Σε απόσταση λίγων μέτρων από τα γραφεία της Popaganda, ανεβαίνοντας την Κολοκοτρώνη προς Σύνταγμα, η πόρτα ενός παλιού αλλά καλοδιατηρημένου ανελκυστήρα ανοιγοκλείνει (συνήθως) από γυναίκες που ανεβοκατεβαίνουν στο εσωτερικό ενός κτιρίου της δεκαετίας του ‘30. Με ξεναγούν αρχικά στον τρίτο όροφο, σε ένα showroom χειροποίητων κοσμημάτων από το οποίο μπορώ να διακρίνω την παραγωγική διαδικασία, ένα κομμάτι της τουλάχιστον. Ένα τζάμι μας χωρίζει απ’ όσα γίνονται στο εργαστήριο. Το «αγοράζω ελληνικά» έχει επιστρέψει κι ένα fashion brand όπως το Πριγκιπώ μπορεί να το επιβεβαιώσει.
«Το κοινό των εγχώριων brands είναι αρκετό για να τα συντηρεί. Αν είχαμε καταφέρει να βγούμε εντελώς από την κρίση και χωρίς τον κορωνοϊό θα βλέπαμε θαύματα, θα μεγαλώναμε κι άλλο. Έτσι μάθαμε, στα δύσκολα, θα τα καταφέρουμε και τώρα». Φαίνεται πως αυτή η τάση στην αγορά αναπτύχθηκε την τελευταία δεκαετία, όταν η αβεβαιότητα οδήγησε κάποιους στο επιχειρηματικό ρίσκο. «Έγιναν πολλοί εκείνοι που αποφάσισαν να κάνουν κάτι δικό τους, μιας και δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Είδαμε αυτό που λένε, ότι “το πιο γόνιμο χώμα είναι μετά τη φωτιά”», λέει η Καλομοίρα Παπαγεωργίου. Πριν φτιάξει κορώνες – δαχτυλίδια και κοσμήματα με χρώμα όπως η σειρά palette που γίνεται σταθερά ανάρπαστη, πριν αφιερωθεί στα λεπτεπίλεπτα, μοντέρνα και πλέον signature σχέδια, η έκανε αρκετές δουλειές: από καφέ μέχρι junior sales executive σε εισαγωγική (η τελευταία της δουλειά ως υπάλληλος το 2011). Ήδη όμως από το 2004, όταν παρακολούθησε κάποια σεμινάρια στην Παιανία όπου μεγάλωσε, το κόσμημα έγινε η μεγάλη της αγάπη.
Το brand της εμφανίστηκε το 2009, ήταν μόλις 20 ετών τότε. Αφορμή να πάρει μορφή το Πριγκιπώ ήταν ένας χώρος διαθέσιμος για εικαστικές εκθέσεις κάθε είδους. «Η δουλειά έγινε ξαφνικά “αληθινή” και παρέμεινε έτσι για τα επόμενα δύο χρόνια παράλληλα με την πρωινή μου απασχόληση». Τότε ανέβηκε και η σελίδα του brand στο Facebook, από τις πρώτες σελίδες εμπορικού χαρακτήρα. Με το εργαστήριο να βρίσκεται στον τρίτο όροφο μιας ξεχασμένης πολυκατοικίας στην (τότε έρημη από διασκέδαση, αλλά συνώνυμη της συσκευασίας και της χρυσοχοϊας) Θησέως, η βιτρίνα του brand ήταν τα social media. «Ανεβάζαμε ό,τι μας φαινόταν δημιουργικό: την παραγωγική διαδικασία, το τελικό κόσμημα, τη ζωή στο εργαστήριο, επικοινωνούσαμε τα νέα μας. Πλέον μαθαίνω πως αυτά είναι “γραμμή” για ένα καλό brand storytelling, σύμφωνα με τους ειδικούς. Κάπως έτσι το Πριγκιπώ έγινε γνωστό, βοήθησε και η στόμα με στόμα διαφήμιση, χρήματα έτσι κι αλλιώς γι’ αυτό δεν υπήρχαν, ούτε κανένας φοβερός κύκλος γνωριμιών. Αλλά είχαμε την ιστορία για ένα χόμπι που έγινε επάγγελμα».
Στις αρχές των 10s ήταν μετρημένοι οι παίκτες στην αγορά των εγχώριων ανεξάρτητων σχεδιαστών. Με την προσοχή των καταναλωτών να στρέφεται στα μικρά ανεξάρτητα ελληνικά brands, το Πριγκιπώ βιώσε μια ομαλή ανάπτυξη μέσα σε ένα δυσμενές οικονομικό κλίμα. «Το ίδιο το brand όμως ταίριαζε στην περίοδο, είχε μια DIY φιλοσοφία χωρίς πολλά λούσα, προσιτές τιμές και λίγα σχέδια». Η ανοδική του πορεία ξεκίνησε το 2013 όταν πια ο κόσμος είχε μάθει πως μπορεί να βρει τα κοσμήματα που μέχρι τότε έβλεπε μόνο σε ένα online περιβάλλον, στο Σύνταγμα. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα Χριστούγεννα. Ήμασταν τέσσερα άτομα σε πανικό, τρέχαμε να κατασκευάσουμε την παραγωγή για τη χονδρική και συνεχώς ερχόταν κόσμος το εργαστήριο να ψωνίσει, ζήσαμε ένα μπάχαλο που όμως παράλληλα ήταν αγνό κι όμορφο. Τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, μεγαλώσαμε, σχεδιάσαμε κι άλλα κοσμήματα της ίδιας φιλοσοφίας. Μεγάλωσε και η ομάδα, πλέον είμαστε 16. Μάθαμε πάρα πολλά πράγματα με τα χρόνια, το brand είναι ένα μοναδικό ταξίδι».
Η καθημερινότητά της στο κέντρο της Αθήνας η αύρα της, οι άνθρωποί της, η «ομορφασχήμια της» όπως λέει συμβάλλουν στα σχέδιά της. «Ανήκω στην κατηγορία των αδέξιων και θέλω να είμαι άνετα με ό,τι φοράω, τα σκουλαρίκια να μην είναι βαριά, τα βραχιόλια να μην ξηλώνουν τα πουλόβερ, τα δαχτυλίδια να σου επιτρέπουν να βάλεις το χέρι στην τσέπη. Έτσι είναι και τα κοσμήματα του Πριγκιπώ».
Το brand μετακόμισε στην Κολοκοτρώνη 34 το 2014. «Η τοποθεσία έπαιξε ρόλο στην άνοδο του brand, η πορεία μας άλλαξε μόλις ανοίξαμε το εργαστήριο στη Θησέως, εκεί είδαμε τη διαφορά και στην επισκεψιμότητα και στις πωλήσεις. Έχει τις δυσκολίες του το να πρέπει να είσαι κάθε μέρα και να μετακινήσε στο κέντρο αλλά έχει και την πλάκα του. Και για το Πριγκιπώ που είναι ένα καθαρά Αθηναϊκό brand, ο ιδανικότερος δρόμος είναι η Κολοκοτρώνη».
Η Καλομοίρα Παπαγεωργίου μετακινείται συχνά με ταξί. «Έχω τέλειες ιστορίες από τους οδηγούς, όταν με ρωτάνε αν δουλεύω και που. Τους δίνω κάθε φορά άλλες απαντήσεις για να δω τι συζητήσεις γίνονται έξω από τον δικό μου μικρόκοσμο. Οι καλύτερες αντιδράσεις όμως έρχονται όταν τους λέω πως έχω τη δική μου επιχείρηση και πως έχω και υπαλλήλους: άλλοι γυρνάνε πίσω ξαφνιασμενοι, άλλοι γελάνε, άλλοι σοκάρονται και απαντούν “εσύ;”». Πώς είναι λοιπόν για μια νέα γυναίκα να επιχειρεί το 2020; «Στη δουλειά πάνω δεν συνάντησα κάποιο πρόβλημα, αν και οι περισσότεροι προμηθευτές μας είναι άντρες. Ίσα ίσα, με τα χρόνια έχω κερδίσει τον σεβασμό τους ως συνεργάτης». Το Πριγκιπώ απαρτίζεται ως επί το πλείστον από γυναίκες, όπως και το κτίριο που βρίσκεται. «Άργησα πολύ να καταλάβω τον σεξισμό στους χώρους εργασίας γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι που εργασιακά η γυναίκα δεν υστερούσε σε τίποτα από τον άντρα. Το να χαιρετάω μόνο γυναίκες ερχόμενη στη δουλειά μου ή το να συζητάω μαζί τους τα θέματα της δουλειάς είναι μια συνθήκη που απολαμβάνω πολύ».
Το Πριγκιπώ έχει ήδη αφήσει το στίγμα του στην ελληνική κοσμηματοποιϊα, τα σχέδιά του είναι αναγνωρίσιμα και έχουν το δικό τους πιστό κοινό. «Μια φορά με ρώτησε κάποιος με τι ασχολούμαι κι όταν απάντησα ότι φτιάχνω κοσμήματα μου είπε “τύπου Πριγκιπώ;”. Συγκινήθηκα γιατί συνειδητοποίησα πως έχουμε δημιουργήσει σχολή, έχουμε χτίσει μία ταυτότητα και με συγκινεί που έχουν ακολουθήσει κι άλλοι αυτό το μονοπάτι, διανθίζοντάς το με φρέσκες ιδέες και εικόνες. Είμαι πραγματικά πολύ περήφανη γι’ αυτό».
Πριν ενάμιση χρόνο, όταν ένα άλλο ελληνικό brand-success story αναζητούσε χώρο για να χωρέσει την ανάπτυξή του, η δημιουργός του Πριγκιπώ ενημέρωσε τη Μαριλού Κατσώνη ότι ο δεύτερος όροφος ήταν διαθέσιμος για να χωρέσει τα πολύχρωμα κι όλο patterns υφάσματα του Karavan. «Πήγα, το είδα, το έκλεισα απευθείας. Μετά μας πήρε τρεις μήνες να το γκρεμίσουμε στην κυριολεξία και να το διαμορφώσουμε εκ νέου με την μορφή που θέλουμε. Δεν χωράμε πλέον ούτε στα 170 τετραγωνικά μας αλλά η ενέργεια του κτιρίου αυτού είναι μαγική. Το να έχουμε μια βάση στο κέντρο της Αθήνας το θεωρώ σχεδόν απαραίτητο για την ισορροπία ενός αθηναϊκού brand. Πιστεύω ότι η πόλη μας δίνει δημιουργικά και πρέπει να της δώσουμε πίσω, είναι ανάγκη μας, είναι και χρέος μας απέναντί της. Εργάζομαι στο κέντρο της Αθήνας από τα 18 μου και δεν θα το άλλαζα όσο περνάει από το χέρι μου με τίποτα».
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω συναντήσει γυναίκες να συνδυάζουν στο outfit της ίδιας μέρας σχέδια και των δύο brands που εδρεύουν στην Κολοκοτρώνη 34. Τα πάντα εντυπωσιακά Karavan συστήθηκαν στο κοινό τον Μάρτιο του 2013. Η Μαριλού Κατσώνη είχε πάντα πάθος με τα ρούχα και τη μόδα στην οποία απασχολήθηκε απ’ όταν τελείωσε το σχολείο. «Έχοντας κουραστεί πια από την καθημερινότητα μου κι απ΄όσα βιώναμε στη χώρα ένιωσα έτοιμη να αναλάβω μια δική μου επιχείρηση, αποφάσισα να αρχίσω να δημιουργήσω από το μηδέν κάτι που να περιέχει το όραμα μου».
Η πρώτη συλλογή Karavan μετρούσε μόλις οκτώ κωδικούς. Η πρώτη αποθήκη τους ήταν ένα αυτοκίνητο και η κρεβατοκάμαρα του συνεργάτη της Μαριλούς, Χρήστου Harrelsun. «Ο Χρήστος και η Τατιάνα (σ.σ. Παπαγεωργίου) είναι οι πρώτοι μου συνεργάτες και είμαστε μαζί μέχρι και σήμερα». Σχεδόν επτά χρόνια μετά, η ομάδα του fashion brand αποτελείται από δεκατρία άτομα ενώ έχει και πάρα πολλούς εξωτερικούς συνεργάτες.
Οι βασικές συλλογές του Karavan έχουν τώρα πάνω από εκατό κωδικούς ενώ συνήθως δημιουργούνται και capsule collections μέσα σε κάθε σεζόν. Στην τρέχουσα θα παρουσιάσει και μία με είδη σπιτιού ενώ θα συνεργαστεί με το πιο street style HVNT, η Μαριλού Κατσώνη είναι παιδική φίλη με τον δημιουργό αυτού του επίσης ανεξάρτητου brand και μαζί θα αφηγηθούν ιστορίες με αφετηρία το Γαλάτσι, «εκεί γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε κι οι δυο, με αυτό το πάντρεμα είναι σαν να λέμε την ιστορία των νεανικών μας χρόνων». Εκτός από το e-shop τους, τα Karavan διατίθενται και σε εκατό συνεργαζόμενα καταστήματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η τελευταία συλλογή έχει τίτλο “New Game, Νο Τricks” κι ο βασικός κανόνας του παιχνιδιού στο οποίο μας προσκαλεί είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες στο στυλ, στο πως η καθεμία αισθάνεται άνετα. Δεν υπάρχουν βασικά χρώματα ούτε ασφαλείς συνδυασμοί, όλα ταιριάζουν με όλα, αρκεί να μας εκφράζουν. Τα ρούχα είναι ιστορίες που λένε αυτά που θέλουμε να νιώσουμε κατά την ομάδα του Karavan. «Αντλώ έμπνευση από τις προσωπικές μου εμμονές κάθε σεζόν όσον αφορά τη μουσική, την τέχνη, τις αναμνήσεις που φέρνω στην επιφάνεια, την επικαιρότητα, την πόλη που ζω. Η Αθήνα είναι το σπίτι μου, αισθάνομαι παντού οικεία σε αυτήν, στα κακόφημα μέρη, στις ήσυχες γειτονιές, στο κέντρο της. Δεν θα άλλαζα με τίποτα στον κόσμο τις αμέτρητες βόλτες μέσα στο τρένο και στα λεωφορεία όσο ήμουν έφηβη αλλά και λίγο αργότερα, όταν με βοήθησαν να δω τις αμέτρητες εναλλαγές της».
Στον instagram λογαριασμό του brand θα βρείτε το highlight “laundry”, θα διαπιστώσετε ότι υπάρχουν ολόκληρες μπουγάδες γυναικών στις οποίες πλύθηκαν μόνο Karavan σχέδια. H στροφή των καταναλωτών στα ανεξάρτητα brands δεν έχει να κάνει σίγουρα με το ότι είναι πιο οικονομικά από ένα εισαγόμενο ρούχο. Αλλά κάποια από αυτά έχουν σίγουρα μια διαφορετική πρόταση, έναν αποτύπωμα που ξεχωρίζει. «Έχουν ανθίσει πολλά καλά brands. Από εκεί που στην ελληνική μόδα έβλεπες μόνο ρούχα πασαρέλας ξαφνικά βλέπεις απαντήσεις για το καθημερινό ντύσιμο χωρίς αυτά να έρχονται από μια βιοτεχνία με μαζική παραγωγή. Ζούμε την άνοιξη του ελληνικού ρούχου».
Όταν η Μαριλού Κατσώνη παρακολουθούσε μαθήματα μπαλέτου, η δασκάλα της συνήθιζε να λέει πως όταν ένας χορευτής χάσει μια προπόνηση το καταλαβαίνει μόνο αυτός. Αν χάσει δύο, το καταλαβαίνει και το κοινό. «Όταν μιλάμε για την ανοδική πορεία των Karavan, δεν μιλάμε για κάτι που καταφέραμε σε μια νύχτα. Πρόκειται για μια ομάδα που δεν έχει χάσει ούτε μια προπόνηση. Το όραμα δεν είναι μόνο δικό μου πλέον, αλλά κοινό για όλους μας. Όσο για το ότι είμαι μια γυναίκα που επιχειρεί δεν είναι κάτι που με έχει φέρει απέναντι σε προβλήματα, τουλάχιστον διαφορετικά από αυτά που πιστεύω πως αντιμετωπίζει σήμερα ένας άντρας που προσπαθεί να επιχειρήσει στην Ελλάδα. Η συνύπαρξη τόσων γυναικών στο κτίριο μας είναι σαν νερό μέσα ρυάκι κατά τους φθινοπωρινούς μήνες. Δεν κάνω πλάκα, είναι σαν νερό που ρέει φρέσκο χωρίς σταματημό».