Το όνομά του ταυτίστηκε στην ιστορία με το γκλάμουρ στην πολιτική. Γιατί ο Τζέι Εφ Κέννεντυ υπήρξε ο πρώτος πολιτικός που αφέθηκε με αυτοπεποίθηση στις κάμερες και εκείνες τον λάτρεψαν. Αρκούσε να πάρει θέση στο φακό, λένε, και το κοινό παρακολουθούσε μαγεμένο. Πώς θα μπορούσε επομένως η on camera δολοφονία του την 22α Νοεμβρίου στο Ντάλας να μην αποτελέσει το ιδανικό φινάλε για έναν σταρ του φακού, που έτσι έμεινε παντοτινός και ιδανικός τηλεοπτικός ήρωας; Όσο για εκείνο το πλάνο που αποτυπώνει την στιγμή της τραγωδίας, ο ίδιος να γέρνει στο κάθισμα ενώ η εξ ίσου φωτογενής σύζυγός του Τζάκι με το ροζ ταγιέρ προσπαθεί πανικόβλητη να συρθεί μακριά, αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο του κολοσσιαίου οικοδομήματος μιας νέας μορφής ενημέρωσης του κοινού, της απ΄ευθείας μετάδοσης, που έμελλε να αλλάξει την αντίληψη του κόσμου για την πραγματικότητα, αλλά και την τηλεοπτική ενημέρωση.
Έμεινε στην ιστορία ο Τζέι Εφ Κέι ως ο πιο φωτογενής πολιτικός όλων των εποχών. Άλλαξε για πάντα την σχέση τηλεόρασης και πολιτικής «χτίζοντας» ο ίδιος τον visual μύθο του. Υπήρξε ο πρώτος που πίστεψε στην δύναμη του φακού, όπως πριν από αυτόν είχαν πιστέψει στη δύναμη του ραδιοφώνου ο Αιζενχάουερ και ο Χούβερ. Το ενδιαφέρον είναι ότι και ο αντίπαλος που κατατρόπωσε με την τηλεοπτική του λάμψη στο πρώτο προεδρικό ντιμπέιτ της τηλεοπτικής ιστορίας, ο Νίξον πίστευε εξ ίσου στην τηλεόραση, αλλά η ήττα του μπροστά στην κάμερα απέδειξε ότι τα προσόντα τα οποία θα απαιτούνταν εφ εξής για να κατακτήσει κάποιος την αμερικανική προεδρία θα έπρεπε να υπακούουν στους όρους της σοουμπίζνες περισσότερο από εκείνους της πολιτικής.
Ήδη από την εποχή που ήταν ακόμη νεαρός γερουσιαστής ο Κέννεντυ βιντεοσκοπούσε τις ομιλίες του και οι εχθροί του λένε, ότι η εικόνα του λαμπερού, ηλιοκαμένου με το αστραφτερό χαμόγελο γερουσιαστή που μπήκε στο καθιστικό των αμερικανών, παραμέρισε τις πραγματικές του αδυναμίες, αφού ούτε ως δικηγόρος, ούτε πολύ περισσότερο ως γερουσιαστής είχε να επιδείξει ουσιαστικό έργο.
Ήταν ο πρώτος που πρόσφερε την αίσθηση στους θεατές ότι είναι παρόντες στην Ιστορία.
Τότε, ακόμη, ήταν οι εποχές της «αθωότητας» του τηλεοπτικού μέσου. Στις ΗΠΑ κυκλοφορούσαν τρεις-τέσσερις μεγάλες εφημερίδες μόνον και η τηλεόραση θάμπωσε την μεγάλη μεσαία τάξη που έβλεπε σε αυτήν να πρωταγωνιστούν τα ιδανικά της πρότυπα (Μάρροου, Κρονκάιτ κλπ). Για τον φωτογενή πολιτικό ήταν εύκολη η κυριαρχία στον καινούργιο κόσμο των εικόνων. Στην εκπομπή του Μάρροου εμφανίστηκε από το σαλόνι του σπιτιού του με την επίσης φωτογενή Τζάκυ, βάζοντας τους όρους του πολιτικού παραμυθιού μιας Αμερικής που άρχιζε να εθίζεται στο θέαμα. Ο Κρονκάιτ έμελλε να είναι ο δημοσιογράφος που ανακοίνωσε στους Αμερικανούς τον θάνατό του ενώ παρακολουθούσαν τα πλάνα των πυροβολισμών και του πανικού που ακολούθησε.
Η ειρωνεία της μοίρας, αυτή που κάνει ακόμη πιο δυνατό το story, είναι ότι ο Κέννεντυ υπήρξε ο πρώτος και μοναδικός πρόεδρος των ΗΠΑ που εμπιστεύτηκε το live ακόμη και για τις ομιλίες του προς τον αμερικανικό λαό, όπως και για τις συνεντεύξεις Τύπου στον Λευκό Οίκο. Λένε πως οι πρώτες αναμεταδόσεις έφτασαν τα 80 εκατομμύρια τηλεθεατές και πάντως δεν έπεσαν κάτω από τα 18 εκατομμύρια.
Ήταν ο πρώτος με άλλα λόγια, που πρόσφερε την αίσθηση στους θεατές ότι είναι παρόντες στην Ιστορία. Και η στιγμή της δολοφονίας του στάθηκε η επιβεβαίωση αυτού του μοναδικού αισθήματος, που μόνον η τηλεοπτική κάμερα έχει την δύναμη να δημιουργήσει και που ο ίδιος εμπιστευόταν ολοκληρωτικά. Αυτό ακριβώς το αίσθημα ρίζωσε για πάντα στην παγκόσμια κουλτούρα αλλάζοντας την εμπειρία του κόσμου.
Έμεινε, έτσι, ο μύθος του λαμπερός και αναλλοίωτος και ο ίδιος στο ρόλο του ιδανικού πρωταγωνιστή ανοίγοντας ωστόσο ένα μεγάλο, πικρό κεφάλαιο στην παγκόσμια μιντιακή σκηνή, αυτό της ακατάσχετης βουλιμίας για live, μέχρι εκφυλισμού όχι μόνον του δημοσιογραφικού θεάματος, αλλά και των αρχών της δημοσιογραφίας.
Η Πόπη Διαμαντάκου είναι δημοσιογράφος της εφημερίδας Καθημερινή.