Processed with VSCO with c1 preset

Με μερικούς ανθρώπους δεν χρειάζεται να περάσετε ώρες συζητήσεων για να καταλάβεις πως έχουν ευγενική ψυχή. Αρκεί να τους δει στα μάτια. Εκεί φαίνονται όλα. Την Αλεξάνδρα από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισα και ήρθε να μου μιλήσει, γιατί όπως μου εξήγησε με διαβάζει, την κατάλαβα αμέσως. Είχε μία ταπεινότητα και μία καλοσύνη στο βλέμμα της. Λίγα λεπτά αργότερα κατάλαβα πως έχει και πολύ αγάπη γι αυτό που κάνει: να προσφέρει στους ανθρώπους ό,τι καλύτερο μπορεί μέσα από το μικρό της καφέ στην Εμμανουήλ Μπενάκη των Εξαρχείων, στον αριθμό 67.

Για το Cafe-Bar 67 έχω ξαναγράψει και στο παρελθόν και συγκεκριμένα για το vegan-brunch του, το οποίο αρκετά πρωινά έχω τιμήσει. Αυτή τη φορά όμως θέλω να αναφερθώ στην Αλεξάνδρα, την ιδιοκτήτριά του, γιατί πολλές φορές γράφουμε για ωραία μαγαζιά που επισκεπτόμαστε, ωραία καλούδια που δοκιμάζουμε σε αυτά, αλλά σπάνια αναφερόμαστε στους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από αυτά και έχουν αφιερώσει χρόνο, κόπο, χρήμα, ώρα για να φτιάξουν αυτό που εμείς το απολαμβάνουμε για μία-δύο ώρες και μετά φεύγουμε.

Παρατηρώντας κανείς το 67, είναι εύκολο το μάτι να πέσει πάνω σε διακοσμητικές λεπτομέρειες, που παραπέμπουν στην Ανατολική Ευρώπη. Τα μαντήλια που ίσως έχουμε δει γιαγιάδες εκείνων των χωρών να φοράνε πάνω τους, θα τα δεις είτε καδραρισμένα στους τοίχους, είτε ως θήκες για τα διακοσμητικά μαξιλαράκια. “Είναι μαντηλια, που φορούσε η γιαγιά μου”, μου εξηγεί η Αλεξάνδρα, “και είναι πάρα πολύ ωραίο που τους έχω ξαναδώσει ζωή μεταποιώντας τα σε κάτι άλλο”. Μεγαλωμένη στην Ουκρανία, η Αλεξάνδρα αποφάσισε να έρθει μαζί με τα παιδιά της στην Ελλάδα και να προσγειωθεί πριν πολλά χρόνια στον πλανήτη Εξάρχεια. “Ήρθα στην Ελλάδα, γιατί μετά το Τσερνόμπιλ η κατάσταση στη χώρα μου είχε γίνει δύσκολη και επικίνδυνη για την υγεία τόσο τη δική μου όσο και των παιδιών μου”. Και κάπως έτσι ξεκινά το ταξίδι της εδώ. Δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά και κάποια στιγμή αποφασίζει να ανοίξει το δικό της cafe-bistro, το οποίο γίνεται οικογενειακή υπόθεση πλέον μιας και σε αυτό δουλεύει και η ίδια, αλλά και τα παιδιά της.

“Φέρνουμε όλοι τις προτάσεις μας και προσπαθούμε πάντα να προσφέρουμε και κάτι καινούργιο στους ανθρώπους, που μας προτιμούν. Βλέποντας την ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση για vegan ροφήματα, γλυκά και φαγητά, τα εντάξαμε και αυτά στο μενού μας. Άλλωστε και ο τρόπος με τον οποίο μεγάλωσα στην Ουκρανία συμπεριελάμβανε το σεβασμό στα ζώα και ως επί το πλείστον αυτά που μας μαγείρευε η γιαγιά μου ήταν vegan – οπότε δεν δυσκολεύτηκα να εντάξω vegan πιάτα στο μενού μας”.

Διαβάστε τη συνέχεια στο ladypapaya.com