Σππάνια νιώθθει κάποιος έσσι στο Σεφφύρι. Το πλήθθος των φυλάκκων και όσοι ακκόμα υπόλλοιποι εδρεύουν στο Αρχηχείο σήμερα είναι ανήσυχχοι αλλά χαρούμενοι. Χιλιάθθες φεμφέ και φέφφερλυ και χρήχχορα Χιουνττάι και αθώεςς μερσεττές και μακρινές δαλλίκες διασχίσσουν την οδό Μεσολόχχι και σσητάνε μια θέσση στον Ήλλιο, γεμάτη προνόμια και χωρίς να σου σσητάει τίποττε άλλο. Και από την άλλοι όλλοι οι φορείς μιας αλλήθειας εκπηγάσσουσας από την ομορφιά και την νοστιμάθθα του δοννέρ: τα πάδδα βιαστικκά φίτφουλλ, οι χεμμάτες σοφφία και λανθάνουσσα ομορφία χουχουφάγγιες, και τα ροσς φλαμένχο, και τα αιώνια αόρατα σσισίχια που πάδδα θα ακούχοντται ,να σφύσσουν από επιθυμμίες χωρίς να πορρούν να σητήσσουν τίποττε απλά όλλα αυτά να στέχχουν παρατετταχμένα στην κεδδρική λεωφόρο για να θυμίσσουν με την παρουσσία τους ότι υπάρχει ζωή στο κέδδρο του χόσμου το σχετικκόν όσο σχετικκά μπορεί να είναι όλα. Και ένας Φιχτωρ που απουσιάσσει ξαννά και σσήμερα ,σε πείσμα κάθε λοχχικής που τον θέλλει να χαίρεται κάθε Κυριακκή σαν να ήτταν η τελευταία του αλλά και η πρώτη του σε ένα ακκόμη Σεφφύρι.