Η ύπαρξη μας είναι πολιτική. Αυτό είναι ένα αξίωμα που όποιος δεν το έχει συνειδητοποιήσει ακόμα βρίσκεται μάλλον σε κάποια υπαρξιακή άρνηση. Καθετί που κάνουμε στην καθημερινότητά μας από τον τρόπο που καταναλώνουμε και ξοδεύουμε τον εισόδημα μας μέχρι τον τρόπο που επιλέγουμε να συμπεριφερθούμε στους συνεργάτες μας ή να μοιραστούμε πληροφορία στα social media, έχει πολιτικές προεκτάσεις και σίγουρα μαρτυρά περισσότερα για τον ίδιο μας τον εαυτό, τις απόψεις μας και την ιδεολογία μας απ’ όσα κατά καιρούς οι ίδιοι ευαγγελιζόμαστε ή πιστεύουμε καμιά φορά λανθασμένα για εμάς σε ένα κρεσέντο αυταπάτης.
Στην Ελλάδα η σχέση μεγάλης μερίδας του κόσμου με την παραπάνω τοποθέτηση έχει περάσει από διάφορες διακυμάνσεις. Από τα μεταπολιτευτικά 70s όπου τα πάντα ήταν φορτισμένα πολιτικά λόγω των αγώνων της εποχής για μία δικαιότερη κοινωνική πραγματικότητα, περάσαμε στα απολιτίκ 90s όπου η αίσθηση ασφάλειας που κόμιζε το κομματικό δίπολο σε συνδυασμό με την άνοδο και επικράτηση του lifestyle ως αυτοσκοπός της ύπαρξής μας και την οικονομική ευημερία της δεκαετίας, τύφλωσε προσωρινά τους ανθρώπους από το να συνειδητοποιούν ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα απολιτίκ τρόπος σκέψης, δεδομένου ότι να είσαι αμέτοχος είναι ξεκάθαρα παθητική στάση, τα αποτελέσματα της οποίας καρπώνεται η όποια εξουσία ή ιδεολογία είναι σε κυριαρχική θέση την εκάστοτε χρονική στιγμή.
Τα τελευταία χρόνια όμως η οικονομική κρίση στη χώρα μας αρχικά και η πανδημία μετέπειτα ανέδειξαν με τρομακτικό τρόπο τις κοινωνικές ανισότητες του μικρού, μεσογειακού, faux γαλατικού χωριού. Η παραδοχή αυτή σε συνδυασμό με τον παγκόσμιο εκμαυλισμό του όψιμου καπιταλισμού και την γενικότερη πολιτική αφύπνιση της εφηβικής και μετεφηβικής γενιάς που αποτυπώνεται σε ένα βαθμό στα social media όπως είναι το TikTok και στην ύψιστη μορφή ιντερνετικής τέχνης, τα memes, ζούμε μια πρωτοφανή περίοδο έξαρσης κοινωνικών κινημάτων και ομάδων με ακτιβιστική δράση που αναδεικνύονται με ακατάπαυστους ρυθμούς και φέρνουν στην επιφάνεια αξιώσεις ανθρώπων που καταπιέζονται και στερούνται δικαιωμάτων εδώ και δεκαετίες σε σχέση με το φύλο, την εθνικότητα, την τάξη, τη θρησκεία, την αναπηρία και όλα όσα απασχολούν τη διαθεματικότητα, θεωρία που ανέπτυξε πριν περίπου 30 χρόνια η καθηγήτρια πανεπιστημίου Kimberlé Williams Crenshaw και περιλαμβάνει τη θεώρηση της καθημερινότητας μέσα από ένα σύνολο των συστημικών καταπιέσεων και διακρίσεων.
Απέναντι σε αυτά τα κοινωνικά κινήματα υπάρχουν οι γνωστοί – άγνωστοι συντηρητικοί πολέμιοι που ξεκάθαρα προτάσσουν την ανάγκης τους για στασιμότητα στην κοινωνική εξέλιξη με τη στάση τους και τις απόψεις τους και φυσικά οι αμέτοχοι, άνθρωποι που επιθυμούν κίβδηλα να πιστεύουν ότι μπορούν να ζουν τη ζωή τους χωρίς να παίρνουν θέση ή πως ό,τι κάνουν δεν έχει σημασία και πραγματική επιρροή, αυτοί που επιβιώνουν λοιπόν ως άλλες ωραίες κοιμωμένες.
Υπάρχει όμως και μία τρίτη κατηγορία ανθρώπων για την οποία γράφεται αυτό το κείμενο, οι άνθρωποι που φαινομενικά υποστηρίζουν ότι είναι σύμμαχοι στην προσπάθεια για κοινωνική εξέλιξη και πρόοδο και θεωρούν ότι κομίζουν και οι ίδιοι τις νεωτερικές ιδέες που θα εξελίσσουν την κοινωνία, αλλά στην πραγματικότητα δουλεύουν υποχθόνια και χωρίς να το καταλαβαίνουν για την αναχαίτιση της αλλαγής σαν διπλοί πράκτορες. Είναι οι άνθρωποι με τους οποίους όλοι έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι στην καθημερινότητά μας, αυτοί που κατ’ επίφαση είναι κοινωνοί ή υποστηρικτές μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας ή άποψης, αλλά στην πραγματικότητα ούτε είναι, ούτε τους αφορά, αλλά δεν θέλουν να το παραδεχτούν αρχικά στον εαυτό τους και εν συνεχεία στον υπόλοιπο κόσμο ότι ο ρόλος τους ως τροχοπέδη της κοινωνικής ανάπτυξης δεν περνά πάντα απαρατήρητος. Να διευκρινίσω στο σημείο αυτό ότι δεν αναφέρομαι σε ανθρώπους που λόγω κοινωνικών αποκλεισμών δεν είχαν τη δυνατότητα να εκτεθούν σε αντίστοιχες προοδευτικές ιδεολογίες ή σε αυτούς που καθημερινά μάχονται ενάντια στα στερεότυπα που έχουν αποτυπωθεί πάνω τους από τον περίγυρο τους και με σταθερά βήματα επαναπρογραμματίζουν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται και κρίνουν τα ερεθίσματα που δέχονται και την συμπεριφορά τους, αλλά στους ανθρώπους που με έπαρση διατείνονται ότι είναι συμμέτοχοι στις κοινωνικές ανησυχίες της εποχής και ομοϊδεάτες με αυτούς που οδηγούν τους κοινωνικούς αγώνες που δίνονται πλέον στην καθημερινότητα μας on και offline, απλά για να αποτινάξουν τις τύψεις που επιφέρει η παραδοχή της πραγματικότητας, ότι δηλαδή δεν είναι αυτό που νομίζουν.
Αν ανατρέξουμε σε στοιχειώδεις λαϊκές θυμοσοφίες της λογικής ότι οι πράξεις είναι αυτές που μετράνε και όχι τα λόγια, γίνεται ξεκάθαρο ότι αν και η ζωή εν γένει δεν εμπίπτει στο απόλυτο δίπολο του άσπρου ή μαύρου, υπάρχουν περιπτώσεις που οι θέσεις μας πρέπει να είναι απόλυτα σαφείς, χωρίς να υπόκεινται σε αστερίσκους και υποσημειώσεις. Δεν γίνεται κάποιος να στηρίζει τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά να κάνει χαλαρά σεξιστικά αστειάκια ενάντια στον φεμινισμό με το προκάλυμμα του χιούμορ. Δεν γίνεται κάποιος να υποστηρίζει ότι είναι προοδευτικός, αλλά όποτε του δίνεται η ευκαιρία να το αποδείξει έμπρακτα να νερώνει τις απόψεις του για να μην ενοχλήσει το ευρύ κοινό που θα αντιδράσει όταν ακούει μια άβολη αλήθεια που επηρεάζει ανθρώπους, οι οποίοι δεν είναι οι ίδιοι ή δεν βρίσκονται άμεσα στη ζωή τους. Δεν γίνεται κάποιος να στηρίζει εν μέρει τα κοινωνικά δικαιώματα, αλλά με την κάθε ευκαιρία να εφευρίσκει εξαιρέσεις που ματαιώνουν την ίδια την ουσία τους. Δεν νοείται κάποιος να είναι ενάντια στον ρατσισμό, αλλά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και για ορισμένες υποομάδες να προβάλει χαλαρά το ένα “αλλά” μετά το άλλο στη ρητορική του. Δεν γίνεται κάποιος να είναι υπέρμαχος της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά κατά το δοκούν ή όποτε έχει συμφέρον να ξεχνά αυτά που θεωρητικά στοιχειοθετούν τη στάση του απέναντι στην κοινωνία και εν γένει στη ζωή. Δεν γίνεται να έχουμε την κοινωνία στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων μας, αλλά οι ατομικές μας επιδιώξεις και τα προσωπικά μας συμφέροντα να ανακατατάσσουν την αξιακή αυτή κλίμακα ad hoc. Δεν γίνεται να είμαστε υπέρ του περιβάλλοντος ή της δημοκρατίας ως θεμελιώδη λίθο της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά συνεχώς να σκαρφιζόμαστε αόρατες απειλές που βρίσκουν έμπνευση στην πλαστή ευημερία του μικρόκοσμού μας για να λοιδορούμε αυτούς που προσπαθούν να είναι διαρκώς συνεπείς μεταξύ των πιστεύω και των πράξεων τους.
Στο πνεύμα λοιπόν της αξίωσης μιας δικαιότερης και πιο συμπεριληπτικής κοινωνίας βασισμένης σε θεμελιώδεις αρχές όπως η δικαιοσύνη για το σύνολο των ανθρώπων και όχι μόνο για αυτούς που χαίρουν προνομίων, καλό θα είναι στον καθημερινό, εφαρμοσμένο ακτιβισμό που δεν είναι άλλος από τον τρόπο που πραγματικά ζούμε και συμπεριφερόμαστε σε ένα κοινωνικό πλαίσιο είτε λέγεται παρέα είτε λέγεται εργασία, να τονίζουμε στους ανθρώπους που μας λούζουν με “αλλά” σε αμέτρητες περιπτώσεις τον προβληματικό τρόπο σκέψης τους και την ανακολουθία των πράξεων τους σε σχέση με όσα υποστηρίζουν σε θεωρητική βάση. Γιατί το να είναι κάποιος μέρος ενός προοδευτικού τρόπου σκέψης δεν σημαίνει ότι αρκεί να μοιράζεται ή να πετά εντυπωσιακά τσιτάτα που προορίζονται για memes στα social media, αλλά να παίρνει τις πραγματικά δύσκολες αποφάσεις να εφαρμόσει στην καθημερινότητά του αυτά που σκέφτεται και ενστερνίζεται σαν ιδεολογία.