Η πρώτη «γνωριμία» μου με τη Μαρία Παπαγεωργίου έγινε ένα βράδυ που το youtube παρέα με τα ποτά που βρίσκεις ξεχασμένα στο σπίτι, έφτιαξαν ένα αυθόρμητο μεταμεσονύχτιο πάρτι αποκλειστικά για έναν. Βάλε μια πενταετία πριν. Το βίντεο που τράβηξε ένας θαυμαστής της και έσκασε ξαφνικά μπροστά μου σαν συναισθηματικός κομήτης κατάγραφε ένα παράξενο πλάσμα με μια κιθάρα καθισμένο στη σκηνή του Σταυρού του Νότου να τραγουδά το Πάρε με του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Λίγα λεπτά αργότερα ήταν κι αυτός εκεί μαζί της για να τραγουδήσουν το Σ’ ακολουθώ, σε ένα medley από αυτά που μελώνουν τη μνήμη και μένουν στην άκρη του μυαλού, αν όχι για πάντα, έστω για πολύ, πολύ καιρό.

Την άκουγα, την έβλεπα κι αναρωτιόμουν ποιο να είναι αυτό το αερικό που όλοι γνωρίζουν, όπως έκρινα από τα ενθουσιώδη σχόλια που συνόδευαν το κλιπ. Μετά, το youtube πέρασε σε μια άλλη επιλογή, κοιμήθηκα και προχώρησα τη ζωή μου. Χωρίς αυτή. 

Χρόνια μετά, φέτος δηλαδή το καλοκαίρι, είδα το όνομα της σε μια παράσταση χοροδράματος της Αποστολίας Παπαδαμάκη, στη Λήμνο, στο πλαίσια του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός»: «Η Αποστολία είναι ένας πολύς φωτεινός άνθρωπος. Διεθνούς φήμης χορεύτρια. Είδε όμως που πάει η τέχνη και ασχολήθηκε με το πώς θα γιατρέψεις την ψυχή σου, πώς θα βρεις το κέντρο σου μέσα από το σώμα, μέσα από τη φωνή, μέσα από την έκφραση, μέσα από το νερό, τη θάλασσα, τη φύση. Οι παραστάσεις της είναι διαδραστικές και βιωματικές. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν αυτό που βλέπεις είναι χορός, αρχαίο δράμα ή μουσική. Όλοι είναι ένα, και μέσα σε αυτό πρέπει να βρεις εσύ ποιος είσαι, να ηρεμήσεις και να σε αποδεχθείς».

Μαρία Παπαγεωργίου

Οι φωτογραφίες με τα χαρακτηριστικά της μάτια αποκάλυψαν τον συσχετισμό με το παρελθόν, οδήγησαν την αίσθηση πάλι σε εκείνο το «μεθυσμένο» βράδυ και γέμισαν την καθημερινότητα με μια επιθυμία επικοινωνίας. Για να είμαι ειλικρινής, είχαν προηγηθεί τους τελευταίους μήνες τέσσερα τραγούδια που είχαν φέρει κοντά μου και πάλι τη φωνή της. Σε πιο προσωπική διάσταση. Το δικό της «Κάποτε ήσουν», που σε έναν ιδανικό ραδιοφωνικό κόσμο θα έπρεπε να είναι η νούμερο ένα ποπ επιτυχία που κυκλοφορεί στα ερτζιανά, η δική της εξωπραγματική διασκευή στον Κηπουρό του Παύλου Παυλίδη, που κανείς δεν μου είχε επισημάνει τόσο καιρό και οι δυο διασκευές του Monsieur Minimal στο «Υπάρχω» των Χρήστου Νικολόπουλου / Πυθαγόρα και στην «Αναζήτηση» των Γιάννη Σπανού/ Αλέξη Αλεξόπουλου που την φιλοξένησαν φωνητικά.

Η συνάντηση έγινε στο νέο σπίτι της στο Παγκράτι: «Πηγαίνω καμιά φορά εκεί που έμενα για 18 χρόνια, στην Άνω Νέα Σμύρνη, και δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήμουν σε αυτό το μέρος της πόλης. Το αγαπώ το κέντρο. Βλέπεις άλλους ανθρώπους, άλλη κουλτούρα, έχεις άλλα ερεθίσματα. Εδώ νιώθω πως όλα με αφορούν». Η Ρακίλ, η αγαπημένη της σκυλίτσα, έρχεται και φωλιάζει στα πόδια μου. «Θα σου έφτιαχνα κάτι να φάμε αλλά με τις πρόβες και τα μαθήματα δεν πρόλαβα». Ο νέος της δίσκος θα κυκλοφορήσει αύριο, ίδια μέρα με τη συναυλία στο Ηρώδειο – «Το επτά είναι ο αγαπημένος μου αριθμός»- και θα έχει δύο θεματικές. Η μία θα λέγεται “ο τελευταίος αναλογικός έρωτας” και η άλλη “ο τελευταίος αναλογικός άνθρωπος”: «Δεν είμαστε μηχανήματα on και off. Τα ανθρώπινα συναισθήματα έχουν αποχρώσεις, κάτι δεν μου πάει καλά στην συναισθηματική αποστασιοποίηση που επικρατεί παντού».

Τη ρωτάω, αν μπορούσε, τι θα ήθελε να βρει σε έναν εκ νέου αναλογικό κόσμο.

«Το να σου μιλάει ο άλλος και να είναι εκεί σε πραγματικό χρόνο. Να μπορώ να αφουγκράζομαι τον εαυτό μου, τους φίλους μου. Να μένω αδιάσπαστη σε μια πληροφορία, είτε λέγεται αυτό «βλέπω ταινία» είτε «να σου μαγειρεύω». Να βγάλω βόλτα τον σκύλο και να μη μιλάω στο τηλέφωνο προσπαθώντας να λύσω προβλήματα. Την ώρα που θα κάτσω να φάω να μη κάνω τίποτα άλλο. Να ευχαριστήσω εκείνη τη στιγμή το σύμπαν που έχω ένα ωραίο φαγητό και να κάτσω να το απολαύσω. Να νιώθω όλες τις γεύσεις και να μη βλέπω κάτι την ίδια στιγμή στο youtube για να ξεχαστώ. Και εκείνη την ώρα που θα καταπίνω τη μπριζόλα και χτυπήσει το κινητό, να μη το σηκώσω. Και ξέρεις κάτι; Ήταν ωραίο να περιμένεις το καλοκαίρι για να φας τη ντομάτα. Δεν χρειάζεται να την τρως όλο το χρόνο».

Μαρία Παπαγεωργίου

Καθόμαστε αντικριστά. Αυτή σε έναν καναπέ εγώ σε άλλον. Το έντονο βλέμμα της σκορπά πάθος κάθε φορά που οι λέξεις χαϊδεύουν τις αναμνήσεις και καταγράφουν εικόνες. Μαθαίνω γρήγορα μικρές ιστορίες. Είναι από τα Γρεβενά: «Οι δικοί μου ζουν ακόμη εκεί». Αγαπά πολύ τα 60s: «Φορούσαν αυτά τα ωραία ρούχα, είχαν αυτά τα ωραία αυτοκίνητα, τα έπιπλα, όλα τους τόσο καλόγουστα». Πρώτο τραγούδι που θυμάται πως αγάπησε ήταν το «Είναι γάτα, είναι γάτα, ο κοντός με τη γραβάτα»: «Τρελαινόμουν, το χόρευα μέσα στο αυτοκίνητο του μπαμπά μου συνέχεια». 

Βρίσκει στις διασκευές σε τραγούδια άλλων έναν καινούργιο εαυτό: «Βγάζω δίσκους με πρωτόλειο υλικό αλλά δεν με τρώει η αγωνία αν είναι δικό μου ή άλλων αυτό που θα πετύχει. Δουλεύω προς όλες τις κατευθύνσεις και όπου είναι να πάει, φυσάω το αεράκι να το βοηθήσει». Αν τη ρωτήσεις, δε, ποια από όλες αυτές τις διασκευές που έχει κάνει, ξεχωρίζει, θα πει: «Η πρώτη που έρχεται στο μυαλό μου είναι το «Θέλω να είμαι μουσική» του Γιάννη Αγγελάκα και Νίκου Βελιώτη».

Το κορίτσι που έχει σπουδάσει τραπεζικά χρηματοοικονομικά μιλά άνετα και ακομπλεξάριστα για αυτά που αγαπά, αυτά που την αγχώνουν και τη φοβίζουν, την ίδια ώρα που σκέφτομαι πόσο κανονικός άνθρωπος είναι. Και πόσο γλυκό πλάσμα. Την ίδια γνώμη που θα ακούσεις δηλαδή, αν  ρωτήσεις και την χαοτική πιάτσα που την περιτριγυρίζει και δεν χαρίζεται ούτε στον εαυτό της. Καλά λόγια, μόνο, απλόχερα.

Σκορπά λέξεις για τα πρώτα χρόνια της Αθήνας, τις περιπέτειες με τις δισκογραφικές, την αναγκαστική επιλογή του να κυκλοφορεί το υλικό της μόνη της. «Πας σε εταιρία και οι συνθήκες είναι σαν να σου δίνουν δάνειο. Και δεν το παίρνω καλύτερα από το μπαμπά μου;».

Έχω την αίσθηση πως η επιτυχία σου βασίζεται σε αυτό που λέμε «από στόμα σε στόμα».  Κανείς παραγωγός δεν «πιέστηκε» να παίξει κομμάτια μου. Έχω ένα newsletter, ένα δίκτυο. Ό,τι πάει, πάει από μόνο του.

Πώς διεκδικείς τη θέση σου στον κόσμο; Είμαι παρούσα. Αν το νιώσει ο άλλος, ας έρθει. Δεν μπορώ να τον κυνηγήσω. Δηλαδή του κυνηγητού είμαι, του παρακαλετού δεν είμαι.

Είσαι τραγουδοποιός, είσαι όμως και καθηγήτρια φωνητικής… Τα τελευταία δέκα χρόνια βιοπορίζομαι διδάσκοντας. Επί της ουσίας, από τις συναυλίες άρχισα να πληρώνομαι φέτος.

Τι εννοείς; Αυτό που καταλαβαίνεις. Όλα αυτά τα χρόνια, το έστηνα βάζοντας λεφτά από την τσέπη μου, αν δεν δεις σε μια συναυλία 200 κομμένα εισιτήρια, η παραγωγή δεν βγαίνει.

Είσαι εντάξει πια με τη ροή των πραγμάτων; Είναι σαν να περνάνε το φαγητό από μπροστά σου, να πεινάς και να λες δεν είναι καλό αυτό, ας πεινάσω λίγο ακόμη αλλά όταν θα φάω, θα φάω κάτι πιο γευστικό. Ακριβώς έτσι είναι η σχέση που έχω αναπτύξει με ότι συμβαίνει. Έχω και την ηρεμία του πιστού ακροατηρίου που ακολουθεί, κι αυτό είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση

Υπάρχει ιδανικό σενάριο; Υπάρχει. Η απόλυτη αποδοχή του τι σου συμβαίνει κάθε μέρα. Να ρέεις σαν νερό. Να γίνεσαι νερό. Αυτό είναι το σενάριο. Το νερό δεν σταματά, πηγαίνει ευθεία και αν βρει εμπόδιο στρίβει, δεν σταματά. Δεν γυρνάει πίσω!

Αυτό θα ήταν ωραίο να το μάθουμε, όλοι μας συλλογικά … Αυτό το “γεννήθηκα τραγουδίστρια θα πεθάνω τραγουδίστρια” δεν υπάρχει πια. Δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει Μπορούμε να αλλάξουμε πολλές δουλειές. Όπως συντρόφους, όπως και τόπους.

Πόσο εύκολα μπορείς να προσαρμόζεσαι; Θέλει να μην κολλάει το μυαλό στο ιδανικό σενάριο. Ό,τι σου έρχεται κάθε στιγμή. Πάρτο και κάντο όσο μεγαλύτερο γίνεται. Μπορεί να το συζητάμε κάπως μπακαλίστικα, αλλά αυτό είναι τελικά που σε συνδέει με το τώρα. Και έτσι δεν θα έχεις άγχος ή κρίσεις πανικού. Γιατί τι είναι αυτό παρά μια συνεχόμενη αγωνία να επιβεβαιώσεις αυτό που ξέρεις από το παρελθόν σου, σε ένα μέλλον και μια προσδοκία και έναν στόχο.

Αν μπορούσες να διαλέξεις είδος επιτυχίας, θα προτιμούσες κάτι κοντά στο «μεγαθήριο» του Bono ή την πιο προσαρμοσμένη σε φανατικό κοινό του Morrissey; Κάποιες στιγμές  έρχεται η ώρα να ξεκλειδώσεις κάποιες πόρτες που σε οδηγούν στη μεγάλη αρένα, η οποία έχει πολλά τετραγωνικά και πολλά κέρδη. Αλλά υπάρχει η πιθανότητα να μην ξέρεις ποιοι είναι εκεί μέσα. Στην δεύτερη περίπτωση υπάρχει ένα πιστό κοινό, ίσως και λόγω της δυναμικής στον στίχο, που αναγνωρίζει την προσωπικότητα του και καταλαβαίνει το χώρο, το σύμπαν που μοιράζονται. Και έτσι όλοι μαζί γίνονται μια αγέλη. Συνακροατές σε έναν κοινό κόσμο. Γιατί όταν ακούμε εσύ και εγώ ένα τραγούδι με τον ίδιο τρόπο, κάνουμε μια ερωτική πράξη σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο που ζούμε. Γι’ αυτό και βλέπεις στο live όσες κρίσεις κι αν περάσουν …

…η αγάπη παραμένει. Εμένα δεν θα με βρει κάποιος εύκολα, τυχαία. Συνειδητά κυρίως θα έρθει κοντά μου. Δεν έχω κάνει σουξέ που να το ξέρει ακόμη κι η θεία μου στην Καρδίτσα. Ευτυχώς όμως, παρόλο που ραδιοφωνικά και δισκογραφικά δεν είμαι στα ύψη, στο live πηγαίνει καλά. Νομίζω πως αυτό που συμβαίνει στη περίπτωση μου είναι πως οι όμοροι μου, έχουν κάποια εμπιστοσύνη στις ιστορίες που τους διηγούμαι, εκεί ζωντανά. Αυτό έχει μεγάλη ευθύνη, γι’ αυτό έχω πάντα παραγωγικό άγχος.

Ξεκάθαρη επιλογή αν μη τι άλλο… Κάπως ο δρόμος σε επιλέγει επίσης. Δεν το αντέχει η ψυχή μου το άλλο κομμάτι.

Έρχεται ο Παπακαλιάτης και βάζει ένα τραγούδι σου στους τίτλους και γίνεται μέγκα χιτ. Ποια πιστεύεις θα είσαι μετά από αυτό; Τι μπορεί να αλλάξει πέρα από περισσότερες προτάσεις; Θα ανοίξει η βεντάλια σου, κυρίως.  

Κρίσεις πανικού θα έρθουν; Τόσα χρόνια παθαίναμε επειδή δεν γινόταν, αν γίνει και ξαναπάθουμε τι να πω..(γέλια)

Η εποχή τώρα, τι είδους τραγουδιστή ζητά; Αυτό που γεννιέσαι τραγουδίστρια και δεν ξέρεις από μουσική και σε ανακαλύπτει ένας παραγωγός και είσαι το λαϊκό παιδί που τραγουδάς στα πλήθη, μπορεί και να συμβεί αλλά δεν νομίζω πια πως είναι αυτό που απασχολεί τον μέσο ακροατή. Τα νέα παιδιά που έρχονται ξέρουν από μουσική, ξέρουν να διαβάζουν νότες, είναι σε πολυφωνικά σχήματα, παίζουν όργανα… είναι πιο ανοιχτό όλο αυτό, υπάρχουν πολλές διακλαδώσεις.

Εσύ έχεις τέτοιες; Τις απέκτησα είτε από περιέργεια, είτε για βιοπορισμό. Αυτή την περίοδο για παράδειγμα έχω να κάνω ένα retreat μόνο για γυναίκες με την Αποστολία Παπαδαμάκη στο Αγκίστρι. Με τη βοήθεια συγκεκριμένης τεχνικής, εξερευνούμε τη φωνή, το σώμα, το διάφραγμα, τις αναπνοές. Συνδεόμαστε και  ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας στα πλαίσια μιας ομάδας μέσα στην οποία υπάρχει η πλήρης αποδοχή.

Τώρα ετοιμάζομαι για το αφιέρωμα στον Γιάννη Σπανό με την Τάνια Τσανακλίδου. Είναι τόσο αληθινός άνθρωπος. Γνωριστήκαμε μια μέρα που το Παγκράτι είχε πλημμυρίσει και είχαμε γίνει παπιά. Με πίστεψε από την πρώτη στιγμή. Και πάνω που έλεγα ότι δεν έχω αξιωθεί να παίξω σε ένα μεγάλο θέατρο, χτυπά το τηλέφωνο και είναι η Τάνια και μου προτείνει να είμαι και εγώ εκεί, στο Ηρώδειο μαζί της! Αν χαίρομαι για κάτι είναι που θα πω το «μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες» ένα τραγούδι που αγαπώ πολύ, καθώς μας ξύπναγε ο πατέρας μου με αυτό τις Κυριακές. Ήταν ένα από τα τρία κομμάτια που έπαιζε στην κιθάρα.

Βάζεις πολλά πράγματα μέσα στο καλάθι σου… Οι διακλαδώσεις που λέγαμε. Επίσης μόλις έκανα ένα γκέστ στον Monsieur Minimal στην συναυλία του στο Gazarte, μετά με τον Γιώργο Πατεράκη που κάνει τρελά αβανγκάρντ πράγματα και τους String Theory σε ένα τριήμερο στο Μέγαρο Μουσικής, αργότερα θα ξεκινήσω το πολυφωνικό μου συγκρότημα, θα διασκευάσω και ένα κομμάτι παίζοντας όλα τα όργανα για τις ανάγκες ενός video game. Και βέβαια να βγάλω τον δίσκο μου, που κάνω την παραγωγή και παίζω και τα μισά όργανα. Και πέρσι έκανα εκπομπές στο Β Πρόγραμμα σαν μουσικός παραγωγός.

Δεν τα λες και λίγα.. Τώρα που τα είπα σαν να πέρασα λίγο καλά (γέλια). Είναι ωραίο όλο αυτό, όταν φεύγεις και από το κόλλημα πως θα γίνεις κάποιος. Είναι σαν αυτό που γίνεται στο χορόδραμα της Αποστολίας. Ξάφνου δεν είσαι η Μαρία αλλά το μέλος μια αγέλης. Γίνεσαι και σύ υπηρέτης. Όταν φεύγεις από το μεγάλο Εγώ γίνεσαι πιο ταπεινός και χρήσιμος και αυτό βοηθά την ψυχική σου υγεία και, σε βάθος χρόνου, την ίδια σου την τέχνη. 

Έγραψες ένα βιβλίο για τις κρίσεις πανικού που σε ταλαιπωρούσαν (Μια χαραμάδα πανικού, εκδ. Sub.Urban). Πόσο δύσκολο ήταν αυτό; Μου πρόσφερε κάτι που τώρα μου φαίνεται φυσιολογικό, ενώ τότε δεν ήταν. Ένα ξεγύμνωμα. Στην αρχή ντράπηκα πολύ με το που το έπιασα στα χέρια μου. Σκεφτόμουν «τι έκανες;», «θα έρχεται τώρα ο άλλος να σε βλέπει στη συναυλία και θα ξέρει τι περνάς;», «γιατί το έκανες, για να είσαι συμπαθής; για να το σκέφτονται και να σε συγχωρούν αν κάνεις λάθη στη σκηνή;». Τίποτα από αυτά βεβαίως. Ήταν μια ανάγκη να γράψω γι’ αυτά που σκεφτόμουν. Υπήρχε πολύ κόσμος που μίλαγα και ταυτιζόταν. Τους βοηθούσε και αυτούς. Σκέφτηκα, αφού δεν μπορούν να μιλήσουν αυτοί ανοιχτά θα το κάνω εγώ που έχω και δημόσιο λόγο.

Τι ένιωσες όταν άρχισες να μιλάς γι’ αυτές; Οι κρίσεις ξεκίνησαν το 2004 και άρχισαν να φεύγουν το 2014-15. Τότε άρχισα να παίρνω μια απόσταση και να μπορώ να μιλάω χωρίς να είμαι σε πανικό την ώρα που το κάνω. Και όταν ξεκίνησα να μιλάω, πριν βγάλω το βιβλίο, άρχισα να βλέπω πως δεν έχω απέναντι θηρία αλλά αρνιά.

Ζούμε σε μια κοινωνία που έχει μάθει να μη μιλά… Το να μιλήσουμε για την αγχώδη διαταραχή μας, για το αυτοάνοσο που μας ταλαιπωρεί, για την έκτρωση που κάναμε, για την κατάψυξη ωαρίων που θέλουμε,  για τον στρατό που δεν πήγαμε, για την κακοποίηση που έχουν υποστεί, για την ομοφυλοφιλία… θα έπρεπε να είναι στο ίδιο επίπεδο με το «έχω πονοκέφαλο» ή «χτύπησα το πόδι μου». Οφείλουμε αυτά που θεωρούμε ταμπού ή δυσκολίες ή μη κοινωνικά αποδεκτά συμβάντα να τα περάσουμε ως αποδεκτά. Φτάνει πια!

Τι θα ήταν καλύτερο να λύσουμε πρώτα; Τα ίσα δικαιώματα. Χιλιετίες προσπαθούμε και δεν τα έχουμε πετύχει. Το σύμφωνο συμβίωσης, να αποδεχτείς την ερωτική προτίμηση του καθενός, την επιλογή σου αν θες να κρατήσεις ένα παιδί ή όχι, αν έχεις κακοποιηθεί να ακουστείς και όσοι μπουν φυλακή να μείνουν φυλακή, όχι τόσο για να τιμωρηθούν οι ίδιοι όσο για να αλλάξει η κοινωνία. Το να συμπεριφερόμαστε με σεβασμό στην κλιματική αλλαγή, στα ζώα, το να αλλάξουμε τις διατροφικές μας συνήθειες. Τι να πρωτοδιαλέξεις. Πολλά τα θέματα ηθικής και αγάπης.

Και η έλλειψη αντίδρασης; Δεν βοηθά… Τα καταπίνουμε σαν φυσιολογικά. Μας δίνουν voucher για το ρεύμα και μας ισοπεδώνουν από το πρωί ως το βράδυ. Και στο τέλος ζητούν να τους πεις και ευχαριστώ.

Δεν φοβάσαι σε τι εποχή μπαίνουμε; Ο Γιούβαλ Νόα Χαράρι στο τελευταίο του βιβλίο επισημαίνει πως στη βιομηχανική επανάσταση ο άνθρωπος, ακόμη και ως «μηχανή», ήταν χρήσιμος στην παραγωγή. Τώρα που όλα θα αντικατασταθούν από την τεχνητή νοημοσύνη και τη βιοτεχνολογία, ο άνθρωπος θα περάσει στην εποχή της ασημαντότητας.

Και τι μπορεί να γίνει: Παρατηρώ αποδέχομαι και αντιδρώ, ώστε να γίνει ο κόσμος μου μέσα μου και έξω μου καλύτερος. Υπάρχει η κάθετη επανάσταση, που αντιδρώ άμεσα σε όλα αυτά που μου καταπατούν την ελευθερία, αλλά υπάρχει και η οριζόντια, η καθημερινή από τον τρόπο που θα χαιρετήσουμε τον Πακιστανό στα φανάρια μέχρι το πώς θα ενδιαφερθούμε για τον άγνωστο κύριο στα παγκάκια που εμφανώς δεν είναι καλά.

— Ευχαριστούμε πολύ το Αερόστατο Cafe (Πλατεία Προσκόπων, Παγκράτι), για την παραχώρηση του χώρου, για τη φωτογράφιση.

Η Τάνια Τσανακλίδου τιμά το έργο του Γιάννη Σπανού
Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022 στις 21:00. Εισιτήρια εδώ.