POP_fos0501542

Είναι στα 14. Κλεισμένα.

Θρησκευτική πανήγυρις, χωριό. Οι γονείς το χαίρονται. Χορεύουν. Καήκαμε κι απόψε καήκαμε, παίρνουμε φωτιά και καιγόμαστε, κλαρίνο πριονοκορδέλα, τραγουδιάρα με κουπ αεροστάτου, απο φωνή μουνί, απο μουνί φωνάρα.

Μόνος στο τραπέζι. Σκίζει την άκρη του τραπεζομαντηλου, έχουν περάσει μόλις 4 λεπτά. Θάνατος.

Μάτι αγκυλωμένο στην ευθεία, μονοπλάνο.Πεταλούδες φλαμπέ στο στήθος. Το κορίτσι από το περσινό καλοκαίρι. Το κορίτσι που εξαφανίστηκε απότομα. Το κορίτσι αυτό, το ίδιο.

Άγνοια κινδύνου.

– Γεια.

– Α, γεια, τι κάνεις;

Γυριζει και κοιτάει την ορχήστρα. Εκείνος που παίζει κιθάρα ηλεκτρική έχει μανταλώσει στο βλέμμα της. Δεν τον βλέπει καθαρά, μια τριαξονική θειάκω τον κρύβει.

Σούπερ ήρωας. Παίρνει βαθιά αναπνοή. Σηκώνει το κορίτσι απο τη μέση να τονε δει, απο ψηλά, καθαρά.

Σε αυτά τα 29 δευτερόλεπτα πτήσης θα τα έχουν κάνει όλα. Γυμνοί, στο κρεβάτι της βάβως, δαχτυλιές, πνιχτά χάχανα, γλώσσες πλεξούδες, ο μισός μέσα της, ίσα που την πασάλειψε. Το τραγούδι έχει τελειώσει.

– Κατέβασε με.

Καμία αντίδραση, την κρατάει σφιχτά, έχει γύρει το κεφάλι του στην ξώπλατη τσουλήθρα, ένα σαλάκι του κυλάει προς το μυελό.

– Κατέβασε με σου λέω. Δεν στρέχει.

– Τι κάνει;

– Δεν στρέχει. Δεν είναι σωστό, είναι ζαβολιά, κατάλαβες;

Κατάλαβε. Ανοίγει το στόμα.

– (Θέλεις να τα φτιάξουμε;) Θέλεις να φάμε παγωτό;

– Αμέ.

– (Σ´αγαπώ). Σ´αρέσει το σχολείο;

– Χαζό είσαι, όχι.

Ολα λάθος.

Φρένα.

Ο κιθαρίστας ξυρίζει τις πρώτες νότες. Στης πικροδάφνης τον ανθό.

Μυρίζει θρούμπι, προβατίνα και καμένο λάστιχο.

(συνεχίζεται)

Tη βάρκα λέν Μαρίτσα.

Εχει ξαπλώσει στην ξύλινη πλώρη, το αλάτι μπαίνει στους πόρους της.

Τσουρουφλάει ένας ήλιος.

Το μπιτς μπαρ απέναντι συνοδεύει με κουγιουμπιλά και αμανέλιεν και αααφόλοριβερς. Σηκώνει τη δεξιά της γάμπα και όπως τη λικνίζει, ρίχνει μικρές σπρωξιές στα αντικύθηρα.

– Δε μιλάς και πολύ.

– Ναι.

Τη χαϊδεύει με το βλέμμα, η πλάτη του είναι ακουμπισμένη στην λαγουδέρα.

– Ξέρεις τι θα’ θελα τωρα, να είμαι σε ένα ποτάμι και να του λέω την ιστορία μου.

– Οκέι.

– Οκέι, αυτό έχεις να πεις;

Της χαμογελάει. Μετά το έβδομο τζιν τόνικ τα λόγια ήταν περιττά. Σήμερα όχι.

Τα γυαλιά ηλίου κρύβουν την αντίδραση της. Δαγκώνει τα χείλη νευρικά.

Απο την ακτή ένας γέροντας τους κατεβάζει χριστοπαναγίες.

Γέλια και βουτιά επιτόπου.

Βγαίνει πάνω πρώτη. Ψάχνει στο νερό, πουθενά.

– Ελα, κόψε τις μαλακίες. Κόφτο, ρε.

Πριν προλάβει να ουρλιάξει το όνομα του, την έχει γραπωσει και της δαγκώνει την πλάτη κατω απο το νερό.

– Αγαμήσου μαλακιστήρι, σταμάτα θα πνιγούμε. (Γέλιο με μπουρμπουλήθρες)

Όλα πήγαν καλά.

Είναι ξανά 14. Οι μουσικοί κάνουν διάλειμμα. Μυρίζει αρμυρίκι, καροτέν και σάπιο λέπι.

(Φθινόπωρο, σου λέει)