα, με την έννοια ότι βολεύουμε τους συγγενείς μας, και σινάφι, με την έννοια ότι υποστηρίζουμε τη συντεχνία μας. Ο Έλληνας βάζει όλα αυτά πάνω από το ευρύτερο συμφέρον. Αναζητώντας κάθε μερικότητα, λοιπόν, ο Έλληνας χάνει στο τέλος, καθώς το βέλτιστο της μερικότητας δεν αποτελεί παράλληλα το βέλτιστο για όλη την κοινωνία. Για να κερδίσει συνολικά η κοινωνία, θα πρέπει όλοι μας να παραχωρήσουμε κάτι από τη μερικότητά μας. Πιστεύω πως αυτό είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να γίνει ένας ειλικρινής κοινωνικός διάλογος στην χώρα μας. Ο χώρος του αθλητισμού προσφέρει το καλύτερο παράδειγμα: ο κάθε παίχτης πρέπει να παίξει ομαδικά και όχι να σκεφτεί πώς θα βάλει ο ίδιος τα περισσότερα γκολ. Πρέπει να κοιτάξει πώς θα βοηθήσει την ομάδα να κερδίσει. Στη χώρα μας λείπει η νοοτροπία της συλλογικότητας, ότι το άτομο πρέπει να είναι κάτω από την ομάδα».
Στην επόμενη σελίδα: Μπορεί το Ποτάμι να κερδίσει τους πολίτες;