Η συνέντευξη είχε γίνει το 2011 για το Έθνος της Κυριακής, αλλά δεν είχε ευτυχήσει να δημοσιευτεί. Την παραθέτουμε με σεβασμό, εις μνήμην της σπουδαίας ποιήτριας που έφυγε από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου του 2020 σε ηλικία 89 ετών.
Κυρία Δημουλά, είστε άνθρωπος των συνηθειών; Θέλετε ειδικές συνθήκες για να εργαστείτε; Υπάρχει μία συγκεκριμένη μέθοδος εργασίας που ακολουθείτε; Πιστεύω στην ανωτέρα δύναμη των…συνηθειών και υπακούω χωρίς διακρίσεις και στις εποικοδομητικές και σε κείνες που με υποσκάπτουν. Πρώτη φύση μας θαρρώ πως είναι οι συνήθειες, αυτά τα περίεργα πλάσματα άγνωστης καταγωγής που αθόρυβα εισδύουν στη μικρή χώρα του χαρακτήρα μας κι αθόρυβα χτίζουν τον οικισμό τους μέσα στις αυλές του ψυχισμού μας, κολλητά με τις συμπεριφορές μας. Κι όλο αυτό, μου επιτρέπει να προχωρήσω και πάρα πέρα, μήπως δηλαδή οι συνήθειες έχουν γεννηθεί μαζί μας, και με έτοιμη τη φιλοδοξία τους να μας κυβερνήσουν. Κι ίσως ο άνθρωπος, από συνήθεια να είναι ευτυχής, λυπημένος, φθονερός, άτυχος, φοβισμένος. Κι αυτό να συνιστά την προσωπική μοίρα, το χωριστό πεπρωμένο, του χαρακτήρα μας. Τις υποθέσεις μου αυτές περί συνήθειας, με την τόσο ευφάνταστη δραματικότητά τους τις καταρρίπτει βέβαια, η κοινή λογική, που λέει ότι η συνήθεια, δεν είναι παρά η φυσική απόρροια ενός οδοιπόρου «άπαξ». Ένα άπαξ που σταμάτησε να διανυκτερεύσει σε μας για λίγη ξεκούραση, το μάγεψε ο ευρύς, απορροφητικός χώρος του χαρακτήρα μας, ξαναήρθε και πια, κοινή συναινέσει, εγκαταστάθηκε μόνιμα ή επ’ αόριστον μέσα στην κάθε μέρα μας. Ώσπου γίνεται συνήθεια. Και είναι η συνήθεια που μας οδήγησε να δεθούμε τόσο σφιχτά με τη ζωή και ορίστε τώρα να μην μπορώ να λύσω τον αποχωρισμό μου από πάνω της. Κάτι παρόμοιο παθαίνει συχνά και η αγάπη. Θέλει να φύγει και δεν φεύγει από συνήθεια.
Ακολουθείτε το ένστικτό σας ή με τα χρόνια αισθάνεστε ότι έχετε κάνει συγκεκριμένα, τόσο τα ενδιαφέροντά σας όσο και τις επιλογές σας; Το δήλωσα στην αρχή, ότι είμαι χρήστης συνηθειών, εις επίρρωσιν του ότι είμαι ένας πολύ…συνηθισμένος άνθρωπος. Χρήστης των βλαβερών κυρίως συνηθειών όπως είναι η αξεπέραστη εξοντωτική δυσκολία μου να πω όχι σε ένα ανεπιθύμητο ναι. Άλλη τρομερά κουραστική συνήθειά μου είναι να πηγαίνω μισή ώρα νωρίτερα από την καθορισμένη, σε συνάντηση ή σε όποια πρόσκληση. Να είναι κι αυτό ένα σύμπτωμα του εθισμού μου στο ανεξήγητο; Αλλά αυτά που ανέφερα ωχριούν μπροστά στο πόσο αγαπώ την καπνίστρια συνήθειά μου, τη δηλητηριώδη. Και να πω ότι είναι λάιτ ο φόβος μου; Κάθε άλλο. Και όμως η μόνη καταπολέμηση αυτής της εξάρτησης που κάνω, είναι να αναρωτιέμαι γιατί άραγε ένιψε τας χείρας της η αρμόδια αυτοσυντήρηση; Γιατί δεν ξεσηκώθηκε εναντίον αυτής της μανιώδους εξάρτησής μου από το τσιγάρο, η αντίπαλός της η εξ ίσου μανιακή εξάρτησή μου από τη ζωή;
Λένε συχνά για τους συγγραφείς και τους ποιητές ότι άλλοι προετοιμάζουν το θέμα τους στο μυαλό τους λεπτομερώς, ενώ άλλοι προτιμούν τον αυτοσχεδιασμό γύρω από ένα μοτίβο. Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη (ψυχική και νοητική) προετοιμασία που προηγείται τη δικής σας γραφής; Σκληραγωγημένη απ όλα τα παραπάνω, δε χρειάζομαι στομφώδους ανέσεως συνθήκες για να εργαστώ. Έχω ένα λιτό, συγκεκριμένο χώρο, κάθομαι εκεί και περιμένω πότε η αδράνειά μου θα ενοχληθεί, να βλέπει αδιατάρακτη εκείνη την κρούστα τέλματος που καλύπτει την επιφάνειά της. Περιμένω μήπως, αν τη μετακινήσω λίγο βίαια, προκληθεί έτσι κάποιος καθαριστής κυματισμός. Αν αυτό συμβεί, προχωρώ και μπαίνω σ ένα αίσθημα που δεν έχει ακόμα ούτε πόρτα, ούτε κάποιο παράθυρο που να σου ρίξει τη μακριά κόμη του σα σκοινί, να πιαστείς να σκαρφαλώσεις. Δεν ξέρω αλήθεια ποια δύναμη, μου φέρνει το θέμα. Σπασμένο όμως σε πολλά κομμάτια. Πιάνω να μετρήσω αν υπάρχουν όλα. Αν λείπουν, τότε αναθέτω στη γλώσσα να λαξεύσει συμπλήρωμα,. Ξέρει αυτή».
Πώς αντιλαμβάνεστε την έμπνευση; Τι ιδιαίτερο έχει εκείνη η στιγμή που αποφασίζετε ότι μπορείτε να ξεκινήσετε να γράφετε ένα ποίημα; Συνέβη πολλές φορές, μία και μόνο λέξη, να μου φέρει το θέμα, πιασμένο στο ράμφος της. Εκείνη η πρώτη λέξη που πέφτει επάνω στο βραχώδες χαρτί σαν παραζαλισμένο πουλί, φευγάτο με τη θέληση του από την αποδημητική ομάδα του, ίσως για να αναζητήσει ένα θερμότερο αβέβαιο κλίμα. Το σέβομαι και του αφήνω απόλυτη ελευθερία, να φτιάξει τη φωλιά του όπου του αρέσει, πάνω σ΄ ένα στίχο, επάνω ψηλά στο στηθαίο του τίτλου, στην αρχή του ποιήματος ή στο τέλος του, που είναι όμως ακόμη γιαπί. Οπου να ’ναι ας χτίσει, αρκεί να μη στριμώχνεται πολύ και τσαλαπατιέται το φτεροκόπημά του, επειδή μόνο του αυτό το φτεροκόπημα, έχει πολλές φορές γράψει ολόκληρο το ποίημα. Όσο για την έμπνευση δεν ξέρω τι μέρος του λόγου είναι. Το μόνο που κάνω για να την συγκινήσω, είναι να συγκεντρώνομαι σκυμμένη πάνω στις ανυπέρβλητες αδυναμίες μου. Και συμβαίνει, όχι βέβαια συχνά, αν καταφέρω να ανασηκώσω το βαρύ, σα σιδερένιο στρώμα αυτών των αδυναμιών μου, να βρω εκεί κάτω κρυμμένη την υπερκίνησή τους, αυτό δηλαδή που ονομάζουμε έμπνευση, χαρακτηρισμός που κατά τη γνώμη μου εξωραΐζει υπερβολικά την προέλευσή της. Πιστεύω ότι «η έμπνευση δεν είναι παρά η φιλόδοξη σκιά μιας ασήμαντης στιγμής» που μηχανεύεται τρόπους να αναδειχτεί ως σημαντική, ως ανυπέρθετη. Η πιο αντιπροσωπευτική αλήθεια μου είναι ότι ποτέ δεν αισθάνθηκα ποιήτρια. Κι ακόμα περισσότερο επαγγελματίας ποιήτρια. Άλλωστε ξεκάθαρα το δηλώνω σε δύο στίχους: Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι. Πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω…
«Με μολύβι θα ήθελα να γράφω, σε πολύ πρωινές ώρες, τότε που το λίγο φως ενώνεται με όσα αδιευκρίνιστα μου φέγγουν.»
Γράφετε πρωινές ή βραδινές ώρες, με ή χωρίς μουσική, με γραφομηχανή, υπολογιστή, στυλό, μολύβι; Όταν ξεκινάτε να γράφετε όλα τα σημαντικά στοιχεία έχουν ήδη καθοριστεί; Κάνετε, στην πορεία, πολλές επεξεργασίας και αλλαγές; Με μολύβι θα ήθελα να γράφω, σε πολύ πρωινές ώρες, τότε που το λίγο φως ενώνεται με όσα αδιευκρίνιστα μου φέγγουν. Αλλά από βιασύνη μου να προλάβω τις σκέψεις μου στο χάραμά τους δεν έβγαινε τι έγραφα. Έτσι κατέφυγα στη γραφομηχανή, για να την προδώσω μετά από τόσα χρόνια προς χάριν ενός πλέη μπόι υπολογιστή.
Πώς θα περιγράφατε τον χώρο στον οποίο γράφετε; Έχετε γύρω σας αντικείμενα με συναισθηματική αξία, μικροπράγματα που σας επηρεάζουν θετικά όταν τα αισθάνεστε γύρω σας ή προτιμάτε ένα λιγότερο φορτισμένο σκηνικό; Είναι τυποποιημένος ο διάκοσμος του περιβάλλοντος που ζω. Αυτό το ασάλευτο ύφος του, το σπάζουν ένα-δυο πίνακες ζωγράφων που αγαπώ, επιστήθια δώρα φίλων, αντικείμενα που έφερα από το πατρικό μου σπίτι και τα έχω τυλίξει για να μην σπάσουν, με παχιά νοσταλγία για την πατρική μου νεότητα.
Ποιοι είναι εκείνοι οι ποιητές που σας έχουν επηρεάσει περισσότερο; Επιρροές; Όλοι οι ποιητές που διάβασα με επηρέασαν. Ήλοι. Ακόμα και κείνοι που δεν με μάγεψαν. Απ όλα προερχόμαστε, όχι μόνο από τη μαγεία, αλλά και από την έλλειψή της.