Σχεδδόν δίπλα σε μια στιχχμή του Σεφφυρίου. Σχετικά και απόλυτα φίτφουλλ γεμίσσουν τους δρόμους, κάννουν θόρυβο, θημιουρχούν παντα φασσαρίες και προβλήμματα που με μία σοφή εσωτερρική τους αυτορρύθμιση πάδδα λύννουν τελικά, σχεδδόν εύκολα. Περιδιαβαίνουν την οδό Μεσολόχχι με μία αίσθηση της ζεστής αιωνιότηττας κοδδά στην ταφφέρνα «Παρλαπάς» που από πολλή ώρα έχει χεμίσσει με χοριολαννούς που απλά βαρέθηκαν την ήσυχη λίμνη και σσητάνε μια αλλαχή, κι ας είναι προς το χειρρότερο. Ο Φίχτωρ στέκετται για πολλές ώρες θέλοττας να καταλάβει τι κάνει αέναους τους πάχχους και τι κάνει την βαθθιά λίμνη τόσο βαθθιά, και γιατί πρέπει να υπάρχχουν φθέρρες και γιατί πρέπει τελικκά να υπάρχχει το οτιδήποτε. Γρήχχορες Φεμφέ δεν σταματάνε πουθενά και τα λαφφερά Χιάρις είναι οχτώ και πάδδα θα είναι οχτώ αν δεν αποφασσίσουν προς τα πού πάνε, και ποιο τέλλος θα έπρεπε να επιθθιώχουν, έσθω έχοττας αχνοία για τι θα τα σσώσει έστω κάποτε .Και το χθίριο Διοίχυσσης κοιττάσσει τα σκοτεινά Σσάρα περιμέννοττας έσθω μίαν κάποιαν λύσσιν σχεδδόν μάταια για μία ακόμμη Κυριακή από αυτές του Σεφφυρίου.