goodnadelpix

Στα 80 του πια, ο Λέοναρντ Κοέν αποτελεί μια «βιβλική» φιγούρα ποιητή/τραγουδοποιού/αφηγητή, ένα στιβαρό πρότυπο μποέμικου κοσμοπολιτισμού με ζεν happy end. Είναι δηλαδή θεός, που λένε. Όχι οτι είναι εντελώς υπεράνω κριτικής. Έχει δεχτεί ας πούμε κάποιες – συγκρατημένες πάντως – επιπλήξεις από φεμινιστικούς κύκλους που θεωρούν οτι η εξιδανίκευση της γυναίκας στο έργο (και πιθανότατα στη ζωή) του, φέρει ένα άρωμα μισογυνισμού κατά βάθος. Επίσης κάποιες φήμες αφήνουν να εννοηθεί διακριτικά οτι δεν είναι αυτός τέλος πάντων που θα καταρρίψει το ρατσιστικό στερεότυπο του παραδόπιστου εβραίου. Αυτά είναι όμως κάποιες υποκειμενικές αναγνώσεις και εικασίες. Ο Κοέν έχει αποδειχτεί πολύτιμος για πολύ (και καλό) κόσμο εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο Κοέν συντροφεύει, ο Κοέν καθοδηγεί, ο Κοέν σώζει. Ποιος άλλος θα σε σώσει; Ο Ντύλαν; Σώθηκες… Εννοείται οτι σε ψήνει περισσότερο ο εβραίος που στρέφεται στο ζεν βουδισμό παρά αυτός που ασπάζεται τον καθολικισμό (όχι οτι όλα αυτά τα θρησκευτικά είναι κατ’ ανάγκη σημαντικά, για τον Κοέν πάντως είναι, και θα ήταν ο τελευταίος που θα δήλωνε άθεος ή άθρησκος). 

Έκλεισε αισίως λοιπόν ο ευπατρίδης Καναδός τα ογδόντα την περασμένη Κυριακή, μια μέρα μεγαλύτερος από τη Σοφία Λόρεν: και οι δύο φαίνονται μια χαρά, σπάνιες περιπτώσεις διασήμοτητας που μοιάζει αναλλοίωτη, χωρίς να θυμίζει μούμια. Η ουσία αυτού που εκπροσωπούν παραμένει πολύ ισχυρή στην παρουσία τους και απολύτως συμβατή μ’ αυτή.  Ένας κοινός παρονομαστής ίσως είναι κάποια αντίληψη μεσογειακής ευζωίας, φυσικής σαν τον αέρα για τη Λόρεν, κεκτημένης στην Ύδρα της δεκαετίας του ’60 αλλά και μετά για τον κοσμοπολίτη και περιπλανώμενο εκ φύσεως Κοέν (δε νομίζω να συναντήθηκαν, αυτή βρέθηκε στο νησί για το Παιδί και το Δελφίνι δυο χρόνια πριν εγκατασταθεί αυτός εκεί). Και τώρα εκείνη είναι κάτι σαν «αιώνια Ιταλίδα» (ή έστω αιώνια ναπολιτάνα) κι εκείνος ένας master, ένας γκουρού αισθηματικής αγωγής, φορέας αρχοντικής και αβίαστης αξιοπρέπειας και ταπεινός connoiseur τόσων και τόσων εμπειριών που έχουν να κάνουν με το πνεύμα, την ψυχή, την καρδιά, το σώμα.  

Αυτή η εσάνς κλονισμένης, αλλά ζωντανής πίστης και θυμόσοφης ωριμότητας χαρακτηρίζει και τα τραγούδια του νέου του δίσκου, που έχει τίτλο Popular Problems, όπως και αυτά των τριών προηγούμενων (Old Ideas, Dear Heather, Ten New Songs), τραγούδια που είναι λιγότερο τραγούδια και περισσότερο απαγγελίες, επικλήσεις και αφηγήσεις με τη βραχνή, νουάρ φωνή από μηχανής θεού. Στο «Did I Ever Love You» μάλιστα από το καινούριο άλμπουμ, η φωνή μοιάζει απαράλλαχτη από το βαρύτονο γρύλισμα του Τομ Γουέιτς, ενώ το «Samson in New Orleans» (Ο Σαμψών στη Ν.Ορλεάνη) ανήκει ως τίτλος εντελώς στο ρεπερτόριο του Γουέιτς. Σαφής η πρόθεση από το πρώτο κομμάτι, το «Slow» (I’m slowing down the tune / I never liked it fast / You want to get there soon / I want to get there last), και παρόλο που το τέμπο ανεβοκατεβαίνει διακριτικά για να ακούγονται καθαρά πάνω από τα γυναικεία φωνητικά κοενικές ατάκες που μοιάζουν τυπικές («A Street»: «Baby don’t ignore me / We were smokers we were friends / Forget that tired story / Of betrayal and revenge»), το φινάλε μοιάζει προβλέψιμα καθησυχαστικό: «You got me singing / Even though the world is gone / You got me thinking / I’d like to carry on» («You Got Me Singing»). 

lc1

Πολύ ωραία όλα αυτά, εκτιμώ το συναίσθημα, με συγκινεί η πρόθεση, απλά, πώς να το πω, μου λείπουν τα Μεγάλα Τραγούδια του Κοέν. Τα τραγούδια ‘πριν το μοναστήρι’. Αν ακούσει κανείς δηλαδή το καίριο, επείγον και επιβλητικό άλμπουμ The Future του 1992 είναι σα ν’ ακούει βρυχηθμό λέοντος σε σχέση με το φιλικό γρύλισμα των δίσκων του στον αιώνα που διανύουμε. Ακόμα πάντως και το Ten New Songs που κυκλόφορησε στην αυγή της χιλιετίας – αφού είχε κατέβει από το όρος όπου διέσχισε όλες τις βαθμίδες ιεραρχίας στη βουδιστική μονή – περιέχει δύο τουλάχιστον κομμάτια που ανήκουν οπωσδήποτε στον Κοενικό Κανόνα, το «Alexandra Leaving» (με βάση το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Καβάφη) και το «A Thousand Kisses Deep». Τα τρία τελευταία όμως άλμπουμ σε κάνουν να νοσταλγείς οποιοδήποτε στιχάκι από το Death of a Ladies Man του’77, άλμπουμ το οποίο έχει ‘απορρίψει’ ο ίδιος, εξαιτίας της σύγκρουσης του με τον παραγωγό Φιλ Σπέκτορ, χαρακτηρίζοντας αδίκως το αποτέλεσμα «γκροτέσκο» (αν δεν ήθελε wall of sound γκλαμ lounge κόλπα τι έμπλεξε με τον τρελάρα;). Όπως ας πούμε το λυτρωτικό δίστιχο από το «Paper Thin Hotel»: «a hevy burden lifted from my soul / I found that love was out of my control». Ή το ποίημα «Days of Kindness» (περιλαμβάνεται στην έκδοση Stranger Music: Selected Poems and Songs) που έγραψε στην Ύδρα το ’85, και μιλά λίγο και «για μας» αλλά πρόκειται κυρίως για μια βαθιά εξομόλογηση:

Η Ελλάδα είναι ένα ωραίο μέρος / για να κοιτάς το φεγγάρι, δεν είναι; / μπορείς να διαβάζεις με το φως του φεγγαριού / μπορείς να διαβάζεις στο μπαλκόνι/ μπορείς να δεις ένα πρόσωπο / όπως το είδες όταν ήσουν νέος / υπήρχε ωραίο φως τότε / λάμπες πετρελαίου και κεριά / κι αυτές οι μικρές φλόγες / που έπλεαν με τους φελούς στο λάδι / αυτό που αγαπούσα στην παλιά μου ζωή / δεν το έχω ξεχάσει / ζει στη ραχοκοκαλιά μου / Η Marianne και το παιδί / οι μέρες της καλοσύνης / σκαρφαλώνει στη ραχοκοκαλιά μου / και γίνεται δάκρυα / προσεύχομαι να χουν κι εκείνοι / αγαπημένες μνήμες / τους πολύτιμους τους έκανα πέρα / για την εκπαίδευση μου στον κόσμο 

Παρντόν για τη στεγνή ίσως απόδοση, όπως και γι αυτή στο απόσπασμα που ακολουθεί από ακόμα πιο παλιά, και αφορά στην παρθενική ερωτική εμπειρία του νεαρού αφηγητή της πρώτης νουβέλας του Κοεν, The Favorite Game, που έκδόθηκε το 1963 στα 29 του. 

Στέκει στο μυαλό μου μόνη, αμέτοχη στη μικροπρεπή αφήγηση. Το χρώμα στο δέρμα της ήταν εκτυφλωτικό, σαν το λευκό υπόστρωμα ενός νεαρού κλαδιού όταν ξύσεις το πράσινο. Ρώγες στο χρώμα γυμνών χειλιών. Τα υγρά μαλλιά μια μεραρχία λαμπερές λόγχες πάνω στους ώμους της. Ήταν φτιαγμένη από σάρκα και βλεφαρίδες   

Πολύτιμη η επιφοίτηση και η σοφία και η στερνή γνώση, αλλά καμιά φορά είναι πιο δυνατή, και πιο χρήσιμη ίσως, η φρέσκια επιπόλαιη ματιά της νιότης εν συχγχύσει, από τους αόριστους αφορισμούς και τις νουθεσίες μιας χρυσής ωριμότητας.   

cohen mt.baldry 1995