Οι aficionados της αστυνομικής λογοτεχνίας υποδέχτηκαν με «τιμές αρχηγού κράτους» την επιστροφή του εμβληματικού Ρέμπους στο τελευταίο βιβλίο του Ίαν Ράνκιν, Άγιος ή Αμαρτωλός, και ο ίδιος ο συγγραφέας δείχνει να το απολαμβάνει. Στη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά στην Popaganda για όλους τους ήρωες που ζουν σε διάφορα δωμάτια του μυαλού του, για το Εδιμβούργο που μερικές φορές μοιάζει με μεγάλο χωριό, για τον Van Morrison που δεν είναι τόσο δύστροπος όσο νομίζει ο πολύς κόσμος, αλλά και για τις περιοδείες του ως συγγραφέας που είναι σαν αυτές που κάνουν οι ροκ σταρ. Χωρίς όμως το τρίπτυχο «sex, drugs and rock ‘n’ roll».
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό ανθρακωρύχων σαράντα χιλιόμετρα βόρεια του Εδιμβούργου, που ονομάζεται Κάρντεντεν. Εκεί ζουν επτά χιλιάδες άνθρωποι, και σχεδόν όλοι δούλευαν στη βιομηχανία του άνθρακα τη δεκαετία του 50 και του 60. Έφτασα στο Εδιμβούργο το 1978, όταν ήμουν δεκαοκτώ, για να σπουδάσω. Ήταν ένα μεγάλο, περίπλοκο μέρος. Προσπαθώντας να το κατανοήσω, άρχισα να γράφω γι’ αυτό. Νομίζω πως πράγματι το Εδιμβούργο είναι βασικός χαρακτήρας στα βιβλία μου. Έχει επηρεάσει τον Ρέμπους, κι ο Ρέμπους επηρεάζει το είδος των ιστοριών που λέω.
Μερικές φορές το νιώθω σαν χωριό, επειδή είναι μικρό. Συχνά περπατάς στο δρόμο ή πηγαίνεις στην παμπ και βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους. Όμως είναι η έδρα της κυβέρνησης της Σκωτίας, κι έχει ένα Πανεπιστήμιο με διεθνή φήμη, οπότε έχει πολλούς επισκέπτες. Συμβαίνουν πολλά πράγματα. Αν και δομικά το Εδιμβούργο δεν φαίνεται να αλλάζει. Ή αλλάζει με αργούς ρυθμούς παγετώνα. Γιατί τα κτίρια προστατεύονται ως ιστορικά μνημεία και δεν μπορείς να τα πειράξεις, κι η γη που είναι ελεύθερη δεν μπορεί να κτιστεί, γιατί και πάλι προστατεύεται. Αν κάποιος λοιπόν από το 19ο αιώνα επέστρεφε τώρα στο Εδιμβούργο, θα μπορούσε ακόμα να κυκλοφορήσει στην πόλη.
Όλοι με ρωτούσαν τι σκόπευα να ψηφίσω στις πρόσφατες εκλογές (σ.σ. για την ανεξαρτησία της Σκωτίας). Σε όλους απαντούσα το ίδιο: «Δεν πρόκειται να σας πω, νομίζω πως η ψήφος είναι κάτι πολύ ιδιωτικό. Αλλά θα σας πω τι θα ψήφιζαν οι χαρακτήρες των βιβλίων μου. Ο Ρέμπους θα ψήφιζε Όχι, η Siobhan θα ψήφιζε Ναι, κι ο Malcolm Fox θα ήταν ακριβώς στη μέση, αναποφάσιστος μέχρι την τελευταία στιγμή. Κι ο λόγος που ο Ρέμπους θα ψήφιζε Όχι, είναι πως τον φοβίζουν οι αλλαγές, του αρέσει το status quo, είναι ένας συντηρητικός με μικρό σίγμα, δεν είναι δεξιός, απλώς δεν του αρέσει να αλλάζουν τα πράγματα. Αντίθετα η Siobhan είναι νεώτερη, πιο ιδεαλίστρια, καλωσορίζει την ιδέα της αλλαγής, ακόμα κι αν δεν ξέρει αν αυτή η αλλαγή θα οδηγήσει προς το καλύτερο».
Όλοι οι χαρακτήρες βρίσκονται μέσα στο κεφάλι μου, άρα προφανώς αποτελούν διαφορετικές πλευρές της προσωπικότητάς μου. Ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος, κι ακόμα είναι, γιατί παρόλο που οι εκλογές πέρασαν, το ζήτημα της ανεξαρτησίας δεν απομακρύνθηκε. Οι εθνικιστές, το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία αυτή τη στιγμή, είδε τα μέλη του να τετραπλασιάζονται, από 25.000 σε 100.000, αλλά τα μέλη των οικολόγων αυξήθηκαν. Πολλοί νέοι 16- 17 ετών πρόκειται να ψηφίσουν για πρώτη φορά, οπότε ενεργοποιήθηκαν και ενεπλάκησαν σε μια συζήτηση. Αν η Αγγλία συνεχίζει να στρέφεται προς τα δεξιά, και συνεχίσει να είναι αντιευρωπαϊκή, κι αν το κόμμα της Ανεξαρτησίας εξακολουθήσει να ευημερεί, τότε προβλέπω πως οι Σκωτσέζοι θα ζητήσουν νέο δημοψήφισμα, κι αυτή τη φορά θα ψηφίσουμε Ναι στην ανεξαρτησία, ώστε να μπορέσουμε να παραμείνουμε στην Ευρώπη. Γιατί δεν είμαστε δεξιοί με τον τρόπο που δείχνουν να είναι κάποια μέρη της Αγγλίας. Δεν είμαστε τόσο κατά της μετανάστευσης. Έχουμε πολύ διαφορετική πολιτική φιλοσοφία.
Από πολύ μικρή ηλικία μου άρεσαν τα κόμικς. Μπάτμαν, Σούπερμαν, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου το διάβαζα. Αλλά δεν μου ήταν αρκετό μόνο να τα διαβάζω, ήθελα και να τα γράφω. Έπαιρνα κομμάτια χαρτιού και τα δίπλωνα στη μέση για να κάνω βιβλιαράκια, και ζωγράφιζα καρτούν. Ύστερα ενδιαφέρθηκα για τη μουσική, έφτιαξα με το μυαλό μου ένα συγκρότημα, που τους έλεγαν The Amoebas, και έγραφα όλους τους στίχους τους, τους έβγαζα σε περιοδείες, σχεδίαζα τα εξώφυλλα των δίσκων τους. Κι έβγαζα το top-ten κάθε εβδομάδα, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να εφεύρω ακόμα εννιά συγκροτήματα και τα τραγούδια τους. Έκανα δηλαδή αυτό που κάνουν όλοι οι συγγραφείς: δημιουργούσα ένα εναλλακτικό σύμπαν, όπου μπορούσα να παίζω το Θεό.
Όταν στα δεκαοκτώ μου πήγα στο πανεπιστήμιο, έγραφα ποίηση. Μια εφημερίδα έκανε ένα διαγωνισμό διηγήματος, έλαβα μέρος και κέρδισα το δεύτερο βραβείο. Δημοσιεύτηκε, λοιπόν στην εφημερίδα. Μετά κάποιο διήγημα παραέγινε μεγάλο, και το έκανα μυθιστόρημα. Ήταν λοιπόν μια φυσική, οργανική πρόοδος. Βέβαια άλλο είναι να θέλεις να γίνεις συγγραφέας, άλλο το να γράφεις, κι άλλο το να γίνεις δημοσιευμένος συγγραφέας – κι άλλο το να εξακολουθείς να είσαι δημοσιευμένος συγγραφέας.
Όταν έχεις δημοσιευτεί, θέλεις να εξακολουθείς να δημοσιεύεσαι, κι όταν πιστέψεις πως έχεις γίνει νούμερο 1 μπεστ σέλλερ, θέλεις να παραμείνεις νούμερο 1 μπεστ σέλλερ. Ποτέ δεν γίνεται ευκολότερο. Και αυτό είναι πρόβλημα. Είναι απογοητευτικό, που ποτέ δεν γίνεται ευκολότερο.
Η ιστορία που θέλει να γραφτεί, αυτή είναι που τελικά γράφεις. Το αν είναι δημοφιλής ή όχι, αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Το 2014 δεν δημοσίευσα τίποτε στο Ηνωμένο βασίλειο, πήρα ένα χρόνο άδεια. Όμως γύρω στον Ιούνιο, άρχισα να γράφω δέκα μικρά διηγήματα, έτσι, για μένα. Δεν είχα καμιά αγωνία για το αν θα εκδοθούν. Απλώς είχα μια ιδέα, καθόμουν στον υπολογιστή κι έγραφα μια ιστορία. Μια σελίδα, δύο σελίδες, τρεις σελίδες, μέχρι η ιδέα να ολοκληρωθεί. Θυμήθημα το πώς ήμουν φοιτητής κι έγραφα για την πλάκα μου. Και πάλι;
Όλα τα παιδιά παίζουν παιχνίδια ρόλων, κλέφτες κι αστυνόμους, καουμπόηδες και ινδιάνους, έχουν αόρατους φίλους που ζουν μέσα στο κεφάλι τους, βιώνουν μεγάλες περιπέτειες. Το πρόβλημα είναι πως μετά έρχεται ο κόσμος των ενηλίκων, και σου λέει «Λυπάμαι, αλλά τώρα έφτασες σε μια ηλικία όπου δεν μπορείς πλέον να παίζεις με τους αόρατους φίλους σου, δεν μπορείς πλέον να έχεις το αρκουδάκι σου μαζί σου στο κρεβάτι τη νύχτα και να του μιλάς, δεν μπορείς πλέον να παίζεις παιχνίδια ρόλων. Πρέπει να μεγαλώσεις!» Οι συγγραφείς απλώς αρνούνται να μεγαλώσουν. Γιατί είναι διασκεδαστικό και ψυχοθεραπευτικό να έχεις αυτούς τους αόρατους ανθρώπους μέσα στο κεφάλι σου, που μπορείς να τους χρησιμοποιήσεις για να προσπαθήσεις να εξερευνήσεις τον κόσμο.
Όντας συγγραφέας αστυνομικών βιβλίων, εννοείται πως αν κάποιος με τσαντίσει, αν για παράδειγμα περπατάω στους δρόμους της Αθήνας και κάποιος οδηγός κοντέψει να με πατήσει, μπορώ απλούστατα να γυρίσω στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο και να τον σκοτώσω. Το κάνω με χαρτί και στυλό. Θα οδηγήσει το αυτοκίνητο υπερβολικά γρήγορα στο δρόμο προς το αεροδρόμιο, θα φύγει από το δρόμο και θα σκοτωθεί. Είναι μια κάθαρση όλο αυτό! Γι’ αυτό κι οι συγγραφείς που γράφουν αστυνομικά μυθιστορήματα είναι, στην κανονική τους ζωή, πολύ ισορροπημένοι.
Ο επιθεωρητς Ρέμπους βγήκε στη σύνταξη το 2007, στο τέλος του Exit Music. Για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν έγραψα κάτι γι αυτόν, έγραφα για τον Malcolm Fox. Ήξερα τι έκανε αυτό το διάστημα, και δεν μου έλειψε ο Ρέμπους. Αλλά βρήκα μια πλοκή που αφορούσε μια υπόθεση από το αρχείο, ανεξιχνίαστη, και ήξερα πως αυτό θα έκανε ο Ρέμπους. Ήξερα πως δεν θα μπορούσε να φύγει από την αστυνομία. Παρόλο που πήρε σύνταξη, θα έμπαινε σε μια υπαρκτή ομάδα του Εδιμβούργου, όπου τρεις ντετέκτιβ στη σύνταξη ασχολούνται με παλιά ανεξιχνίαστα εγκλήματα, για να δουν αν μπορεί να υπάρξει κάποια πρόοδος. Και τον επανέφερα. Ήταν ωραία να περνάω και πάλι χρόνο μαζί του. Είναι πολύ πιο ενδιαφέρων τύπος από εμένα.
Όταν έρχεται κόσμος στο Oxford Bar, την παμπ όπου πηγαίνω να πιω καμιά μπύρα, κι όπου πηγαίνει κι εκείνος, συχνά στενοχωριούνται κάπως, γιατί δεν βρίσκουν αυτόν εκεί αυτόν, παρά μόνο εμένα. Σχεδόν τους ντρέπομαι, είναι κρίμα! Έχουν έρθει από όλα τα μέρη του κόσμου. Γιατί είναι αληθινός γι’ αυτούς τους ανθρώπους, όπως και για μένα. Όσο καιρό δεν έγραφα γι’ αυτόν, αυτός ζούσε κάπου σε ένα μικρό διαμέρισμα μέσα στο κεφάλι μου. Οι συγγραφείς συχνά ξεφορτώνονται ένα χαρακτήρα όταν τον βαρεθούν. Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να τον σκοτώσω. Θα ήταν υπερβολικά σκληρό. Υπερβολικά τελεσίδικο. Αλλά φαντάζομαι πως κάποια μέρα θα σταματήσω κα πάλι να γράφω γι’ αυτόν.