unnamed-1

Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση της ζωής σου;  Θυμάμαι την μαμά μου χαρούμενη στο πατρικό μου σπίτι να παίζει μαζί μου στον κήπο και να τραγουδάει.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου παιχνίδι; Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα.

Τι θυμάσαι από την πρώτη ημέρα στο σχολείο; Την αυλή, τα άλλα παιδιά και την δασκάλα.

Μοιράσου μια αστεία οικογενειακή ιστορία (με τον μπαμπά, την μαμά ή τα αδέρφια) Φιλοξενούμε τον λίγο μεγαλύτερο ξάδερφό μου και έχουν φτιάξει τραχανά και μπιφτέκια για φαγητό. Λέει η μαμά μου: – Όποιος δεν φάει τραχανά, δεν έχει μπιφτέκια. Eκβιασμός δηλαδή. Ο ξάδερφός μου, προκειμένου να φάει τα μπιφτέκια, έφαγε και τον τραχανά. Εγώ σηκώθηκα και πήγα και κοιμήθηκα. Δεν έτρωγα τίποτα δυο μέρες.  Μέχρι που τελικά μου τηγάνιζαν συνέχεια πατάτες και μπιφτέκια και με παρακάλια έτρωγα μια μπουκίτσα. Αμέ,  τέτοιο καλό παιδί ήμουνα.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου φαγητό; Οι τηγανητές πατάτες. Έχω φάει τόνους. Ίσως και κανένα παϊδάκι.

Είχες συμμετάσχει ποτέ σε σχολική παράσταση; Τι θυμάσαι; Πάντα συμμετείχα σε σχολικές γιορτές και παραστάσεις. Στο δημοτικό με ποιήματα που μου μάθαινε η μαμά μου. Στο γυμνάσιο, θυμάμαι έπαιξα σε μια παράσταση για τον Παπαφλέσσα κι έκανα μια τρελή, μεγάλη επιτυχία.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου τραγούδι; Δεν είχα κανένα αγαπημένο τραγούδι, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου βιβλίο; Η Οδύσσεια.

Ποιο ήταν η αγαπημένη σου τηλεοπτική σειρά; Καλέ, δεν υπήρχε τηλεόραση τότε.

Ποια ήταν η αγαπημένη σου ταινία; Το «Χωρίς οικογένεια». Το είχα δει με πολύ κλάμα.

Πώς θυμάσαι τη γειτονιά που μεγάλωσες; Πολύ όμορφη. Κάτω από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα στην οδό Μεσολογγίου 12 μεγάλωσα. Ο φούρνος απέναντι μας, ο μπακάλης στην πάνω γωνία, η οδοντίατρος δίπλα μας, που τη λέγανε Αγάπη. Μια ωραία γειτονιά με παιδιά, που όλη μέρα παίζαμε ξένοιαστα.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου παγωτό; Ξυλάκι ΕΒΓΑ βανίλια.

Ποιες ήταν οι καλύτερες καλοκαιρινές διακοπές που πέρασες ως παιδί; Πήγαινα στη νονά μου, στον Κουβαρά στα Μεσόγεια, όπου έπαιζα από το πρωί έως αργά το βράδυ με τα ανίψια της. Σκαρφαλώναμε στο βουνό, άλλωστε δεν υπήρχε φόβος τότε για τίποτα.  Θυμάμαι είχανε κι ένα γαϊδουράκι, που πήγαινα και του τραγουδούσα το «Άσε το χέρι σου στα δυο μου χέρια». Μου έδινε μάλιστα η νονά μου και μια τεράστια φέτα ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη, που εννοείται τελικά την έτρωγε το γαϊδουράκι.

Μοιράσου μια ιστορία με τον καλύτερο σου φίλο. Είχα δυο φίλες, την Λίτσα και την Κατερίνα. Κάποια μέρα θέλαμε να παίξουμε στο σπίτι τους, αλλά ήταν κλειδωμένη η πόρτα, οπότε σκαρφαλώνω πάνω τους για να φτάσω το μέρος που έκρυβε η μαμά τους το κλειδί. Τελικά, το φτάνω, αλλά γλιστράω, πέφτω και σπάω τον καρπό μου. Φωνάζουν τον πατέρα μου και από τον φόβο που του είχα, ούτε δάκρυ δεν έβγαλα. Ήμουν πολύ σκληρό παιδί. Με βουτάει ο πατέρας μου και με πάει στον Βλάχο στους Κουκουβάουνες. Ακόμα τον θυμάμαι σοβαρό με τις μουστάκες και την φουστανέλα του. Μετρηθήκαμε με τα μάτια. Μου έβαλε δυο ξυλάκια και τράβηξε το χέρι. Μια κραυγή μόνο έβγαλα και ο πατέρας μου λιποθύμησε.  Πάντως το χέρι μου το έφτιαξε χωρίς γύψο.