Άυγουστος 2017, περίπου 2 το βράδυ.
Γυρίζω από δουλειά στη Σαλαμίνα. Μιλάω με τη φίλη μου την Α. που φεύγει διακοπές την επόμενη, μου λέει ότι πλάνο άλλαξε κι ότι θα έρθει να την πάρει ο φίλος μας ο Π., που πηγαίνει κι εκείνος στην ίδια κατεύθυνση, κατά τις 4 το ξημέρωμα για να μην τους πιάσει η ζέστη.
Πάω από ‘κει, 3 σχεδόν το πρωί, να της αφήσω κάτι πράγματα των διακοπών και να πούμε το «Καλό Καλοκαίρι».
Αποφασίζω, αφού ξενύχτησα, να περιμένω και τον Π. που έχω να τον δω, ούτε θυμάμαι πόσο καιρό.
Μας παίρνει γύρω στις 3.30 ότι έφτασε και περιμένει από κάτω. Κατεβαίνω περιχαρής, χαιρετιόμαστε και πριν προλάβουμε να πούμε νέα, βγάζει μπύρες από το αμάξι.
Τον βρίζω ασύστολα που έχει 4 ώρες ταξίδι μπροστά του και πίνει μπύρα αντί για καφέ για να μου απαντήσει ότι δεν ξύπνησε τότε, απλώς δεν είχε κοιμηθεί καν, κι ότι θα πιούμε μόνο μία.
Με μια ατάκα τύπου «δεν υπάρχει σωτηρία για την περίπτωσή σου», ανοίγω τις μπύρες και τσουγκρίζουμε. Αρχίζουμε να λέμε νέα από πολύ καιρό ενώ συνειδητοποιώ ότι το παιδάκι που είχα γνωρίσει 11 χρόνια πριν είναι πια ένας όμορφος έξυπνος άντρας.
Δεν φανταζόμουν ποτέ πόσο πολύ καλοκαίρι είναι οι παγωμένες μπύρες με φίλους σε ένα πεζούλι στην Καλλιθέα ξημερώματα Αυγούστου.
Ήπιαμε τη μπύρα κι έφυγαν. Έφτασαν σώοι κι αβλαβείς, παρά τη μία μπύρα για την οποία γκρίνιαξα τόσο, κι εγώ κέρδισα μια στιγμή με το φίλο μου που θα μου ορίζει για πάντα μια μικρή πτυχή από το αστικό καλοκαίρι.
**Αφιερωμένο στον Π. που δεν είναι πια μαζί μας από φέτος το χειμώνα, αλλά πάντα θα μου τον θυμίζουν οι μπύρες τον Αύγουστο.