Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 2013 το πέρασα στο πάρτι που κάνει παραδοσιακά κάθε χρόνο το Φουαγιέ του Θεάτρου Φούρνος στη Μαυρομιχάλη και είναι ένα από τα πιο πετυχημένα της Αθήνας. Πάρτι και φουαγιέ. Ενιωθα ανακούφιση για το 2012 που μόλις είχε φύγει, ήταν χωρίς αμφιβολία η χειρότερη χρονιά της ζωής μου για πολλούς και διάφορους λόγους. Γύρω μου έβλεπα ανθρώπους που έδειχναν το ίδιο ανακουφισμένοι μ’ εμένα, όπως ένας μεθυσμένος τυπάκος που έλεγε και ξανάλεγε με πανηγυρικό τόνο «Εφυγε το 12! Εφυγε το 12!». Οι αναμνήσεις και οι εντυπώσεις που ακολουθούν, είναι όλες βγαλμένες από το 13, που για προσωπικούς, αλλά και κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους, λειτούργησε για μένα σαν επίδεσμος σε ανοιχτή πληγή που έβαλε πρόχειρα μια νοσοκόμα με αποτυχημένα κόκκινα μαλλιά, που μασάει τσίχλα και βιάζεται να σχολάσει για να πα να βρει τον Μπάμπη και να φάνε σουβλάκια. Υστερα από όλα αυτά, το 14 μπορεί να είναι μόνο καλό.
**Στο άκουσμα της πιο δυσάρεστης είδησης που έχει χτυπήσει ποτέ τη ζωή μου, η πρώτη μου ενστικτώδης σκέψη ήταν ότι ήρθε η στιγμή να πάρω σκύλο. Βρήκα μέσω ίντερνετ τη Λούσυ, μία πανέμορφη ημίαιμη σκυλίτσα, που κάποιος την είχε παρατήσει δεμένη σε ένα πάρκο στη Θεσσαλονίκη. Ο σκύλος έκανε καλό στην ψυχολογία μου και μου έδειξε από πολύ νωρίς ότι είναι ο καλύτερος ανιχνευτής ανθρώπινης κακίας: γάβγιζε στον δρόμο μόνο όσους μου φαίνονταν περίεργοι ή κακοί, αλλά κυρίως, με βοήθησε να ξεσκεπάσω πολλούς ζωόφιλους, οι οποίοι μπορεί να σκίζονται για το τετράποδό τους, αλλά εσένα θα σου έδιναν ευχαρίστως μια κλωτσιά για να πας ακόμη πιο κάτω. Στο σκυλοπάρκο, όταν η Λούσυ έπαιζε τρισευτυχισμένη σε μια γούρνα λάσπη, ένιωθα σχεδόν πάντα σαν ανύπαντρη μητέρα που δεν έχει μάθει τρόπους στο παιδί της. Οι λοιποί ιδιοκτήτες σκύλων κοιτούσαν τη Λούσυ σαν παιδί με μαθησιακά προβλήματα και ήμασταν και οι δύο κατάπτυστες και περικυκλωμένες από σκυλιά-υπόδειγμα που ακούνε σε αρχαιοελληνικά ονόματα.
**Εχοντας εγκαταλείψει τη γειτονιά όπου μεγάλωσα, τα Κάτω Πατήσια για μια πιο «φιλήσυχη» συνοικία όπως το Παγκράτι, άρχισα πολύ σύντομα να αναπολώ την ανωνυμία που είχα εκεί. Από το «Καλημέρα γκιτόνισα» του κάθε χαμογελαστού Πακιστανούλη, πέρασα χωρίς καλά καλά να το καταλάβω σε κάτι που θύμιζε περισσότερο χωριό παρά «παλιά καλή γειτονιά της Αθήνας». Ξαφνικά οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας ήξεραν τα πάντα για μένα-«η δημοσιογράφος που μένει μόνη της και έχει χάσει τη μητέρα της», κτλ, κτλ. Και δύο ημίτρελες γριές άρχισαν να με βομβαρδίζουν με ραβασάκια που είτε περνούσαν κάτω απ’ την πόρτα, είτε κολλούσαν με ποστ ιτ στην πόρτα μου. Κάτι προσβολές με κολυβογράμματα για τον σκύλο μου που γαβγίζει ή για τις κούτες μετακόμισης που δεν μάζεψα ακόμη από τη βεράντα ΜΟΥ.
**Αρχισα να βλέπω πολύ πιο ξεκάθαρα ότι όσο πάει, οι σχέσεις δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο: «οι άνθρωποι ψάχνουν συντροφιά, αλλά όχι σύντροφο» σημείωσα στο κινητό μου ένα βράδυ προτού κοιμηθώ.
** Ανθρωποι πάνω στο άνθος της ηλικίας και της δημιουργικότητάς τους χωρίστηκαν σε δύο βασικές κατηγορίες: σ’ αυτούς που δεν έχουν δουλειά και σ’ αυτούς που έχουν δουλειά και δεν πληρώνονται.
**Αυτό που ελπίζαμε όλοι ότι θα γίνει με την κρίση, ότι δηλαδή θα μας φέρει πιο κοντά, δεν έγινε ποτέ: η λέξη «κατάθλιψη» άρχισε να ακούγεται πιο συχνά από την «ημικρανία», τα ψυχοφάρμακα είναι οι νέες ασπιρίνες και το χειρότερο απ’ όλα, έβλεπες όλο και πιο συχνά στα μάτια ακόμα και κοντινών σου ανθρώπων εκείνο το θλιβερό «όλα για πάρτη μου».
**Η ατμόσφαιρα στη δουλειά του καθενός, θυμίζει όλο και περισσότερο ριάλιτι. Λουζόμαστε τον Τσάκα και τον Πρόδρομο. Οι «κουμπάροι» που κοροϊδεύαμε πίσω στο ανυποψίαστο 2001, που έκαναν «στρατηγική» και «συμμαχία» για να τους πετάξουν όλους από το Σπίτι του Μπιγκ Μπράδερ και να μείνουν στο τέλος μόνοι για να μοιραστούν τα φράγκα, αυξάνονται και πληθύνονται και κυκλοφορούν πλέον ανάμεσά μας.
**Είδα γυναίκες κάθε ηλικίας να ανεβαίνουν σε γόβες κοθόρνους, υπερυψωμένες στο μπροστινό μέρος και με τακούνι στιλέτο. Στρατιές ίδια βαμμένων και ίδια ντυμένων όχι και τόσο αιθέριων υπάρξεων που φαίνονται να υποφέρουν πάνω σε παπούτσια, τα οποία έχουν κατασκευαστεί για να τις εκθέτουν και όχι για να τις αναδεικνύουν. «Μια γυναίκα που φοράει τέτοιες γόβες σου δίνει την αίσθηση ότι είναι ικανή για όλα. Ισως αυτό το μήνυμα να θέλουν να περάσουν στους άντρες» ήταν η επιστημονική εξήγηση του κολλητού μου. Ισως να χει και δίκιο. Ομως σε όποιο ξενυχτάδικο κι αν βρέθηκα μέσα στο 2013, είτε από επαγγελματική είτε από προσωπική διαστροφή, είδα όλες αυτές τις Μικρές Γοργόνες να έχουν πετάξει τα παπούτσια-φυλακή, να περπατούν ξυπόλητες με το καλσονάκι και τη μάσκαρα να τρέχει και να παραπονιούνται μέσω κινητού σε κάποιον αόρατο εραστή: «γιατί δεν μου έστειλες μήνυμααααα;;;».
**Οι Χρυσαυγίτες έσκασαν από τα φιδίσια αυγά τους και πέσαμε από τα σύνεφά μας γιατί δεν είναι μόνο νταβραντισμένα παιδιά με ξυρισμένα κεφάλια και σβάστιγκες στα χέρια. Μπορεί να είναι και ο μανάβης που σου πουλάει φρούτα και ο ταξιτζής που σε γυρίζει σπίτι σου το βράδυ. Σαν την ταινία «Από το σούρουπο ως την αυγή». Ζουν ανάμεσά μας κι εσύ ξαφνικά φοβάσαι να μιλήσεις ανοιχτά σε κάποιον, γιατί ακόμη κι αυτός ο κάποιος μπορεί να είναι ένας απ’ αυτούς. Κι εσύ λοιπόν ποιος είσαι;
**Ο Σφακιανάκης από γραφικός έγινε απερίγραπτος. Εβαλε γυαλιά πρεσβυωπίας, πήρε και το χουντικό λυσσάρι του μαζί και βγήκε σε τοκ σόου. Στους τυφλούς βασιλεύει ο κοντόφθαλμος και στη συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής στις αρχές Δεκεμβρίου αντηχούσε όλο το σιντι του από τα μεγάφωνα.
**Αποφάσισα να μπω στο facebook ύστερα από πολλά χρόνια πεισματικής άρνησης. Α ώστε εδώ ήταν τόσο καιρό κρυμμένοι όλοι αυτοί οι ποιητές και ποιήτριες-σκέφτηκα! Που ακούνε μόνο Λέοναρντ Κοέν, που σε προτρέπουν να ζήσεις την κάθε σου μέρα σα να ναι η τελευταία. Το poke ισοδυναμεί με το χαζά σκηνοθετημένο σκούντηγμα του τύπου που σε κοιτάζει όλο το βράδυ σε ένα μπαρ, ξαφνικά οπλίζεται με θάρρος και αποφασίζει να πάει τουαλέτα για να σε πλησιάσει και τελικά το μόνο που καταφέρνει είναι να σου χύσει το ποτό στο ρούχο ενώ ξεμακραίνει αμήχανος και αμίλητος. Οι γυναίκες μοιάζουν ασθενικές και ευάλωτες σαν την Κυρία με τις καμέλιες που πλήττει και κάνει λάηκ στον εαυτό της και οι άντρες γίνονται ακόμη πιο καταραμένοι ποιητές ξεπατικώνοντας τσιτάτα που δεν ανήκουν καν στον Οσκαρ Γουάιλντ κι ας του τα αποδίδουν. Αλλά οκ, έχει και πλάκα ώρες ώρες.
**Οι άστεγοι προχώρησαν την ευρηματικότητά τους ένα βήμα παραπέρα, φτιάχνοντας εργατικές κατοικίες μέσα σε ρημαγμένες στοές, πάνω σε πλατύσκαλα εγκαταλελειμμένων μονοκατοικιών, σε αδιέξοδα δρόμων. Χάρτινα τείχη υψώνονται όλο και πιο ψηλά σα να μας λένε «αφήστε μας στην ησυχία μας». Τα αδέσποτα σκυλιά βρίσκουν ζεστασιά αυτές τις μέρες σε υπερμεγέθεις φάτνες και πώς να μην σκεφτείς ότι αυτή είναι ίσως η μόνη καλή πράξη που έχει κάνει η Εκκλησία; Οι προνομιούχοι που μένουν ακόμη σε διαμέρισμα με κανονικούς τοίχους αλλά χωρίς αναμμένα καλοριφέρ, φασκιώνονται με κάτι παράξενα πυτζαμοειδή που σε κάνουν να μοιάζεις με Φινλανδό που ξαποσταίνει δίπλα στην παγωμένη λίμνη ύστερα από μία κουραστική μέρα ξέφρενης ανακύκλωσης. Οι πλούσιοι στην Ελλάδα δηλώνουν φτωχοί και οι φτωχοί δεν έχουν τίποτα να δηλώσουν.
**Πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά όμως, εγώ κρατάω τον μονόλογο της Λυδίας Φωτοπούλου από την αριστουργηματική «Γκόλφω» του Εθνικού που σκηνοθέτησε ο Νίκος Καραθάνος με πάθος και τρέλα που σπάνια συναντάς πια και στη ζωή και στο θέατρο: «Αγάπη είν’ η μοναξιά που πρέπει στον καθένα / Αγάπη είναι να κοιτάς την πόρτα ολοένα…Είν’ η αγάπη φονικό που ζωντανό σ’ αφήνει…». Και να φωνάζει και να σπαράζει αυτή η σπουδαία ηθοποιός «Τάσοοοο» κι ο Τάσος να μην ακούει και να μην έρχεται, αλλά εκείνη να εξακολουθεί να τον φωνάζει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο έρωτας έχει την μαθηματική τρέλα του δεκαπεντασύλλαβου, όπως ο χτύπος της καρδιάς που δεν του δίνεις σημασία μέχρι να σταματήσει να χτυπάει. Και κάπως έτσι, μέσα από ραχούλες, λαγκάδια, αστροφεγγιές και προδομένες αγάπες, μου γεννήθηκε το σύνθημα της από δω και πέρα ζωής μου: «Φοβάμαι, αλλά δεν φοβάμαι να φοβάμαι».
Η Αστερόπη Λαζαρίδου είναι δημοσιογράφος στο Βηmagazino και στο ΒΗΜΑΜΕΝ.