“Η αστυνομία ανέκαθεν χτυπούσε στις διαδηλώσεις – είναι κάτι που ισχύει χρόνια, αν και έχει επιδεινωθεί τρομακτικά”.
Αυτή την αποστροφή από τη συνέντευξη με τον Χριστόφορο Κάσδαγλη θυμήθηκα αμέσως μόλις τον είδα τυχαία, ανάμεσα στις περίπου δέκα χιλιάδες κόσμου (κάποιοι μιλάνε ακόμη και για δεκαπέντε) που την Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου, γύρω στις 6 το απόγευμα συγκεντρώθηκαν επί της Π.Τσαλδάρη, όσο πιο κοντά μπορούσε ο καθένας στο σημείο της δολοφονίας του Παύλου – Killah P – Φύσσα.
Αμέσως μετά θυμήθηκα ένα άλλο κείμενο που είχα γράψει σε ένα άλλο περιοδικό στις 7 Δεκεμβρίου πριν από 5 χρόνια, που περιέγραφε με τον καθόλου νηφάλιο τρόπο που μου υπαγόρευαν τα 29 μου χρόνια και κυρίως το ότι το έγραψα λίγες ώρες αφότου είχαμε επιστρέψει με τη μικρή μου αδερφή από τον Ερυθρό Σταυρό, με μώλωπες στις πλάτες, καρούμπαλα στα κεφάλια και χημικά στα πνευμόνια, γιατί σε εκείνη, την πρώτη πορεία την επομένη της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου από τον αστυνομικό Κορκονέα, οι συνάδελφοί του εκ των ΜΑΤ είχαν αποφασίσει να επιτεθούν με δολοφονικό μένος και συντεταγμένες κινήσεις στον “άμαχο πληθυσμό”.
“Να προσέχετε αγόρι μου, όλος ο κόσμος είναι τρομαγμένος και κλαίει για το παληκαράκι”, μου είπε εντελώς αυθόρμητα η υπέργηρη κυρία του περιπτέρου δυο βήματα από εκεί όπου γίνονταν οι διάφοροι χαιρετισμοί από μικροφώνου. Και μετά συνέχισε να μοιράζει μπουκαλάκια νερού ακόμη και σε αυτούς που δεν είχαν τα 50 λεπτά για να την πληρώσουν
“Θα προσέχουμε”, της απάντησα, σαν να προσπαθούσα να καθησυχάσω τη γιαγιά μου, που στα νιάτα της έφαγε κάμποσο ξύλο από τους κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς της γενιάς της.
Και πράγματι δεν είχαμε κανένα λόγο να μην το κάνουμε.
Προσέχαμε καθώς η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου άρχισε να κατευθύνεται με τις αργές κινήσεις που επέβαλλε ο πολύ μεγάλος όγκος της πορείας προς τη Γρηγορίου Λαμπράκη, με κάποιους από εμάς να προσπαθούμε χρησιμοποιώντας όρους κινηματικής μαζικότητας (πέραν της καθαρά δημοσιογραφικής ιδιότητας, σε ό,τι με αφορά, εφόσον ήμουν εκεί για τις ανάγκες του ρεπορτάζ) να μην αμφισβητήσουμε περαιτέρω την απόφασή μας να μην ακολουθήσουμε εκείνο το γκρουπ που επέμενε να κινηθούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τα εκεί που βρίσκονται τα γραφεία της Χρυσής Αυγής.
Προσέχαμε και όταν μετά από περίπου μισή ώρα, όταν πια σχεδόν όλος ο κόσμος είχε φτάσει στη διασταύρωση Τσαλδάρη-Λαμπράκη και η πορεία είχε στρίψει προς τα αριστερά επί της Λαμπράκη, ακινητοποιηθήκαμε, καταλαβαίνοντας πια ότι στην «πλώρη» συνέβαιναν αυτά που συνήθως συμβαίνουν στις «πλώρες» των πορειών.
Κανείς δεν πανικοβλήθηκε ακόμη και όταν έφτασε στην οπισθοφυλακή της πορείας (εκεί, στη διασταύρωση) μία υπόνοια – και γι’ αυτό σχετικά εύκολα διαχειρίσιμη σε αναπνευστικό επίπεδο – της διατρητικής, καυστικής μυρωδιάς των χημικών, που ήταν σαν την έφερνε ο αέρας μαζί με τις διάφορες μαρτυρίες για όσα συνέβαιναν εκεί που είχαν ήδη αρχίσει να καίγονται οι πρώτοι κάδοι (“οι φασίστες πετάνε πέτρες πίσω από τα ΜΑΤ”, “πρόλαβαν να περάσουν τα μπλοκ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΣΥΡΙΖΑ και κόπηκε η πορεία όταν έφτασαν οι αναρχικοί, για να μη φτάσουν στο Α.Τ.”).
Απλώς περιμέναμε. Και προσέχαμε.
“Η αστυνομία ανέκαθεν χτυπούσε στις διαδηλώσεις – είναι κάτι που ισχύει χρόνια, αν και έχει επιδεινωθεί τρομακτικά”.
“Όχι, καθόλου δεν έχει επιδεινωθεί, πάντα με τον ίδιο τρομακτικό τρόπο χτυπάει”, φαντάζομαι ότι θα σκεφτόμουν αν προλάβαινα να σκεφτώ κάτι, όταν λίγα λεπτά πριν από τις 9, η αστυνομία αποφάσισε να επιτεθεί στα μετώπισθεν του εναπομείναντος κόσμου, χωρίς κανένα λόγο αλλά με απολύτως προφανή σκοπό, αν κρίνω από το ότι το έκαναν από τρεις διαφορετικές μεριές (κάποιοι από την Τσαλδάρη, και κάποιοι και από τις δύο κατευθύνσεις της Λαμπράκη), να μπλοκάρουν δηλαδή δύο-τρεις χιλιάδες κόσμου στο στενάκι της Αχιλλέως, και με προφανέστατο δολοφονικό μένος.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κάποιοι από εμάς υποχωρήσαμε ενστικτωδώς προς τα πίσω, με τους άνδρες των ΜΑΤ να μας κολλάνε, περίπου 50 άτομα, κυριολεκτικά στον τοίχο των πολυκατοικιών επί της Τσαλδάρη, ψεκάζοντας τους πάντες, χτυπώντας όσους από τον στοιβαγμένο κόσμο μπορούσαν να αγγίξουν με τις απολήξεις των γκλομπ τους.
Όταν για καλή μας τύχη η ιδιοκτήτρια του κτιρίου άνοιξε την εξώπορτα, το τελευταίο πράγμα που πρόλαβα να δω πριν τρέξω κι εγώ μέσα, ήταν μία κοπέλα (“θα μπορούσε να είναι η δική μου”, σκέφτηκα ενστικτωδώς), σωριασμένη χάμω να προσπαθεί μάταια να μειώσει το impact από τις γκλομπιές και τις κλωτσιές με τις οποίες “της έβαζαν μυαλό” κάτι “άντρες” κρυμμένοι πίσω από τα κράνη και τις ασπίδες τους.
Όλοι μέσα, λοιπόν. Περίπου 40 άτομα. Κάποιοι αναρχικοί, κάποιοι πρωτάρηδες σε πορεία, μερικά κορίτσια που μπορεί να μην είχαν κλείσει τα 20 αλλά η ψυχραιμία τους έβαζε τα γυαλιά ακόμη και σε όσους έδειχναν φοβισμένοι εξαρχής και φοβήθηκαν ακόμη περισσότερο όταν κοιτάζοντας πίσω από τις κουρτίνες είδαμε ότι στην είσοδο της πολυκατοικίας είχαν συγκεντρωθεί δύο διμοιρίες των ΜΑΤ, ως πρώτη ένδειξη αυτού που κάποιοι άλλοι από εμάς είχαμε ήδη αρχίσει να υποπτευόμαστε: ότι δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε από εκεί… ασύλληπτοι.
Status updates, tweets και RT αυτών για να ενημερωθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι, ό,τι προλάβουμε πριν τελειώσει η μπαταρία. Και μερικά γρήγορα αγχωμένα τηλέφωνα από όλους, διαφορετικοί μονόλογοι με κοινό παρονομαστή.
-“Μάνα είμαι καλά, είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα κτίριο, οι μπάτσοι είναι απ’ έξω”.
-“Μην ανησυχείς καλή μου, είμαστε όλοι μαζί, μπορεί να μας συλλάβουν, όλα θα πάνε καλά, θα μιλήσουμε αργότερα”.
-“Έλα ρε μαλάκα, πάρε τηλέφωνο τον δικηγόρο, διαδώστε το όσο μπορείτε, δεν ξέρουμε τι θα γίνει”.
-“Θεοδόση ο Χριστόφορος ο Κάσδαγλης είμαι, είδα τα tweets σου, ό,τι χρειαστείς, είμαστε σε επιφυλακή” (τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά).
Και ξανά μετά από λίγο. Και ξανά.
Ώσπου μιάμιση ώρα αργότερα ήρθε το πρώτο «επίσημο» κάλεσμα από την πλευρά της αστυνομίας. Αναμένεται ο εισαγγελέας με ένταλμα για να μπει στην πολυκατοικία και να συλληφθούμε όλοι.
-“Ψυχραιμία. Θα μείνουμε εδώ όσο χρειαστεί.”
-“Μου τελείωσε η μπαταρία, έχεις δωρεάν χρόνο να πάρω τον δικηγόρο μου;”
-“Μην ανοίγετε την κουρτίνα βρε παιδιά, θα βρω το μπελά μου”, η σπιτονοικοκυρά, προσπαθώντας να κρατήσει με δύο χέρια 5 ποτήρια νερού για τους 40 μουσαφίρηδες της που είχαν προ πολλού κορακιάσει.
-“Πάμε στην ταράτσα να κάνουμε κανα τσιγάρο;”
-“Αυτή είναι θέα, μάγκες. Έχει και ωραίο φεγγάρι”.
Η μία διμοιρία κάτω από την είσοδο του κτιρίου έχει πια γίνει δύο.
“Η κλούβα όμως γιατί δεν έχει έρθει;”
“Μήπως μας αφήσουν τελικά να φύγουμε;”
Η ενημέρωση αποσπασματική. Κάποιος άκουσε από κάποιον ότι ήμασταν η τελευταία από τις άτυπες ομάδες διαδηλωτών που είχαν ταμπουρωθεί σε ιδιόκτητους χώρους.
“Ρε θέλουν να συμπληρώσουν στα τεφτέρια τους συγκεκριμένο αριθμό προσαγωγών. Δε θα μας αφήσουν να φύγουμε.”
“Ναι, αλλά γιατί δεν έχει έρθει η κλούβα;”.
“Που ναι η κλούβα, οεο που ναι η κλούβα”. Ο εγκλωβισμός θέλει καλοπέραση. Γελάμε.
Ώσπου είδαμε την κλούβα. Και συνεχίσαμε να γελάμε. Γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή καταλάβαμε ότι κανένας δεν ήταν μόνος του. Κανένας δεν θα άφηνε μόνο του τον διπλανό του. Ούτε καν όταν μετά από διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων του δημάρχου και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ (που πέραν πολιτικών πεποιθήσεων, είναι προς τιμήν τους το ότι ξεκουνήθηκαν από τις θέσεις τους και ήρθαν κοντά στη δική μας, ακόμη και αν το έκαναν με κομματική ιδιοτέλεια) μας ανακοινώθηκε ότι ο εισαγγελέας είναι πράγματι καθοδόν με το ένταλμα και ότι από τη στιγμή που θα φτάσει, η σύλληψη και το αυτόφωρο είναι μονόδρομος. Εκτός και αν πέντε από εμάς αποφασίσουν να παραδοθούν, να προσαχθούν (με την υπόσχεση ότι δεν θα συλληφθούν) και οι υπόλοιποι να αποχωρήσουν ησύχως…
“Τι λέτε ρε!”
“Τι είναι αυτοί οι πέντε; Οι μαλάκες της παρέας;”
“Και πως θα φύγουμε δηλαδή από εδώ οι υπόλοιποι; Ποιος μας λέει ότι στην άλλη γωνία δε θα μας περιμένουν μπάτσοι ή φασίστες;”
“Δε θα φύγει κανείς. Ό,τι κάνουμε, θα το κάνουμε όλοι μαζί”.
Με κίνδυνο, λοιπόν, να ακουστώ περισσότερο μελοδραματικός απ’ όσο μου αρέσει, θα το πω: μόνο και μόνο γι’ αυτή τη στιγμή, τη στιγμή που μερικοί αναρχικοί, μερικοί Συριζαίοι, μερικοί δημοσιογράφοι (έστω, αυτός ο ένας), μερικοί μερικώς κατασταλλαγμένοι και ορισμένοι τόσο ευφορικά ανερμάτιστοι όσο επιβάλλει το γεγονός ότι την επόμενη μέρα κανονικά θα έπρεπε να σηκωθούν για να πάνε στη Β Λυκείου, όλοι τους έχοντας ξεκάθαρο ότι βρίσκονταν εκεί για να διαδηλώσουν για αυτή καθαυτή τη δολοφονία ενός ανθρώπου από ένα Ναζί αλλά και για όλα όσα επιβεβαιώνει σε σημειολογικό και ανθρωπολογικό και κοινωνιολογικό επίπεδο αυτό το γεγονός, αποφάσισαν να τα βάλουν όλα στην άκρη, αποφάσισαν ότι δεν είναι πια ένας ένας, όλοι τους μαζί είναι πια ένα, γι’ αυτή λοιπόν την επί του πρακτέου αλληλεγγύη, αποδέχομαι πια ως ελάχιστο τίμημα που όλοι μαζί και ο καθένας μας ξεχωριστά έπρεπε να πληρώσει, από τα χημικά, μέχρι την αγωνία μέχρι την πολύωρη παραμονή στα “ευάερα και ευήλια” δωμάτια του 6ου ορόφου της ΓΑΔΑ.
Κοντεύουν μεσάνυχτα. Ο επικεφαλής των αστυνομικών μετά βίας (αυτό κι αν είναι ειρωνία) κρατάει τα ΜΑΤ εκτός του κτιρίου. Μερικές διαβουλεύσεις ακόμη, μεταξύ ημών των εγκλωβισμένων, και κάποιων από εμάς με τον επικεφαλής, ο οποίος αφού του δείχνω τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα, με ενημερώνει για τη νέα πρόταση που ρίχνει στο τραπέζι: “Αν κατέβετε οικειοθελώς, θα γίνει προσαγωγή, όχι σύλληψη και μετά από λίγες ώρες θα αφεθείτε ελεύθεροι”.
Μεταφέρω την πληροφορία στους υπόλοιπους. Και όλοι παραμένουμε δικαιολογημένα καχύποπτοι.
Ο λόγος: “Και ποιος μας λέει ότι δε θα μας συλλάβουν στη ΓΑΔΑ;”
Ο αντίλογος: “Ναι αλλά αν έρθει ο εισαγγελέας είναι σίγουρο ότι θα συλληφθούμε. Οπότε δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε αν κατέβουμε”.
Το χιούμορ: “Και δεν πάμε; Καλύτερα, να μην πληρώνουμε ταξί για Αθήνα”.
Αποχαιρετισμός στη φιλόξενη οικοδέσποινα, κεφάλι ψηλά και φύγαμε.
Ένας πάνοπλος ΜΑΤ για κάθε έναν από εμάς, όλοι τους μας οδηγούν με τα απαραίτητα σπρωξίματα στην κλούβα, δίπλα από τον συγκεντρωμένο κόσμο που φωνάζει συνθήματα που… “όλους μας ενώνουν».
“Τι σπρώχνεις ρε; Τι σπρώχνεις;” Η μικροκαμωμένη κοπέλα με το μισοξυρισμένο κεφάλι, λέει στον “συνοδό” της. Εκείνος της απαντάει με άλλο ένα σπρώξιμο, κρυμμένος πίσω από τη στολή που τον κάνει να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα.
Λίγο πριν τη 1, η κλούβα φτάνει στη ΓΑΔΑ.
“Δε θα δώσετε κανένα άλλο στοιχείο πέρα από αυτά που αναγράφονται στην ταυτότητά σας”, ενημερώνει ο εβδομηντάρης κάτοικος της περιοχής που ήρθε έξω από την πολυκατοικία, και που τελικά αποφάσισε να προσαχθεί οικειοθελώς για να δώσει κουράγιο σε όλους τους υπόλοιπους. Και πράγματι το έδωσε.
Παράδοση ταυτότητας, προσωπικών αντικειμένων, μερικές κοινές ερωτήσεις σε όλους και παρόμοιες απαντήσεις από όλους (-“Ποιο είναι το τηλέφωνό σας;” -“Δεν το θυμάμαι απ’ έξω”. -“Που μένετε;» -“Γενικώς με φιλοξενούν, δεν έχω μόνιμη διεύθυνση”) και μετά αναμονή. Μεγάλη. Τεράστια. Ατελείωτη. Μπορεί και να πέρασαν 12 ή 46 χρόνια μέχρι τελικά να βγούμε στην Αλεξάνδρας (εκεί που είχαν γίνει κάποια άλλα μικροεπεισόδια ανάμεσα στα ΜΑΤ και τον συγκεντρωμένο κόσμο), πράγματι χωρίς σύλληψη, όπως μας είχαν πει, γύρω στις 6 το πρωί.
-“Να ξαναπάμε αύριο ε;”, λένε μεταξύ σοβαρού κι αστείου κάποιοι από τους διαδηλωτές.
-“Κι εμείς εκεί θα είμαστε μαλακισμένα”, απαντάει κάποιος ένστολος.
-“Ραντεβού στην πολυκατοικία”, η ανταπάντηση. Ως το τελευταίο αστείο της βραδιάς.
Και κάπου εδώ υποτίθεται ότι λένε τέλος καλό, όλα καλά. Τι άλλο όμως πέρα από το συγκεκριμένο μικρό τέλος, μπορείς να πεις ότι είναι καλό όταν όχι απλώς η αστυνομία εξακολουθεί να χτυπάει τις διαδηλώσεις όπως ανέκαθεν το έκανε (αν όχι περισσότερο), αλλά αυτό το κάνει και σε μία διαδήλωση (και μάλιστα στο απολύτως ειρηνικό κομμάτι αυτής) για τη δολοφονία ενός ανθρώπου από ένα – κατά τη δική του ομολογία – μέλος μιας ναζιστικής συμμορίας που μισό και βάλε εκατομμύριο “περήφανων” Ελλήνων έβαλαν στη Βουλή; Και εις άλλα με υγεία, το λοιπόν.
Ή έστω, με τις υγείες μας.