Όταν ρωτήσαν τον Steve Jobs τι έχει να πει για τις αυτοκτονίες που γίνονται στο κινέζικο εργοστάσιο-πόλη της Foxcon, εκεί δηλαδή που παρασκευάζονται τα προϊόντα της Apple, απάντησε ότι είναι κάτι που τον απασχολεί, ότι θα το ψάξει αλλά πως στο τέλος της ημέρας αν αναλογιστεί κανείς ότι η Foxcon είναι μια πόλη 400.000 κατοίκων και εκεί αυτοκτόνησαν 20 άνθρωποι, τότε το ποσοστό στους χίλιους είναι μικρότερο από όσους αφαιρούν τη ζωή τους στην Αμερική. Άρα, που είναι το πρόβλημα; Άλλο, όμως, η στατιστική και άλλο η αίσθηση που μένει από τα γεγονότα
Αν αντιγράψουμε την ίδια λογική και μετρήσουμε την αποδοχή στα λεγόμενα της Νατάσσας Μποφίλιου σε σχέση για παράδειγμα με την κριτική που της έκανε ο Τατσόπουλος (χαζοβιόλα, εκθέσεις δημοτικού, κτλ) ή ο Μπογδάνος ή οποιοσδήποτε, θα δούμε ότι στην πραγματικότητα αυτοί που κράζουν είναι πολύ λιγότεροι από αυτούς που υπερασπίζονται την καλλιτέχνιδα. Παρόλα αυτά η αίσθηση που μένει είναι αυτή της κατακραυγής. Γιατί τα ίδια τα μέσα, το Facebook και το Twitter, θρέφονται και δυναμώνουν από το κράξιμο.
Στην ουσία τι έγινε; Στην αρχή κυκλοφόρησε το απόσπασμα της συνέντευξης στην Εφημερίδα Των Συντακτών όπου ανέφερε η τραγουδίστρια ότι την έφτυσε φασίστας μαζί με τη σχετική αποθέωση. Στη συνέχεια κάποιος κέρβερος της ανάγνωσης βρίσκει όμως το ζουμί. Πρώτον ότι η Ευρώπη είναι δικτατορία, δεύτερον ότι η τραγουδίστρια είναι και τροτσκίστρια και ψηφίζει ΚΚΕ και τρίτον πως αν υπήρχε ένας χαρισματικός ηγέτης θ’ ανέβαινε στο βουνό για χάρη του. Και τα τρία κάνουν τζιζ στον ριζοσπαστικοποιημένο χώρο του κέντρου που βλέπει προς τα δεξιά, οπότε ξεκίνησαν οι «ντελάληδες της λογικής» το θεόπνευστο έργο τους. Τελειώνει εδώ το θρίλερ; Όχι, αφού με το που ανοίγουν βλέφαρο οι «φιλελέδες» ξεκινάνε οι υπόλοιποι τη διαδικτυακή σφαγή εφαρμόζοντας και οι δύο πλευρές την τεχνική του γουαταμπαουτισμού (whataboutism).
Τι είναι αυτό πάλι; Εφαρμόστηκε αρκετά στην Σοβιετική Ένωση με τον ακόλουθο τρόπο: όταν κάποιος δυτικός τους κατηγορούσε για οτιδήποτε (πολλά μπορούσε να βρει), οι Σοβιετικοί απαντούσαν με μια ερώτηση (what about… ) που αφορούσε τον καπιταλισμό (πολλά μπορούσαν να βρουν). Το συναντάμε συχνά στις μέρες μας στην ακροδεξιά αλλά και στην ελληνική πολιτική σκηνή. Π.χ., όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατηγορεί τον Πάνο Καμμένο ότι χρησιμοποιεί μεσάζοντες για να πουλήσει το Ελληνικό Κράτος όπλα στη Σαουδική Αραβία, ο Καμμένος απαντά πως το ψάχνει τι έχει γίνει αλλά και εσείς πως τολμάτε και μιλάτε όταν η Siemens… κτλ.
Έτσι ακριβώς διεξάγεται και η συζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το θέμα παρά μόνο να εκμηδενίσει τον αντίπαλό του. Κάπου εκεί χάνεται το παιχνίδι αλλά γίνεται φανερή πια η βαθύτερη ροπή του ανθρώπινου είδους να μη συζητήσει αλλά να λιντσάρει (λεκτικά τουλάχιστον) τον συνομιλητή του.
Προσωπικά, τη Νατάσσα Μποφίλιου τη συμπαθώ οπότε δεν θα την κρίνω από μια συνέντευξη. Σου αρέσουν, δεν σου αρέσουν τα τραγούδια της, δεν μπορείς να παραγνωρίσεις πως είναι μια εργάτρια της μουσικής. Αναζητά πάνω στη δουλειά της να βρει το τέλειο και γι’ αυτό νομίζω ότι είναι της σχολής πως η τέχνη είναι 99% μόχθος και 1% ταλέντο. Αυτό ίσως της αναγνωρίζουν και οι χιλιάδες θαυμαστές της που έχει στην Ελλάδα. Με τη δήλωσή της διαφωνώ. Αν ψηφίζει ΚΚΕ είναι δικαίωμά της και εκεί μπαίνει τελεία. Όσον αφορά τη «δικτατορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης» είναι μια έκφραση που την χρησιμοποιούμε όταν πιθανότατα μπορούμε εμείς από την πλευρά μας να ορίσουμε ακριβώς τι σημαίνει δημοκρατία. Αν το κάνουμε αυτό πιθανώς να καταλάβουμε πως ναι μεν η Ε.Ε δεν είναι ακριβώς δημοκρατία αλλά σίγουρα δεν είναι δικτατορία. Ότι δεν είναι δικτατορία δεν σημαίνει όμως ότι δεν έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε την ανικανότητά της να παίξει κάποιον προστατευτικό ρόλο στην επίθεση που δέχονται οι πολίτες από την απρόσωπη αγορά.
«Μακάρι να υπήρχε ένας ηγέτης να τα παρατήσω όλα και να πάω μαζί του στο βουνό. Αλλά τώρα αισθάνομαι εντελώς παροπλισμένη.» Εδώ νομίζω ότι μπορεί να γίνει το πιο ωραίο κομμάτι της συζήτησής μας. Σε πρώτη φάση είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς πως αν πάει στο βουνό πρέπει να μας εξηγήσει και ποιοι θα είναι αυτοί που θα παραμείνουν στην πόλη. Επίσης, γιατί ν’ αναζητούμε έναν ηγέτη που θα μας πάει στα βουνά, που θα μας διαχωρίσει, παρά έναν που θα μας ενώσει περισσότερο; Και είναι εύκολο σήμερα να προκύψουν ηγέτες; Δηλαδή είναι εφικτό, την εποχή που ο καθένας μπορεί να έχει το δικό του κανάλι, όπου του επιτρέπεται ν’ αποδοκιμάζει ή να επιδοκιμάζει εν ριπή οφθαλμού οτιδήποτε ανήκει αλλά κυρίως ό,τι δεν ανήκει στο γνωστικό του αντικείμενο, να επιβιώσουν οι χαρισματικοί άνθρωποι; Θα ήταν ίδιοι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αν γεννιόντουσαν στην εποχή του διαδικτυακού λιντσαρίσματος; Την εποχή της αγένειας όπως σοφά την χαρακτηρίζουν στο εξωτερικό. Όχι. Ο καιρός δεν γεννά ηγέτες παλιάς κοπής, ηγέτες πια είναι τα μέσα και όχι οι άνθρωποι και σίγουρα τα μέσα δεν μας θέλουν στα βουνά.
Ο καιρός δεν γεννά ηγέτες παλιάς κοπής, ηγέτες πια είναι τα μέσα και όχι οι άνθρωποι και σίγουρα τα μέσα δεν μας θέλουν στα βουνά.
Η Μποφίλιου έχει δείξει με τις σταθερές πολιτικές παρεμβάσεις ότι αναμφίβολα ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές αδικίες. Δεν είναι πρώτη φορά που τοποθετείται και όπως δηλώνει στην ίδια συνέντευξη αυτό το έχει πληρώσει δεχόμενη αρκετές επιθέσεις. Δεν το κάνει για ν’ αποκτήσει διασημότητα, έχει παραπάνω από όση μπορεί να κουβαλήσει ένας άνθρωπος, με φανατικούς ακόλουθους σε όλη την Ελλάδα. Αναμφίβολα και από αυτή τη συνέντευξη βγαίνει ένα ενδιαφέρον που έχει για έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό, είτε τραγουδάς στο Διογένης Studio είτε στο Μέγαρο Μουσικής είτε σε καπηλειό της Πάτρας είτε είσαι άνδρας είτε γυναίκα είτε gay είτε δεν ξέρω εγώ τι, είναι ένα δικαίωμα σου. Δεν έχει σχέση ποιος είσαι για να εξετάσει κάποιος τι μπορείς να ελπίζεις. Καλοπροαίρετα, βέβαια, και εμείς μπορούμε να κρίνουμε. Αντί να χρησιμοποιούμε με ευκολία τσιτάτα του παρελθόντος νομίζω είναι προτιμότερο πια στην αριστερά να τεθεί το ερώτημα «υπάρχει περίπτωση να γίνουν καλύτεροι οι άνθρωποι ή θα πρέπει να δουλέψουμε με ό,τι έχουμε;» Ήδη αρκετοί σοβαροί διανοητές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου μετά την επικράτηση του Τραμπ, υποστηρίζοντας πως πρέπει να υπερασπιστούμε τις αξίες της Ευρώπης αντί να τις αφήνουμε στο έλεος των ιεραπόστολων της άκρας δεξιάς. Αντί να αναφερόμαστε στα βουνά καλύτερα να βλέπουμε τι έχει στις πεδιάδες.
Πέρα όμως από τη νέα νοηματοδότηση της αριστεράς έχει λίγο σημασία να δούμε τι μας συμβαίνει σήμερα. Ενώ, παράλληλα, είναι σαφές ότι πρέπει να κοιτάει κανείς στο τώρα και στο αύριο, παρακάμπτοντας τις τόσο διχαστικές καταστάσεις που μας ελκύουν σαν έθνος. Αλλά αυτό αν γίνεται πρέπει να ισχύει απ´όλες τις πλευρές. Τα τελευταία δύο χρόνια όπου οι δύο κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ βρίσκονται στην εξουσία υπάρχει μια συστηματική προσπάθεια να κατατροπωθεί το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς. Είναι κάπως αποκαρδιωτικό να συμβαίνει αυτό τη στιγμή όπου από το 1974 και έπειτα Νέα Δημοκρατία και (φυσικά) ΠΑΣΟΚ φλέρταραν πάντα με τον αριστερό χώρο «σεβόμενοι τους αγώνες του». Κατά μια τραγική σύμπτωση οι αγώνες αυτοί πήγαν περίπατο από τον Δεκέμβριο του 2015.
Τελευταίος στόχος είναι και η εθνική αντίσταση. Ήδη από τον Οκτώβριο ξεπετάγονται σαν τα μανιτάρια κάτι απόψεις του στυλ «και να μην είχαμε πάει στα βουνά, πάλι στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήμασταν τώρα» ή «οι Γερμανοί δεν θα μας πείραζαν, αν δεν τους προκαλούσαμε». Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν και δημοσίευμα στην Καθημερινή όπου ο δημοσιογράφος κυριεύεται από μοιρολατρία πάνω από τα «κουφάρια της βασανισμένης πρωτεύουσας» και παίρνοντας αφορμή μια φωτογραφία που του έστειλε αναγνώστης, συμπεραίνει πως οι συγκρούσεις στα Δεκεμβριανά είχαν σαν αποτέλεσμα την καταστροφή της αρχιτεκτονικής της Αθήνας από τον ΕΛΑΣ. Αλλά δεν σταματά εκεί αφού ισχυρίζεται ότι η δράση των ανταρτών στην πόλη έφερε τη βία στις κατά τ’ άλλα φιλήσυχες γειτονιές της Αθήνας (ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Κατοχής όπου οι Αθηναίοι πέθαιναν από την πείνα και έτσι η βία είχε καταλαγιάσει μέσα τους). Πιθανόν οι φωτογραφίες με τα αγγλικά άρματα μάχης να κυκλοφορούν στα Εξάρχεια του έχουν διαφύγει ή δεν του τις έχουν στείλει ακόμα οι αναγνώστες. Έχοντας βαθιά εμπιστοσύνη στα Ελληνικά Ταχυδρομεία πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα συμβεί κάτι τέτοιο.
Ακόμα και αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ καταγραφεί ως η χειρότερη που έχει περάσει από αυτό τον τόπο, δεν έχει νομίζω δικαίωμα κανένας να το χρησιμοποιήσει αυτό ώστε ν’ αλλάξει την ίδια την ιστορία. Σαφώς, όσον αφορά τον εμφύλιο υπάρχουν ευθύνες και στις δύο πλευρές, αλλά για το γεγονός ότι η συμφιλίωση άργησε περίπου 40 χρόνια και ξεκίνησε με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από το ΠΑΣΟΚ, ευθύνη έχει μόνο η μία πλευρά. Όπως, είναι παράλογο να μιλά κάποιος για «βουνά» το 2017, είναι εξίσου παράλογο να εξισώνει τον κομμουνισμό με τον ναζισμό ή να ξύνει πληγές που δεν έχουν επουλωθεί, επειδή ο Αλέξης Τσίπρας συμβιβάστηκε και υπέγραψε το 3ο μνημόνιο.