Τον Michael Galinsky δεν τον νοιάζει το όμορφο σινεμά, αλλά το αληθινό. Δεν νοιάζεται να έχει γοητευτικές εικόνες όσο να έχει ζωντανές. Επιλέγει να διηγηθεί ιστορίες που λίγοι θα διάλεγαν, σκοτεινές, λόγω της επικινδυνότητάς τους (από την εξαφάνιση ενός παιδιού ως την σχέση του Bush με την κοκαΐνη) ή ιστορίες που καταπιάνονται με αδικημένους, outsiders, παραγνωρισμένους -και ξεχύνεται στους δρόμους με μια κάμερα ακόμη κι αν αυτό ενδέχεται να κρατήσει 10 χρόνια. Δεν βιάζεται γιατί ξέρει πως αν θέλει να βγάλει σωστά μια δύσκολη ιστορία ζωής «προς τα έξω», πρέπει να πάρει τον χρόνο της εκκόλαψής της. Ο 45χρονος Αμερικανός είναι ένας πολυδιάστατος καλλιτέχνης, ένας guerilla σκηνοθέτης, φωτογράφος, μουσικός, συγγραφέας, που αυτές τις μέρες βαδίζει και φωτογραφίζει ενθουσιασμένος στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, όπου βρέθηκε «συνοδεύοντας» δύο δημιουργίες του στο σημαντικό Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της, στο οποίο χρόνια τώρα ήθελε να λάβει μέρος.
Το συγκλονιστικό Who Took Johnny, η ιστορία ενός 12χρονου αγοριού που εξαφανίστηκε πριν από 33 χρόνια από μια μικρή αμερικανική πόλη της Iowa, έκανε ήδη την Ευρωπαϊκή πρεμιέρα του στο Ολύμπιον, στην ενότητα Μικρές Αφηγήσεις του επίσημου προγράμματος, εισπράττοντας θερμές κριτικές και χειροκρότημα. To δεύτερο κι ανολοκλήρωτο project, All The Rage, η ιστορία του 92χρονου dr. Sarno, ενός μέχρι πρόσφατα παραγνωρισμένου -από την αμερικανική ιατρική κοινότητα- εναλλακτικού γιατρού, επιλέχθηκε να παρουσιαστεί στο ενδιαφέρον τμήμα Docs In Progress που δίνει την δυνατότητα σε ταινίες ένα βήμα πριν την ολοκλήρωσή τους να βρουν συμπαραγωγές, χρηματοδοτήσεις ή διανομή.
Λάτρης του σινεμά του μεγάλου John Cassavetes, πρωτοβρέθηκε στην χώρα μας και καταγοητεύτηκε το 2000, χάρη στη φιλία του με την Sashy, κόρη του Peter Bogdanovich και της Polly Platt. «Ο πατέρας της έκανε τότε την ταινία The Cat’s Meow (σ.σ. μέρος της οποίας γυρίστηκε στο Κυπαρίσσι της Πελοποννήσου) και ήρθαμε μαζί της για να την βοηθήσουμε να κάνει το making-of», θυμάται.
Έχει παρακολουθήσει από μακριά την ελληνική κρίση και θεωρεί συναρπαστικό «να βλέπεις μια κουλτούρα να ξαναπαίρνει τη μοίρα της στα χέρια της. Όπως είναι εμφανές στη δουλειά μου, εκτιμώ τους αδύναμους και τους αδικημένους. Τρέφω μεγάλη ελπίδα για την Ελλάδα. Ένας φίλος οικονομολόγος, στο facebook, ήταν η καλύτερη πηγή πληροφοριών μου. Ελπίζω η ελληνική κυβέρνηση να έχει τον χρόνο που χρειάζεται ώστε να προχωρήσει μπροστά και να βρει λύσεις».
Ιδρυτικό μέλος της ανεξάρτητης εταιρείας Rumur, μαζί με τους επίσης σκηνοθέτες David Beilinson και Suki Hawley (σύντροφο και μητέρα των δυο παιδιών του), αποτελούν ένα τρίο που κινείται σαν ένα άτομο σε όλα τα projects, εναλλάσσοντας ρόλους από το μοντάζ, στη σκηνοθεσία, στην φωτογραφία, στην παραγωγή. «Είμαστε μια ομάδα, ο καθένας με ξεχωριστές ικανότητες ή και ιδέες, αλλά όλοι μαζί βάζουμε ένα χεράκι στο “μίγμα”. Το ότι έχουμε ελαφρά διαφορετικές αντιλήψεις μας επιτρέπει να δημιουργούμε περισσότερο σύνθετες δουλειές», τονίζει.
«Η Rumur είναι μια ανεξάρτητη εταιρεία με έδρα το Brooklyn της Νέας Υόρκης. Είμαστε περίεργοι. Εμπνεόμαστε εύκολα. Ο στόχος μας είναι να διηγηθούμε ιστορίες που σε παρακινούν να δράσεις» γράφετε στο site. Είναι όντως έτσι; Πρόσφατα ξοδέψαμε πολύ χρόνο κοιτώντας την παρελθούσα δουλειά μας ώστε να καταλάβουμε καλύτερα τι είναι αυτό που την εμπνέει. Καταλήξαμε ότι τείνουμε να ασχολούμαστε με ανθρώπους που θεωρούμε ότι κάνουν το σωστό ακόμη κι αν δεν είναι εύκολο να το κάνουν. Οι «ήρωές» μας πολεμάνε ενάντια σε δύσκολες αντιξοότητες και την κοινή γνώμη, δεν πάνε με το ρεύμα αν θεωρούν ότι λαμβάνει χώρα κάποια αδικία. Στη Rumor αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η «συναισθηματική αλήθεια».
Δυστυχώς πολλά παιδιά εξαφανίζονται κάθε χρόνο και η κάθε ιστορία είναι το ίδιο τραγική. Τι σας έδωσε την αφορμή να κάνετε ταινία ειδικά την ιστορία του Johnny; Πριν δώδεκα χρόνια, σε μια προβολή της ταινίας μας Horns and Halos (ένα ντοκιμαντέρ για μια βιογραφία του Bush που αποκάλυπτε τη σχέση του με την κοκαΐνη), μας πλησίασε ο συγγραφέας Nick Bryant και μας είπε «Αν νομίζετε ότι αυτή η ιστορία ήταν παρανοϊκή, νομίζω πως έχω για σας μια άλλη πολύ χειρότερη». Μιλούσε για το σκάνδαλο Franklin (the Franklin Scandal), μια σειρά καταγγελιών για εμπόριο παιδιών και εκβιασμούς στην Omaha της Nebraska. Μετά από μήνες ακροάσεων και έρευνας από αξιωματούχους της πολιτείας, η κυβέρνηση απεφάνθη πως οι καταγγελίες ήταν απλώς μία «προσεκτικά στημένη φάρσα». Ο Nick ξόδεψε δέκα χρόνια ψάχνοντας το θέμα για το πολύ καλό βιβλίο του και ανακάλυψε πως οδηγούσε σε μια συγκάλυψη επικών διαστάσεων. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί του μια ταινία για αυτή τη σκοτεινή ιστορία αλλά ήταν τόσο μεγάλη, που μας ήταν δύσκολο να αποσαφηνίσουμε πώς να την κάνουμε. Ήταν επίσης τόσο ενοχλητική που δεν μπορούσαμε να βρούμε τρόπο να την χρηματοδοτήσουμε. Η περίπτωση του Johnny Gosch, στην οποία επικεντρωνόμαστε, ήταν ένας μικρός δορυφόρος από μία πολύ μεγαλύτερη ιστορία. Μέσα από την ιστορία μιας μητέρας που έψαχνε το γιο της, είδαμε τον τρόπο να κάνουμε μία ταινία αντί μια «περίληψη». Μια ανθρώπινη ιστορία παρά μια δημοσιογραφική.
Υπάρχει περίπτωση το ντοκιμαντέρ να βοηθήσει στο ενδεχόμενο να μπει ένα happy end στην φοβερή αυτή ιστορία; Ακόμη κι αν ο Johnny γυρίσει σπίτι, υπάρχει τόσος πολύς πόνος που δεν βλέπω πιθανότητα για ένα χαρούμενο τέλος. Κάναμε το φιλμ γιατί πρόκειται για μια πραγματικά ηρωϊκή ιστορία, μιας γυναίκας που παλεύει γι’ αυτό στο οποίο πιστεύει, απέναντι σε απίστευτες αντιξοότητες. Τέτοιες ιστορίες μας αρέσει να διηγούμαστε.
Πόσο σε επηρέασε συναισθηματικά και ψυχολογικά, σαν πατέρα, η ενασχόλησή σου με ένα τέτοιο θέμα; Η δυσκολία της συναλλαγής μας με τo θέμα και τα συναισθήματά μας ευθύνονται κατά πολύ που δεν κάναμε τελικά μια μεγαλύτερη ιστορία και κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την υλοποίηση αυτού του φιλμ. Όταν τελικά βρήκαμε τηλεοπτικό κανάλι για να χρηματοδοτήσει μία τηλεοπτική βερσιόν, επιμείναμε να μας αφήσουν να κάνουμε και την ταινία γιατί η τηλεοπτική βερσιόν δεν θα μας επέτρεπε ποτέ να κάνουμε το είδος του φιλμ για το οποίο ξοδέψαμε τόσο χρόνο και προσπάθεια. Μας πήρε πολύ περισσότερο από όσο είχαμε υπολογίσει να το κάνουμε αλλά νομίζουμε ότι αξίζει γιατί βλέπουμε πόση απήχηση έχει στο κοινό. Τα γυρίσματα ήταν σκληρά. Ακόμη κι αν το έγκλημα έγινε 30 χρόνια πριν, υπάρχει ακόμη μια αίσθηση κινδύνου που το τριγυρίζει. Ακόμη, όταν ξεκινήσαμε το project, η κόρη μας ήταν περίπου 2 ετών -κι αυτό το έκανε πολύ δυσκολότερο. Σαν γονείς δεν θέλαμε να θέσουμε σε κίνδυνο την οικογένεια μας, επειδή δουλεύαμε στην ταινία. Πολλοί άλλοι άνθρωποι αντιμετώπισαν απειλές και άλλου είδους κινδύνους λόγω της ενασχόλησής τους με αυτή την ιστορία. Το να πας κόντρα στην κυβέρνηση στην Αμερική είναι ένα τρομακτικό θέμα. Αλλά το να πας ενάντια σε σκοτεινούς, αόρατους εγκληματίες και διεφθαρμένους πολιτικούς είναι δυο φορές τρομακτικό. Στην πραγματικότητα νομίζω πως κάναμε την ταινία πιο «ελαφριά» εξαιτίας του φόβου μας αλλά κι επειδή δεν θέλαμε να τρομάξουμε το κοινό.
Στην ταινία υπάρχουν μερικές σοκαριστικές φωτογραφίες κακοποιημένων παιδιών. Γιατί αποφασίσατε να τις συμπεριλάβετε αντί να αποφύγετε την έκθεσή τους; Πριν μερικά χρόνια η μητέρα του Johnny, η Noreen, άρχισε να λαμβάνει σοκαριστικές φωτογραφίες ενός παιδιού, που έμοιαζε με τον γιο της, δεμένου και φιμωμένου. Οι αρχές απέρριψαν αυτές τις εικόνες, όπως έκαναν και για κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που τους έδινε η Noreen (ενώ αυτοί αποκάλυπταν ελάχιστα στοιχεία επί 30 χρόνια), αλλά εκείνη ήταν σίγουρη πως οι φωτό ήταν του γιού της. Καθώς το φιλμ μιλάει για την περιπέτεια της και ασχολείται με το αν οι άνθρωποι την εμπιστεύονται ή όχι, ήταν αδύνατο να ρίξουμε φως στο θέμα χωρίς να συμπεριλάβουμε τις φωτογραφίες. Παράλληλα, η άφιξη των φωτογραφιών και το πώς το αντιμετώπισαν οι αρχές, ήταν καίριο θέμα της ιστορίας, οπότε έπρεπε να βρίσκονται εκεί.
Ο σκηνοθέτης John Waters (Hairspray, Crybaby κ.α.) χαρακτήρισε το Who Took Johnny ως ένα από τα δέκα καλύτερα φιλμ του 2014. Πως νιώθεις; Περάσαμε μια πολύ δύσκολη περίοδο περιμένοντας να πάρουν το φιλμ σε μεγάλα φεστιβάλ, αλλά δεν το «έπιαναν» τα κύματα των αμερικανικών ραντάρ. Πέρσι το πήρε το Maryland Film Festival και μάλιστα για να το προβάλει το απόγευμα της Γιορτής Της Μητέρας! Φθάσαμε στην αίθουσα προβολής για το Q&Α με το κοινό, την ώρα ακριβώς που άναβαν τα φώτα. Άρπαξα το μικρόφωνο και φώναξα «Ευτυχισμένη Γιορτή της Μητέρας»! Ακούστηκε ένας δυνατός στεναγμός από την αίθουσα αλλά ένα τύπος στη μπροστινή σειρά γελούσε δυνατά. Κοιτάζοντας καλύτερα, είδαμε πως ήταν ο John Waters. Κατέληξε να κάνει τις περισσότερες ερωτήσεις από το κοινό και μετά μας πλησίασε. Ήταν μια από εκείνες τις βαθιές στιγμές επιβεβαίωσης. Είχαμε τόση αντίσταση από τον κόσμο του ντοκιμαντέρ, αλλά να που ένας από τους καλλιτέχνες που σεβόμαστε βαθιά είδε την αξία του έργου μας. Ήταν φανταστικό! Αργότερα, όταν το έβαλε και στη λίστα του με τα καλύτερα, πυροδότησε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το φιλμ που ταξίδεψε σε αρκετά φεστιβάλ.