Σκούρα τα πράγματα για τη GoPro. Η εταιρεία, το όνομα της οποίας έχει γίνει συνώνυμο των extreme sports, ανακοίνωσε πριν 10 μέρες πως απολύει το 7% του δυναμικού της, αναπροσαρμόζοντας παράλληλα –προς τα κάτω- τις προβλέψεις της για τις πωλήσεις και τον τζίρο του ’16. Αρκετοί ήταν εκείνοι που εξεπλάγησαν στο άκουσμα των νέων, όμως εδώ που τα λέμε, δεν επρόκειτο ακριβώς και για «κεραυνό εν αιθρία». Μπορεί η GoPro να μην είχε δώσει δικαιώματα, όμως ήταν ηλίου φαεινότερο πως η κάμψη στην πορεία της θα ερχόταν κάποια στιγμή, μαζί με όλα τα φυσιολογικά επακόλουθα.
Αν αναρωτιέστε γιατί, σκεφτείτε λίγο την αγορά στην οποία δραστηριοποιείται η GoPro, όπως επίσης και τη φύση των ίδιων των προϊόντων της. Μιλάμε για action cameras: όλοι ή τέλος πάντων οι περισσότεροι θέλουν κι από μία αλλά άπαξ και την πάρουν, έχουν καλυφθεί οι ανάγκες τους για τα επόμενα χρόνια. Πολλά χρόνια. Μιλάμε για action camera, όχι smartphone ή laptop. Πόσο πιστεύετε ότι χρησιμοποιεί ο μέσος χρήστης τη GoPro του μέσα σε έναν χρόνο; 20 μέρες; 30; Να πούμε 40 γιατί έχουμε και έφεση στα κουβαρντιλίκια; Στην καλύτερη περίπτωση δηλαδή μιλάμε για το 11,11% του χρόνου μέσα σε ένα ημερολογιακό έτος. Πόσα πιστεύετε ότι είναι διατεθειμένος να ξοδέψει αυτός ο μέσος χρήστης για κάτι που θα χρησιμοποιήσει το 11% του χρόνου του;
Και έστω ότι τα δίνει τα 300, 400, 500€ που ζητάει η GoPro για μια καλή κάμερά της. Πιστεύετε ότι θα τα ξαναδώσει μέσα σε μια πενταετία; Η ανάγκη του για μία action camera θα έχει καλυφθεί, τα υπόλοιπα ούτε καν θα τον ενδιαφέρουν. Αφήνοντας στην άκρη εκείνους τους diehard χρήστες ή τους επαγγελματίες που θα αναβαθμίσουν τον εξοπλισμό τους σε κάθε ευκαιρία, οι υπόλοιποι ξέρετε τι θα σας πουν αν τους ρωτήσετε γιατί δεν αγοράζουν τη νέα GoPro ενώ έχουν ήδη μια παλιότερη; «Μα αφού έχω ήδη»! Ως εκ τούτου, η κάμψη στην πορεία της GoPro δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη: τουναντίον, τα πράγματα προμηνύονται ακόμα χειρότερα για τα χρόνια που έρχονται, με αποκορύφωμα το 2018, όταν και η βάση πελατών της GoPro αναμένεται να μεγαλώσει κατά μόλις 40 εκατ., την ώρα που για το 2014 αυξήθηκε κατά 140 εκατ. σε σχέση με το 2013.