Ο τραγουδιστής που αγάπησαν οι Έλληνες νταλικέρηδες όσο κανέναν άλλον
Ο Γιώργος Σαρρής διηγήθηκε στο φακό της Popaganda τον «μαγικό» τρόπο με τον οποίο το θρυλικό κομμάτι «Με τα Φώτα Νυσταγμένα» των Χρήστου Νικολόπουλου και Μανώλη Ρασούλη κατέληξε στα δικά του χείλη!
Είναι 1982 όταν κυκλοφορεί στην Ελλάδα ο δίσκος «Παίξε Χρήστο επειγόντως» των Χρήστου Νικολόπουλου και Μανώλη Ρασούλη. Το δεύτερο τραγούδι της ΠΛΕΥΡΑΣ Α φέρει τον παράξενο τίτλο «Με τα φώτα νυσταγμένα» (γνωστό πια και ως «Νταλίκες») σε μουσική Χ. Νικολόπουλου και στίχους Μ. Ρασούλη. Ο τραγουδιστής που το ερμηνεύει είναι ο Γιώργος Σαρρής, αδερφός της Χαρούλας Αλεξίου, η οποία μάλιστα κάνει τις δεύτερες φωνές. Το καταπληκτικό αυτό κομμάτι ξεχωρίζει αμέσως ανάμεσα στα υπόλοιπα του δίσκου, γίνεται μία από τις μεγαλύτερες λαϊκές επιτυχίες της δεκαετίας του ’80 ενώ συνδυάζεται και με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία (δεν είναι λίγα τα στελέχη της παράταξης που είδαμε να το χορεύουν την πρώτη τετραετία του Κινήματος). Μεγάλο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζουν οι συμπτώσεις της ζωής που οδηγούν τις «Νταλίκες» πρώτα στα χείλη του Σαρρή κι έπειτα στα αυτιά μας καθώς κανένας από τους νέους τραγουδιστές που επρόκειτο να μετέχουν στον δίσκο (Ελένη Βιτάλη, Πασχάλης Τερζής, Δημήτρης Κοντογιάννης) δεν ήθελε να το ερμηνεύσει (σύμφωνα με τον ίδιο τον Σαρρή) ενώ και ο ίδιος ο στιχουργός του είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για το αν το συγκεκριμένο τραγούδι θα έχει επιτυχία. Η επιμονή τελικά της γυναίκας του Νικολόπουλου, Τασούλας, να συμπεριληφθεί και αυτό στον δίσκο είναι ο λόγος που απολαμβάνουμε το άκουσμά του ακόμα και σήμερα. Ο Γιώργος Σαρρής στο παρακάτω βίντεο διηγείται την παράξενη πορεία του τραγουδιού και αποκαλύπτει την αιτία που η γυναίκα του Νικολόπουλου επέμενε τόσο ώστε να πείσει τους δυο άντρες να περιμένουν μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος ερμηνευτής.
Ο Γιώργος Σαρρής πήγαινε ακόμα τετάρτη δημοτικού όταν αναγκάστηκε να αφήσει τη γενέτειρά του, τη Θήβα, και να βρεθεί στο προσφυγικό Δουργούτι (Νέος Κόσμος) της Αθήνας λόγω της ασθένειας του πατέρα του που έχριζε νοσηλείας. Σχολείο πήγαινε απέναντι από τον Σταυρό του Νότου, ενώ για να επιβιώσει η οικογένεια διατηρούσε ένα μικρό μπακάλικο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του αλλάξανε 5-6 γειτονιές πηγαίνοντας όπου έμενε κάποιος συγγενής, ενώ μόλις τελείωσε το δημοτικό, πριν ακόμα κλείσει τα 12, μπάρκαρε σε ανεμότρατες ταξιδεύοντας μέχρι την Βόρεια Αφρική. Κλείνοντας τα 15 βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει νόμιμα πλέον, με ένα βαπόρι του Λαιμού σαν θερμαστής.
Το οπισθόφυλλο του δίσκου «Παίξε Χρήστο επειγόντως».
Ακούστε εδώ ολόκληρο το υπέροχο τραγούδι:
«Με τα φώτα νυσταγμένα»
Φωτογραφία του τραγουδιστή σε νεότερη ηλικία κοσμεί το σαλόνι του σπιτιού του.
Για την περίοδο στα καράβια
Zόρικη δουλειά. Έκανα μέχρι και μάγειρας ταΐζοντας τριάντα άτομα.Για κάνα χρόνο κάναμε το δρομολόγιο Ιαπωνία-Αμερική και στη συνέχεια φύγαμε για Βραζιλία, Φιλιππίνες, Ινδικό. Κάθε λιμάνι και καημός. Μου άρεσε το επάγγελμα του ναυτικού. Από μικρός ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο. Κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα βούλιαξε το καράβι. Πνίγηκαν 5-6 άτομα. Ήταν ξημερώματα κι εγώ βρισκόμουν βάρδια στη μηχανή. Πήγα να τραβήξω τα νερά που μπαίνανε από την προπέλα αλλά δεν μπορούσα γιατί το καράβι είχε πάρει κλίση μπροστά.
Ο Γιώργος Σαρρής μάς μιλάει για την ζωή του.
Ήμουν ο πρώτος που το πήρε χαμπάρι. Ενημέρωσα τον τρίτο μηχανικό κι εκείνος πήρε τηλέφωνο επάνω, αλλά κοιμόνταν όλοι τους. Άναψε τον προβολέα για να δει τι γίνεται έξω και δεν έβλεπε πουθενά πλώρη. Την είχε καλύψει η θάλασσα. Ρίξαμε βάρκες, εκ των οποίων η μία χάθηκε με αυτούς που ήσαν μέσα. Τους υπόλοιπους μας μάζεψε ένα εγγλέζικο τάνκερ. Αιτία του ναυαγίου ήταν ότι το βαπόρι είχε ένα ρήγμα μπροστά, κάτω από τη μάσκα αλλά για να μη χάσουν έναν ναύλο δεν το επισκεύασαν παρά μόνο το τσιμεντάρισαν (κάτι σαν στοκάρισμα).
Για την ζωή του στη νύχτα και το τραγούδι
Βρισκόμουν συχνά στο μαγαζί που δούλευε η αδερφή μου (η Χάρις Αλεξίου),με αποτέλεσμα να ξοδεύω πολλά χρήματα. Ήταν αρχές των 70’s και ξόδευα 50.000 δρχ. για κάθε τραπέζι. Μου λέει λοιπόν η Χαρούλα «Στα μπουζούκια τρως τα λεφτά σου. Δεν γίνεσαι τραγουδιστής να γλιτώσεις τα έξοδα;». Έτσι, με έστειλε στον Μπάμπη Τσετίνη και ξεκίνησα. Ήταν το 1972 στα σημερινά 9/8 που τότε λέγονταν Συνείδησή μου από ένα ομώνυμο τραγούδι του Τσετίνη.
Το σαλόνι του σπιτιού του στη Νέα Σμύρνη στολίζουν φωτογραφίες από την εποχή τού «Με τα Φώτα Νυσταγμένα».
Μας είχαν σαν γλάστρες. Φαντάσου ότι για οχτώ μήνες ήμουν πίσω από την Πόλυ Πάνου για 3-4 ώρες επειδή έκανα καλά σεκόντα. Ούτε για κατούρημα δεν πήγαινα.
Κάποτε, έφυγα από Ιταλία για Ελλάδα με ένα φέρυ μπόουτ που είχε φορτώσει καμιά τριανταριά νταλίκες. Καθόμουν έξω, στο ντεκ και άκουγα όλους τους νταλικέρηδες να έχουν ανοίξει και να παίζουν τέρμα τις Νταλίκες. Ένας με πήρε χαμπάρι και με τρελάνανε μετά.
Το εξώφυλλο του προσωπικού του δίσκου «Οι νταλίκες».
Ένα άλλο βράδυ εμφανιζόμουν στο Καν-Καν με τη Σακελλαρίου. Έχω τελειώσει το πρόγραμμά μου και κάθομαι σε ένα φιλικό τραπέζι όταν έρχεται ένας τύπος εύσωμος, σωστό γομάρι και λέει «φίλε, μπορώ να σου πω;». Τον ρώτησα τι ήθελε και είπε ότι έπρεπε να βγω έξω. Σηκώνομαι και φτάνω μέχρι την πόρτα, αλλά και πάλι επέμενε να βγω έξω. «Όχι ρε φίλε. Γιατί να βγω;» είπα και σκεφτόμουν ότι είναι θερίο, όπως τον έβλεπα. Επέμενε και πάλι. Τελικά, πήρα μαζί μου έναν γεροδεμένο σερβιτόρο και βγήκα. Μας πήγε 50 μέτρα παρακάτω και τι να δω; Μπροστά μου ήταν η νταλίκα που είχαμε βάλει στο εξώφυλλο του δίσκου. Ήταν η δική του νταλίκα.
Ο Σαρρής στο σαλόνι του με φόντο το… Μανχάταν.
Κάθε 2-3 μέρες θέλαμε καινούργια παπούτσια. Ιδιαίτερα μόλις αρχίζανε οι Νταλίκες, γινότανε της πουτάνας. Μια μέρα, από το Λίντο που δούλευα στείλανε βαν σε άλλα μαγαζιά για να πάρουν δανεικά πιάτα. Τα είχανε σπάσει όλα.
Όσο για τις περιοδείες τού έχει μείνει ο τρόπος με τον οποίο τον προλόγιζε ο Μανώλης Ρασούλης. «Και τώρα σας παρουσιάζω τον εθνικό μας νταλικέρη» θυμάται και γελά.
Άλλη μια παλιά φωτογραφία του τραγουδιστή στο τραπέζι της τραπεζαρίας.
Μ Ε Τ Α Φ Ω Τ Α Ν Υ Σ Τ Α Γ Μ Ε Ν Α
Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά
τριγυρνάνε οι νταλίκες στην Αθήνα
στα λιμάνια, στους σταθμούς, στην αγορά
ό, τι ψάχνεις στη ζωή να βρεις ξεκίνα.
Σ’ έχω δει πολλές φορές να τριγυρνάς
στο λαβύρινθο της πόλης σαν χαμένος
το σακάκι σου στον ώμο να κρατάς
κι όλους όσους δε θυμούνται φορτωμένος.
Σα σκηνές από ταινία «προσεχώς»
μοιάζεις μέσα στις στροφές αυτού του νόστου
δυο γενιές χαμένες πίσω δυστυχώς
κι η Αθήνα μια μητρόπολη του νότου.
Σ’ έχω δει πολλές φορές να τριγυρνάς
στο λαβύρινθο της πόλης σαν χαμένος
το σακάκι σου στον ώμο να κρατάς
κι όλους όσους δε θυμούνται φορτωμένος.
Update 13/10/2017- Ο Γιώργος Σαρρής έφυγε από τη ζωή στον ύπνο του σε ηλικία 69 ετών.