Με το κόκκινο πουλοβεράκι του, μια σχολική τσάντα περασμένη μόνο στον ένα ώμο και κεκτημένη ταχύτητα στις κινήσεις που φωνάζει «ο χρόνος μου είναι πολύτιμος», ο Αλέξανδρος Ευκλείδης ανεβοκατεβαίνει τα σκαλοπάτια της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σαν τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας του. Μόνιμος κάτοικος Αθήνας πια, εδώ και λίγα χρόνια αποδεικνύεται ένας εξ αυτών που κάνουν πράξη το σύνθημα «κάτι λίγο πιο ποπ» από τις «Άλπεις» του Λάνθιμου – και μάλιστα σε ένα χώρο με συμπλέγματα και στερεότυπα όπως αυτόν της οπερέτας.
Στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκε. «Είχα όλα τα εχέγγυα να γίνω ένας “σοβαρός” σκηνοθέτης» διαπιστώνει με γουντιαλεντικό αυτοσαρκασμό, καθισμένος στην πολυθρόνα του φουαγιέ της Λυρικής. Είναι η φράση-κλειδί της συνάντησής μας. Φυσικά, ο τρόπος που μιλάει και κυρίως αυτά που λέει, δεν μου δίνουν περιθώρια να μην τον πάρω στα σοβαρά – κάθε άλλο. Σπούδασε στο Τμήμα Θεάτρου της Θεσσαλονίκης όπου τέλειωσε επίσης και την διδακτορική του διατριβή και δίδαξε επί εφτά χρόνια. Ενδιαμέσως έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία. Φιλοδοξία του ήταν πάντα το Πανεπιστήμιο, να όμως που σήμερα είναι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες σκηνοθέτες που ασχολούνται αποκλειστικά με το μουσικό θέατρο, με σαφείς καλλιτεχνικές προθέσεις και ανοδική πορεία. Αυτό τον καιρό, ανεβάζει στην Εθνική Λυρική Σκηνή τη «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους του νεότερου με εμβόλιμα στοιχεία από το ελληνικό ’67, ιδέα αρκούντως επαναστατική και ρηξικέλευθη – λίγο νεανική αταξία και λίγο δείγμα ενός σκηνοθετικού θάρρους που δεν μπορείς να κάνεις πως δεν το ‘δες.
Στα 38 σας, έχετε συνεργαστεί με το Φεστιβάλ Αθηνών, την Εθνική Λυρική Σκηνή, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Σημαντικά βήματα για έναν νέο σκηνοθέτη… E δεν είμαι και τόσο νέος, εδώ που τα λέμε… Να πω την αλήθεια εκνευρίζομαι λίγο όταν ακούω αυτό το «νέος». Μέχρι πρόσφατα με αποκαλούσαν και «νεαρό»… Το πόστο του σκηνοθέτη συνοδεύεται από μια κάποια εξουσία και η εξουσία συνήθως ταυτίζεται με την ηλικία, οπότε υπάρχει αυτό το στερεότυπο. Βέβαια τελευταία αρχίζει να δημιουργείται και το αντίθετο στερεότυπο: Όλοι οι καινούριοι σκηνοθέτες πρέπει να είναι στην πρώτη νεότητα, να αχνίζουν απ’ το φούρνο. Και οι λίγο μεγαλύτερης ηλικίας, ασχέτως από την ουσία του έργου τους, θεωρούνται παρωχημένοι… Το θέμα είναι τι καταθέτεις, η εργασία σου.
Κάποιοι μπορεί να σκεφτούν, για να ανοίγουν τόσο εύκολα τέτοιες πόρτες, όλο και κάποιο βύσμα θα έχει αυτός… Ασχολούμαι με το μουσικό θέατρο και το είδος αυτό αναγκαστικά στήνεται από μεγαλύτερους οργανισμούς. Εφόσον έχεις μια μίνιμουμ επιτυχία, συνεργάζεσαι με αυτούς – έτσι κι αλλιώς είναι μετρημένοι στα δάχτυλα. Βύσμα δεν έχω, όχι. Είμαι από τη Θεσσαλονίκη, μετακόμισα πρόσφατα στην Αθήνα και δεν έχω ιδιαίτερες επαφές.
Το τρέιλερ της «Νυχτερίδας» προϊδεάζει για κάτι χιουμοριστικό και ποπ. Πώς ταιριάζει κανείς τα στοιχεία αυτά σε μια οπερέτα; Το χιούμορ είναι εγγενές στο έργο αλλά και στη δική μου προσέγγιση των πραγμάτων, γενικώς. Δυσκολεύομαι να κάνω «σοβαρά» πράγματα. Ρέπω προς τη μπαλαφάρα. Είχα όλα τα εχέγγυα για να γίνω ένας «σοβαρός» σκηνοθέτης, αλλά δε μου βγαίνει. Όποτε το επιχειρώ, αποτυγχάνω. Εξ ου βέβαια και η οπερέτα είναι ένα από τα αγαπημένα μου είδη. Έχω ασχοληθεί με αυτή και ασχολούμαι, τόσο ερευνητικά όσο και καλλιτεχνικά, ακριβώς γιατί έχει στον πυρήνα της αυτή την υπονόμευση της σοβαρότητας. Η «Νυχτερίδα» μου έδωσε επίσης μία βάση, πάνω στην οποία έχτισα ένα υποθετικό δραματουργικό σενάριο. Μετέφερα την δράση του έργου από την αυτοκρατορική Βιέννη του τέλους του 19ου αιώνα στα ελληνικά 60’s και συγκεκριμένα στην παραμονή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Εκεί λοιπόν μπήκαν εύκολα κάποια ποπ στοιχεία, αλλά ήταν και ένας τρόπος να αναφερθώ στην άλλη μου εμμονή, που είναι ο εμποτισμός των παραστάσεών μου με πολιτικά και ιστορικά στοιχεία. Το πρόσωπο του πρίγκηπα Ορλόφσκι έχει σαφώς πολιτικές προεκτάσεις, αλλά σήμερα καθίσταται ανενεργό και διακοσμητικό αν δεν το εντάξεις σε ένα νέο πλαίσιο.
Μήπως αυτό το «να φέρουμε το έργο στο σήμερα» τείνει να γίνει ο κανόνας; Κοιτάξτε, και η ακαδημαϊκή προσέγγιση μιας παράστασης του 19ου αιώνα, μπορεί να βγάλει εξαιρετικά αποτελέσματα. Μάλιστα η προηγούμενη «Νυχτερίδα» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής του Σπύρου Ευαγγελάτου, που παιζόταν για περίπου 20 χρόνια, ήταν μια εξαιρετική παράσταση «εποχής», που αναδείκνυε άλλα ζητήματα. Αυτά τα έργα είναι τόσο ανοιχτά, που δε χρειάζεται να τα κάνεις με ένα τρόπο… Εξαρτάται από το τι θες να δείξεις.
Εσείς τι θέλατε να δείξετε; Να ενεργοποιήσω τους κωμικούς μηχανισμούς του έργου, να το φέρω πιο κοντά στο θεατή και να προσελκύσω θεατές που δεν έρχονται σε τέτοιου είδους παραστάσεις και θα ‘θελα να έρθουν. Μου είπατε για το τρέιλερ – το τρέιλερ αυτό όντως κάτι κάνει στον ανυποψίαστο. Ο βασικός μου στόχος είναι να φτιάξω ένα καινούριο κάδρο, μέσα στο οποίο θα γίνει ελκυστικότερο αυτό το προϊόν που ενδεχομένως παραμένει ξένο για ένα μεγάλο μέρος του κοινού.
Και τώρα μια ερώτηση που ίσως δεν περιμένατε: Γιατί δεν βλέπουμε νέους ανθρώπους στην όπερα; Οι άνθρωποι της όπερας έχουν καταλάβει, παγκοσμίως, ότι μπορούν να ποντάρουν στο δικό τους κοινό, το οποίο αρκεί για να γεμίζουν οι αίθουσες. Μιλάμε για το παραδοσιακό κοινό, ανθρώπους ευκατάστατους, μεγαλύτερης ηλικίας, που είναι έτοιμοι να πληρώσουν ένα ακριβότερο εισιτήριο. Την ίδια στιγμή, το κοινό αυτό γερνάει. Αν πεθάνουν όλοι, για να το πω απλά, οι όπερες θα μείνουν άδειες και το ξέρουν. Γι’ αυτό και στη Metropolitan Opera έκαναν μια συστηματική προσπάθεια να χαμηλώσουν το μέσο όρο του κοινού. Ο γενικός διευθυντής της όμως παραδέχτηκε πρόσφατα ότι, παρά την τεράστια αυτή προσπάθεια εμφανούς διαφοροποίησης στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αυτού του υπερσυντηρητικού οργανισμού, κατάφεραν να μειώσουν το μέσο όρο ηλικίας μόνο κατά δύο χρόνια, από 65 σε 63. Η Εθνική Λυρική Σκηνή, πάντως, είναι ένα αρκετά λαϊκό θέατρο σε σχέση με τη μέση Εθνική όπερα της Ευρώπης. Και λόγω χαμηλών τιμών αλλά και επειδή είναι μόνη της..
Στην επόμενη σελίδα: H απρόβλεπτη φύση της πλήξης, οπερέτα και επιθεώρηση, το σφάλμα του ρετρό και ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος.