Οι πρώτες διακοπές που πήγα μόνος μου αν μη τι άλλο δεν περιλάμβαναν πολύ ήλιο. Θα εξηγηθώ. Τη χρονιά που τελείωσα το σχολείο δεν καταφέραμε με τους φίλους μου να πάμε κάπου παρέα, σε κάποιο νησί όπως είθισται και έτσι τη βγάλαμε ως επί το πλείστον ανάμεσα στο Παλαιό Φάληρο και τη Βάρκιζα, τιμή και δόξα στο εσχάτως αποσυρθέν Ε22. Την επόμενη χρονιά κι έπειτα από τη φασαρία του πρώτου έτους αποφάσισα να φύγω στη Γαλλία να βρω έναν θείο που ζει εκεί εδώ και περίπου 40 χρόνια. Ο πρώτος όμως σταθμός ήταν το Βέλγιο και συγκεκριμένα οι Βρυξέλλες.
Καλεσμένος μιας παλιάς συμμαθήτριάς μου -η οποία έβλεπε μπροστά και τα μάζεψε από την Αθήνα νωρίς νωρίς- πήρα το πρωινό αεροπλάνο γύρω στα τέλη Ιουλίου. Το μεσημέρι που έφτασα συνειδητοποίησα ότι ήταν τουλάχιστον σουρεαλιστικό να φεύγεις με περίπου 38 βαθμούς από την Αθήνα και να βρίσκεις στις Βρυξέλλες 14. Παρόλ’ αυτά δε με πείραξε καθόλου, αντίθετα για κάποιο μάλλον μαζοχιστικό λόγο με ενθουσίαζε καθώς χάζευα τα σύννεφα λες και δεν είχα ξαναδεί ποτέ.
Από την πρώτη νύχτα φάνηκε η ποιοτική διαφορά που χωρίζει πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες από τη δική μας. Όπως συχνά συμβαίνει το καλοκαίρι, έτσι και εκείνη τη μέρα στην κεντρική πλατεία των Βρυξελλών, την περίφημη Grand Place ο δήμος είχε διοργανώσει ένα φεστιβάλ λέηζερ. Το concept ήταν πως όλα τα φώτα σβήνουν και στη συνέχεια λέηζερ και νέον φώτα και χρώματα προβάλονταν στον τοίχο του Δημαρχείου. Τα λόγια δε χωράνε να περιγράψουν το θέαμα, η φωτογραφία ίσως πλησιάσει περισσότερο.
Όχι πως υπάρχουν βέβαια πολλά πράγματα να κάνει κανείς καλοκαιριάτικα στις Βρυξέλλες. Στις λίγες ημέρες που έμεινα εκεί οι ώρες με τη Μαρίνα αναλώθηκαν κυρίως σε βόλτες στις διάφορες γειτονιές της πόλης, επίσκεψη σε περίεργα και μη μουσεία (must see το μουσείο των κόμιξ), περιηγήσεις σε κήπους και πάρκα και βέβαια στην απαραίτητη επίσκεψη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το οποίο από τότε (2010, 2011) βρισκόταν καθημερινά στην ελληνική επικαιρότητα.
Εσείς που διαβάζετε μπορεί να μην έχετε εντυπωσιαστεί, αλλα εγώ καθώς γράφω νοσταλγώ λίγο την εμπειρία. Το καλοκαίρι το έχουμε μάθει με ήλιο, ζέστη, θάλασσα, νησί, μαγιώ και πάρτυ. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν βρισκόταν εκεί. Η αίσθηση όμως της ανακάλυψης ενός καινούργιου τόπου εκ διαμέτρου διαφορετικού από τον δικό μου δε μπορεί να συγκριθεί με καμία παραλία. Ίσως γι αυτό να μη με πείραξαν τα check in και τα καλοκαιρινά posts στο facebook. Ίσως γι αυτό να μην έκανα κι εγώ κανένα από το Βέλγιο. Φεύγοντας από τις Βρυξέλλες διέσχισα τη μισή Γαλλία μόνος μου και η ανεξαρτησία που ένοιωθα δε μπορούσε να συγκριθεί με όσα είχα ζήσει μέχρι τότε. Κάπως έτσι σε μολύνει το μικρόβιο του ταξιδιού και βάζεις στόχο να ταξιδέψεις όσο μπορείς περισσότερο, είτε μόνος σου είτε με παρέα. Από εκείνο το καλοκαίρι και μετά έχω γυρίσει περισσότερο από τον μισό πλανήτη και η ιδέα της ανακάλυψης του άλλου μισού με συναρπάζει περισσότερο από ποτέ.
Cheers for Brussels.
Υ.Γ.: Χαιρετίσματα στον συμπαθέστατο Georges, μου ζήτησε στο δρόμο ψιλά, του έδωσα, πήρε μια μπύρα και ήρθε να την πιούμε παρέα χαζεύοντας τα λέηζερ.
Υ.Γ.2: Οπωσδήποτε βέλγικες τηγανητές πατάτες στο χέρι. Οπωσδήποτε.