Περπάτησα από το κέντρο της πόλης ως το λιμάνι. Και μετά από μια σειρά βιομηχανικά κτήρια, εργατικά σπίτια και καφετέριες γεμάτες νταλικέρηδες, είδα μπροστά μου τον παλιό πέτρινο φάρο του λιμανιού. Φαντάστηκα πως για να είναι τοποθετημένος εκεί, η αμμουδιά, το 1863 που χτίστηκε, θα έφτανε ως τα πόδια του. Τώρα όμως εκεί βλέπει κανείς μόνο μια ατέλειωτη ροή από αυτοκίνητα που πάνε από το κέντρο ως το λιμάνι και από εκεί στο αεροδρόμιο, που δεν σταματάνε σε καμία περίπτωση για να διασχίσεις το δρόμο. Κανείς δε σ’ αφήνει να περάσεις. Οι Σικελοί είναι χειρότεροι οδηγοί κι από τους Έλληνες, και πριν πάω στη Σικελία νόμιζα πως οι χειρότεροι απ΄τους Έλληνες είναι οι Ναπολιτάνοι. Αλλά ακόμα κι αυτοί μπροστά στους Σικελούς είναι γατάκια.

Κοίταξα πίσω και τότε είδα το ηφαίστειο. Δεν είχα πάρει χαμπάρι για τι γίγαντα επρόκειτο. Ένα βουνό που έκρυβε και κάλυπτε όλο το τοπίο. Ο φάρος άναψε, κι αφού κατάφερα και πέρασα επιτέλους τον παραλιακό δρόμο, βρέθηκα κοντά στην παραλία. Εκεί ένα δελφινάριο, ένα λούνα παρκ δίπλα στην άμμο, προσέλκυε οικογένειες με παιδάκια που κόβανε εισιτήριο και έμπαιναν μέσα με τους μπαμπάδες τους. Ήταν Κυριακή βράδυ, κι οι σκηνές άνηκαν στη δεκαετία του ’80 και το “Ροντέο” στην παραλιακή της Αθήνας.

_++IMG_8553
__IMG_8527
SAMSUNG CSC

Πήδηξα κάτι συρματοπλέγματα κι ήμουν στην άμμο. Τεράστια αμμουδιά, ατέλειωτη. Την χτύπαγε το Ιόνιο με μανία. Τα κύματα ήταν μικρά αλλά δυνατά, πανίσχυρα, και πέφταν πάνω σου με την ορμή ενός ολόκληρου πελάγους. Η τελευταία αναλαμπή της μέρας είχε μείνει προς τον Νότο, εκεί που κρυβόταν πίσω από τον ορίζοντα η Συρακούσα.

SAMSUNG CSC

Το νερό μύριζε Ελλάδα και ήταν δροσερό. Ένα οχηματαγωγό πλοίο με όνομα “Παρθενώπη” μπάρκαρε για Νάπολη και χάθηκε μέσα στα κύματα και τον ορίζοντα. Ο φάρος στριφογύριζε και φώτιζε τα πάντα, την πόλη, την άμμο, το δελφινάριο, μέχρι και τα κύματα μέσα στο σκοτάδι. Και από πάνω του φαινόταν η σκιά του γίγαντα. Ο γίγαντας έμοιαζε να προστατεύει την πόλη, αλλά και να περιμένει να την καταστρέψει. Την επόμενη μέρα πήρα ενα μηχανάκι και είπα να σκαρφαλώσω πάνω του.

etna_lighthouse

Το μηχανάκι άφησε πίσω τα προάστια της πόλης και βρέθηκε στην εξοχή. Οι βουνίσιες στροφές πλέον μύριζαν πεύκο, η θερμοκρασία έπεφτε, και όλα μυρίζανε καμένο. Το πορτοκαλί φως του ηλιοβασιλέματος έδινε χρώμα στην οσμή, και η οσμή ήταν κόκκινη και πορτοκαλιά σαν τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου. Το τοπίο γέμισε τύρφη, ξεραμένη λάβα, το σκοτάδι άρχισε να πέφτει, μαζί με τη θερμοκρασία, και οι δονήσεις βγαίναν πια σαν φαντάσματα κάτω απο τα πόδια σου, αισθητές, αδιαμφισβήτητα αληθινές, και με μια φωνή, φωνή αρχαία και σκοτεινή, σου ψιθύριζαν με θράσσος: “εδώ φοβάσαι”.

SAMSUNG CSC
SAMSUNG CSC

Στάθηκα και φωτογράφισα ένα σπίτι στην μέση του πουθενά, μέσα στο μαύρο τοπίο, που έμοιαζε με παρατημένο ρομπότ.

SAMSUNG CSC

Δεν είχα καν καταλάβει ότι ήμουν ήδη στα χίλια μέτρα ύψος. Έφτασα τελικά ως τα 1600. Τα καλοκαιρινά μου ρούχα δεν άντεξαν το παγερό κρύο. Φωτογράφισα τα φώτα της πόλης που απλώνονταν σα χείμαρρος ως το Ιόνιο πέλαγος, κι ήταν ακριβώς όπως αυτά της Αθήνας χύνονται ασυγκράτητα ως το Σαρωνικό και τον Πειραιά, όπως τα βλέπεις από την κορυφή του Υμηττού.

SAMSUNG CSC

Όμως ο Υμηττός είναι χίλια μέτρα και η Αίτνα τρεισήμισι χιλιάδες, και δεν αστειεύται. Σκεπάζει την πόλη της με τον ιλιγγιώδη όγκο της με προστατευτικότητα, την πόλη που αγαπά και μισεί ταυτόχρονα, την μελαγχολική συμπρωτεύουσα της Σικελίας, την νευρωτική και ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που λέγεται Κατάνια. Και όποτε της καπνίσει, την γεμίζει καυτή λάβα.

Έτσι και οι κάτοικοι της κάνουν ότι τους καπνίσει, όποτε τους καπνίσει. Δεν υπακούν κανένα σήμα της τροχαίας, κανείς δε φοράει κράνος, τα μισά τους αμάξια είναι τρακαρισμένα, πετάνε τα σκουπίδια τους στο δρόμο, φωνάζουν, βρίζουν, κι είναι συνεχώς ερεθισμένοι και ευερέθιστοι. Η Κατάνια είναι πραγματικά η Αθήνα της δεκαετίας του ’80.

SAMSUNG CSC

Τα περισσότερο κτήρια στο ιστορικό κέντρο της, εντυπωσιακά, περίτεχνα μπαρόκ παλάτια κτισμένα με την ξεραμένη λάβα που έκαψε την πόλη τον δέκατο έβδομο αιώνα, έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Ένα από αυτά είναι και το θέατρο Bellini, η παλιά όπερα, αφιερωμένη στον γέννημα-θρέμμα της Κατάνια γνωστό συνθέτη. Και όλα μοιάζουν να έχουν το όνομα του εκεί: δρόμοι, μνημεία, καφέ, πάρκα. Κι έτσι όπως είναι παρατημένη η παλιά όπερα, έτσι έχει αφεθεί στην τύχη της κι όλη η πόλη. Μια πόλη γεμάτη με μια φλόγα που μοιάζει να έχει σβήσει, αλλά που ανυπομονεί να αναζωπυρωθεί. Μια πόλη έτοιμη να εκραγεί, ακριβώς όπως και η φλόγα του βουνού της, αλλά ακόμα σε αναμονή, on hold.

SAMSUNG CSC
__IMG_8503
_IMG_8503

Κι όμως η φλόγα είναι εκεί. Τη βλέπεις το βράδυ αν πας να φας στο ιστορικό κέντρο της πόλης, στο “κομμουνιστικό” εστιατόριο “Nievski”, όπου μαζεύονται αριστεροί διανοούμενοι μεσήλικες που όλοι μοιάζουν με τον Νάνι Μορέτι και η νεολαία που κατακλύζει τα σκαλάκια μπροστά από το εστιατόριο. Τη βλέπεις και στο νυχτερινό παζάρι που στήνεται στην παλιά ψαραγορά της πόλης, αλλά και στην μικροσκοπική και πανέμορφη Via Filomena που είναι γεμάτη μπαρ που παίζουν 80ς και εστιατόρια γεμάτα μουστάκια, μαυροπίνακες με handlettered μενού και άλλα τέτοια στοιχεία της μοδός.

SAMSUNG CSC
SAMSUNG CSC

Αλλά η πόλη περιμένει. Αριστοκρατικά παρακμιακή, πολύβοη, ώρες-ώρες τρομαχτική, πάντα γοητευτική, περιμένει. Τι ακριβώς, κανείς δεν ξέρει. Ίσως συντονίζεται με το ηφαίστειο της. Ίσως ξαναξυπνήσει κι αυτή μαζί του, μια μέρα.

SAMSUNG CSC
++IMG_8421
++IMG_8341
_Untitled-2
++IMG_8452
++IMG_8458
++IMG_8474
+++IMG_8479
+++IMG_8481

Υ.Γ. Λιγότερο από μισή ώρα με το αμάξι, αφού πιάσει κανείς την παραλιακή λεωφόρο (μια πιο παρακμιακή Ποσειδώνος γεμάτη λάβα που κατεβαίνει ως το Ιόνιο) και αφού περάσει μια μεγάλη περιοχή με παρατημένα εξοχικά σπίτια και ξενοδοχεία, βρίσκει μια μικρή ναυτική πόλη γεμάτη με παλιά αρχοντικά και παραθαλάσσιες πολυκατοικίες, που σε κάνουν να νομίζεις ότι είσαι σε ένα κράμα της Ερμούπολης και της Βάρκιζας. Η πινακίδα λέει “Acitrezza”. Αν πας εκεί βράδυ και περπατήσεις ανυποψίαστος στην παραλιακή περατζάδα κοντά στο λιμανάκι με τις ψαρόβαρκες, θα δεις με την άκρη του ματιού σου μια εικόνα βγαλμένη από τα πιο παράξενα όνειρα: μυστηριώδεις όγκοι στέκονται στα ανοιχτά, μέσα στο νερό, σαν πετρωμένοι γίγαντες. Το μάτι σου δε θα μπορέσει να διακρίνει τι είναι, ιδιώς αν το βράδυ είναι χωρίς φεγγάρι, και οι απροσδιόριστες πέτρινες μορφές θα μοιάζουν ζωντανές, έτοιμες να ξυπνήσουν, λες παρακολουθούν κρυφά τους περαστικούς αλλά προσποιούνται πως κοιμούνται – ακριβώς δηλαδή όπως κάνει κι η δημιουργός τους, η Αίτνα. Ο μύθος λέει πως αυτές είναι οι πέτρες που πέταξε ο Πολύφημος στο καράβι του Οδυσσέα, και γι΄ αυτό οι Ιταλοί τις ονομάζουν “νησιά του Κύκλωπα”. Kαι ίσως κάποιοι να θυμούνται αυτά τα “ζωντανά” βράχια απ’τις σκηνές του “La Terra Trema” του Βισκόντι, που γυρίστηκε στην μικρή αυτή πόλη με την παμπάλαια ναυτική παράδοση.

La_terra_trema_visconti
SAMSUNG CSC