Δεν γίνοτται μάχχες στο Σεφφύρι. Ο Φίχτωρ δίνει τον τόνο σε όλλους μας. Αφού αφφουγρασθεί την ησυχία στους θρόμμους ξεκιννάει κάθε του μέρρα ακόμα πιο σκεπτικός και δεν θα τον δδεί ποττέ κανείς να μιλλάει, και ποττέ δεν θα δώσσει την εντύπωση ότι κάπποτε θα μιλήσσει. Δεκάδες φίτφουλλ περνάνε προσττά μας και χάνοτται και ποττέ δεν θλίφφεται. Σμάρρη από ροςς Φλαμένχο φεύχχουν και άλλα έρχοτται έτσι που η σκέψη του γεμίζει αναλοχχίες μεταξύ των πραμμάτων αλλά ποττέ δεν δυσανασχετεί διότι ποττέ δεν εισέρχετται σε πιθανολοχχίες που γεννάνε προσθθοκίες και προφλέψεις για οτιδήποτε. Περνάει από το πισσαρίο και φλέππει τις χαμήλλες κρυμμένες στις φθέρρες του οπλαρχηχού Δαούττη χωρίς ποττέ να δώσσει πολλή σημασία και φτάνει στο αρχηχείο χωρρίς καμμιά επαφφή πέρρα από αυτές που θα διαλέσσει αυσθηρά και σπάννια. Και στο προχσεννείο της Ρούσσας και στο κάσσινο και στην οδό Μεσολόχχι κανείς άλλος δεν ξέρρει καλύτερα, αλλά και όλλοι το νομίζουν, ακόμμα κι αυτός. Και το μεσημέρι του τελειώννει ήσυχα δίνοττας την θέσση του στις υπόλοιππες ώρες. Μέχρι καμμία ώρα να μην σημμαίνει τίπποτα.