fissas

Στην αντιφασιστική συναυλία που πραγματοποιήθηκε στη μνήμη του Παύλου Φύσσα ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά, ακούστηκε από τους διοργανωτές η παραίνεση «να ανοίξουμε την καρδιά μας στους ναζί…τους λείπει αγάπη, μόρφωση, ζεστασιά». Η συγκεκριμένη νουθεσία ως πολιτική στάση ενέχει τέσσερα θεμελιώδη λάθη.

Το πρώτο λάθος, που συμβαίνει εξάλλου πολύ συχνά, είναι να κατηγοριοποιούνται οι φασίστες και οι ναζί συλλήβδην ως μία αμόρφωτη μάζα. Κι είναι λάθος γιατί, αφενός μεν δεν ξεχωρίζει αυτή η ταύτιση τον ναζί από τον φασίστα και γιατί, αφετέρου, παραβλέπει το γεγονός ότι στις τάξεις της ακροδεξιάς και των ναζιστών υπάρχουν άτομα με υψηλό μορφωτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, πράγμα, εξάλλου που καθιστά το συγκεκριμένο χώρο εξαιρετικά επικίνδυνο. Υπάρχουν ελάχιστοι δηλωμένοι ναζί που παίζουν το ρόλο της πνευματικής ελίτ του συγκεκριμένου χώρου και αμέτρητοι μη δηλωμένοι που παρέχουν ιδεολογικό οπλοστάσιο στους ναζί. Επομένως είναι λάθος να μιλάμε για συνολικά «αμόρφωτο» πλήθος.

Η δεύτερη παρανόηση έχει να κάνει με το κατά πόσο η μόρφωση συνδέεται με την πίστη στην κοινωνική δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, την ελευθερία έκφρασης, την ανεξιθρησκεία, τον σεβασμό της προσωπικότητας, την πολυπολιτισμικότητα και όσα άλλα αντιστρατεύεται η φασιστική ιδεολογία. Υπάρχει δηλαδή μία διάχυτη ταύτιση της μόρφωσης με την καλλιέργεια, και της καλλιέργειας με την πίστη στα ανθρωπιστικά ιδεώδη, ενώ γινόμαστε αυτήκοες μάρτυρες μίας ρητορείας που μεταστρέφει το ιδανικό της επικράτησης του ανθρωπισμού, σε ένα ατομοκεντρικό φιλελευθερισμό σε συνθήκες καπιταλιστικής υστερίας.

Σε σχέση και με τα παραπάνω, ένα τρίτο λάθος έγκειται στο στίγμα της αμορφωσιάς που μάλιστα, εσφαλμένα, το συνδέει άρρηκτα με τους φασίστες. Είναι μια αντίληψη που γενικά προάγεται ασυλλόγιστα ακόμα και από αυτούς που έχουν τις πιο αγνές αντιφασιστικές προθέσεις. Είναι όμως επικίνδυνη μια τέτοια σύνδεση γιατί τείνει να ομογενοποιεί κάτω από την ίδια ετικετοποίηση όσους υστερούν σε μορφωτικό κεφάλαιο, δείχνοντας και στους άλλους τον δρόμο για τους όμοιούς τους, δηλαδή τους «ούγκανους», τους ανορθόγραφους, τους ημιάγριους φασίστες όπου για να γίνεις αποδεκτός δε χρειάζεσαι διαπιστευτήρια κουλτούρας και εκπαίδευσης. Έτσι δημιουργείται τεχνητή πόλωση μεταξύ «εγγράμματων και αγράμματων» αντί να προωθείται η αντιφασιστική εμπέδωση στα λαϊκά στρώματα.

Αντίθετα, ο Σάββας Μιχαήλ, στο βιβλίο του «Η φρίκη μίας παρωδίας: Τρεις ομιλίες για τη Χρυσή Αυγή» θεωρεί ότι «Απαιτείται επειγόντως, πριν είναι αργά, η κοινή δράση όλων των εργατικών οργανώσεων , των κοινωνικών κινημάτων, των διανοουμένων, όλων των καταπιεσμένων της ναζιστικής «Χρυσής Αυγής», των «υψηλών» προστατών της και των χρηματοδοτών της, των δορυφόρων της με το τρίπτυχο: Ενιαίο Μέτωπο κατά του Φασισμού- κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης παντού, ομάδες εργατικής- λαϊκής αυτοάμυνας.»

Σε σχέση τώρα με το έτερο πρόταγμα, που αφορά στην «αγκαλιά» στους φασίστες, είναι ακόμα πιο επιλήψιμο γιατί τους θυματοποιεί, τους κατατάσσει αυθαίρετα στην κατηγορία των ατόμων με ειδικές ανάγκες ή με ψυχικές δυσκολίες που χρήζουν ψυχολογικής στήριξης ή/και φιλανθρωπίας. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο δεν επιτελείται αντιφασιστικό έργο αλλά προκαλούνται αισθήματα συμπάθειας προς τους φασίστες. Και τέλος, μία τέτοια αντίληψη προϋποθέτει πως η Χρυσή Αυγή επανδρώνεται από παραπλανημένους, παραγνωρίζοντας την ιστορική συνέχεια της ακροδεξιάς και των φασιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα, αποτελεί δηλαδή μία ανιστόρητη αντίληψη.

Και τελικά, όσο εμείς καλούμαστε να «μορφώσουμε» τους φασίστες αυτοί θα μας παραμορφώνουν τα πρόσωπα με σιδερογροθιές, καυστικό οξύ, χαρακιές με μαχαίρια και σπασμένα μπουκάλια. Ο φασισμός δεν «θεραπεύτηκε» ποτέ ούτε με αγκαλίτσες, ούτε με αγάπες. Η συντριβή του ήρθε, ιστορικά, με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Ας τους αναζητήσουν όσοι διαλαλούν έναν ανερμάτιστο πασιφισμό σε μια παράταιρη σύζευξη με φθηνή ψυχολογία πάνω σε χριστιανικό υπόστρωμα.