Hταν ο ηθοποιός που ονειρευόταν κάθε σκηνοθέτης να έχει. Περίεργος και απολύτως διαθέσιμος – σε βαθμό αδιανόητο ίσως. Από απόψε το ελληνικό θέατρο έχασε έναν σπουδαίο πρωταγωνιστή του, τον Μηνά Χατζησάββα. ‘Ολοι ξέραμε ότι είχε πάρα πολλά ακόμα να μας δώσει. Δεν πρόλαβε. Σχεδίαζε να είναι ο Νίκος Καββαδίας, σε μια μουσική παράσταση με τον Θάνο Μικρούτσικο. Δεν πρόλαβε. Αφησε την τελευταία του πνοή, 67 ετών, στον Ευαγγελισμό, όπου νοσηλευόταν επί μια βδομάδα στην εντατική μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη από την πρώτη στιγμή.
Πριν από δύο χρόνια δήλωνε: «Η πραγματικότητά μου είναι αδιανόητη και θλιβερή». Τελικά, τον τσάκισε. Nα σημειωθεί πως ήταν ένας από τους 500 καλλιτέχνες που υπερασπίστηκαν στο Δημοψήφισμα του Ιουνίου το «Όχι».
Πώς θα τον θυμάμαι; Καταρχάς, στις μνημειώδεις παραστάσεις του Ανοιχτού Θεάτρου, που τον πρωτοείδα, σκηνοθετημένο, σε μεγάλους κλασικούς ρόλους, από τον Γιώργο Μιχαηλίδη, στην «Αναστασία», την τηλεοπτική σειρά της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, με την Μυρτώ Αλικάκη, που έκανε ξαφνικά μια ολόκληρη Ελλάδα να ανακαλύπτει έναν σπουδαίο ηθοποιό της σκηνής, στις παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, επί Γιώργου Λούκου, όχι μόνο ως πρωταγωνιστή, αλλά και ως θεατή, χαμογελαστό, να τρέχει να προλάβει τα πάντα. Γιατί είχε δίψα πάντα.
«Πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Δεν μετάνιωσα ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές»
Θα τον θυμάμαι να μου κουνάει το χέρι από μακριά, κάνοντάς μου «θα στις βρέξω», περιμένοντας να του στείλω με φαξ τη συνέντευξη του Δημήτρη Δημητριάδη, με την οποία ο συγγραφέας απαντούσε στις βαριές μομφές του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Τα χρόνια πέρασαν, το φαξ ποτέ δεν το παρέλαβε, το χέρι συνέχισε να κουνιέται στον αέρα. Ο Χατζησάββας, από τους γλυκύτερους και πιο ανθρωπένιους κι ευγενείς ανθρώπους του ελληνικού θεάτρου, ανήκε πάντα στην μεριά της προόδου και της τόλμης. Η υπογραφή του βρισκόταν πάντα κάτω από τα κείμενα που υποστήριζαν την ελευθερία στην έκφραση, τη δημοκρατία, τη νεωτερικότητα, το μεταμοντερνισμό.
«Πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Δεν μετάνιωσα ούτε στις πιο δύσκολες στιγμές», έχει πει. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και από τα Ιδρυτικά στελέχη του Ελεύθερου Θεάτρου, ήταν ο πρώτος γυμνός Διόνυσος, που είδε πριν από 15 χρόνια, σε σκηνοθεσία Ματίας Λάγκχοφ, σοκαρισμένο το ελληνικό κοινό. Τολμούσε σε εποχές ανύποπτες αυτό που σήμερα κατάντησε μπανάλ. Μέχρι το τέλος, απεχθανόταν τη θεατρική σύμβαση και ήταν ανοιχτός με δίψα στο πείραμα και σε οτιδήποτε νέο.
Το 2009 μιλούσε ενθουσιασμένος, σαν μικρό παιδί, για τη συνεργασία του με τον Ντίμιτερ Γκότσεφ στους «Πέρσες». Παράσταση στην οποία ξαναβίωσε την τρομοκρατία των γιούχα, όταν εμφανίστηκε ως Δαρείος με κοστούμι. Δεν λιγοψύχησε όμως ούτε αυτή τη φορά.
Συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους σκηνοθέτες του θεάτρου μας και έπαιξε αρκετά στο σινεμά, με πιο πρόσφατο φιλμ το βραβευμένο “Miss Violence” του Αλέξανδρου Αβρανά. Μάλιστα,το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία «Η ζωή ενάμισυ χιλιάρικο» της Φωτεινής Σισκοπούλου. Αυτό που είναι παντελώς άγνωστο από τη βιογραφία του είναι οι τρεις συλλογές διηγημάτων που είχε εκδώσει, με το ψευδώνυμο Πρόδρομος Σαββίδης: «Σπέρμα», «Η Χαμένη», «Δύο Σταγόνες Βροχή».
Γεννημένος στην Αθήνα και μεγαλωμένος στην Νέα Σμύρνη πολιτικοποιήθηκε μέσα στην ομάδα του Ελεύθερου Θεάτρου: «Ήμουν από μια οικογένεια που δεν είχε σχέση με την πολιτική. Πολιτικοποιήθηκα πραγματικά –ήταν και Χούντα. Μ’αρέσει η συλλογικότητα. Είναι μεγάλη ιστορία να μπορείς να είσαι με τους άλλους.»
Παρότι σπουδαίος ηθοποιός -δεν ξέρω ποιο ρόλο να πρωτοθυμηθώ-, θα επιμείνω στο ότι ήταν άνθρωπος του θυμικού πρωτίστως. Βεβαίως, όλες οι σχέσεις του ήταν μακροχρόνιες. Και στον έρωτα και στο θέατρο.